Κάθομαι στο τραπέζι του δημοφιλούς εστιατορίου στην κωμόπολη όπου βρίσκομαι για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Είναι Σάββατο μεσημέρι και έχω θέα προς τα έξω, προς την πλατεία, ενώ στα 50 μέτρα βλέπω τη διασταύρωση, στην άκρη της πλατείας. Πολύς ο κόσμος λόγω ημερών, μεγαλύτερη από ό,τι συνήθως και η αναμονή για το σερβίρισμα, λέω να «σκοτώσω» τον χρόνο και την πείνα μου παρατηρώντας τα αυτοκίνητα που περνάνε.
Πολύ γρήγορα, ένα από αυτά τα αυτοκίνητα ανεβαίνει τη ράμπα την πλατείας και ο οδηγός του παρκάρει πολύ κοντά στα «τραπεζάκια έξω» του εστιατορίου – πάνω στην πλατεία! Κατεβαίνουν αυτός και η κυρία του και παίρνουν θέση σε ένα από τα τραπεζάκια αυτά. Σκέφτομαι προς στιγμή ότι αν δεν είχε ελεύθερο τραπέζι, θα μπορούσαν να πάρουν δύο καρέκλες και να αξιοποιήσουν το καπό του αυτοκινήτου τους, που βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα δεξιά τους, γρήγορα ωστόσο επανέρχομαι, αναλογιζόμενος ότι αυτό εδώ το όχημα μάλλον το έχουν σαν pet και πάνω στα pets δεν βάζουμε πιάτα και ποτήρια…
Αν έχει σημασία, το αυτοκίνητο έχει αθηναϊκές πινακίδες, ωστόσο οι ίδιοι μοιάζει να γνωρίζουν πολύ καλά τον τόπο και τους ανθρώπους του. Αν, επίσης, έχει σημασία, η ηλικία του οδηγού είναι γύρω στα 75. Οπως θα δούμε παρακάτω, αυτό το τελευταίο δεν έχει και τόση σημασία, τελικά.
Στρέφω το βλέμμα μου σε ένα μικρό «μποτιλιάρισμα» στη διασταύρωση απέναντι. Τρία αυτοκίνητα είναι όλα και όλα, τα δύο έχουν συναντηθεί στη στροφή, έλα όμως που χωράει να περάσει μόνο το ένα, και, καθώς ακριβώς πάνω στη στροφή βρίσκεται παρκαρισμένο άλλο όχημα, τώρα δεν μπορεί να περάσει κανένα…
Δευτερόλεπτα πριν έχω δει τον ερχόμενο από αριστερά να μπαίνει σε αυτή τη στροφή χωρίς να μειώσει ταχύτητα (αυτό το «μπάσιμο» με τις πάντες, που λένε, είναι που μου «έκλεψε» την προσοχή). Η σύγκρουση ευτυχώς αποφεύγεται, όμως ο εξ αριστερών δεν κάνει πίσω, παρότι και πρέπει και μπορεί… Ο εκ δεξιών, που έχει προτεραιότητα και θέλει να στρίψει αριστερά, και να θέλει να κάνει πίσω, δεν μπορεί πια, γιατί εκεί βρίσκεται το τρίτο αυτοκίνητο που έχει στο μεταξύ φτάσει. «Κόβω» τον βιαστικό να είναι γύρω στα 50, ενώ τον εκ δεξιών του να έχει περίπου τα μισά χρόνια του. Δεν μπορώ να δω τον/την οδηγό του οχήματος που βρίσκεται από πίσω.
Περνάει κάνα λεπτό, και ενώ φτάνει στο τραπέζι μου περιποιημένη η χωριάτικη σαλάτα, τα τρία οχήματα παραμένουν ακινητοποιημένα στις θέσεις τους. Παραδόξως, οι οδηγοί δεν κορνάρουν, δεν μιλάνε, δεν υπάρχει κάποια διαμάχη και σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι εδώ είναι σαφώς πιο ήρεμοι, έχουν άλλη ποιότητα ζωής και κάτι πρέπει να μάθουμε από αυτούς…
Εκείνη τη στιγμή, από το αντίθετο ρεύμα της στενής οδού όπου βρίσκεται ο βιαστικός, εμφανίζεται περιπολικό της αστυνομίας. Η σκηνή μοιάζει να αποκτά άλλο ενδιαφέρον, η χωριάτικη μπορεί να περιμένει (εγώ, δηλαδή, πώς την περίμενα;), όμως ο αστυνομικός οδηγός στρίβει δεξιά και απομακρύνεται από το σημείο. Τι απογοήτευση!
Στο μεταξύ, τα τρία οχήματα έχουν γίνει 4, 5, 6… και εγώ αποφασίζω να «σπάσω», επιτέλους, τη φέτα στη σαλάτα. Καθώς ετοιμάζομαι να αφοσιωθώ στο γεύμα μου, φτάνει στο σημείο ο οδηγός που είχε παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του στη γωνία της διασταύρωσης. Η οδηγός, για την ακρίβεια. Κάποιοι από τα ακινητοποιημένα οχήματα κατεβάζουν το παράθυρό τους και κάτι της λένε, δεν μπορώ να ακούσω αλλά είναι προφανές τι (γιατί, ήρεμοι ήρεμοι, αλλά αν πρόκειται για γυναίκα, αγανακτούμε…).
Εκείνη, γύρω στα 40, αντιδρά με μια κίνηση του χεριού της, ωστόσο μπαίνει στο αυτοκίνητο για να φύγει. Ελα, όμως, που για να φύγει η ίδια, η οποία έχει μπλοκάρει τη διασταύρωση, πρέπει πρώτα να φύγουν τα μπλοκαρισμένα οχήματα! Που δεν μπορούσαν, βεβαίως, να φύγουν, για τους λόγους που έχουμε ήδη περιγράψει…
«Ολα εδώ πληρώνονται», σκέφτομαι, καθώς καρφώνω την πρώτη ελιά με την πρώτη προσπάθεια και, ικανοποιημένος από την επιτυχία αυτή, φέρνω την ελιά προς το στόμα για να ξεκινήσω επιτέλους το μεσημεριανό μου. Ευτυχώς για μένα, δεν προλαβαίνω να τη βάλω στο στόμα. Γιατί είναι βέβαιο ότι δεν θα είχα καλά ξεμπερδέματα με το κουκούτσι, τη στιγμή που βλέπω τον «75άρη» με το αυτοκίνητο-pet να σηκώνεται από το τραπέζι του και να κατευθύνεται προς τη διασταύρωση! Για να μην τα πολυλογώ (άλλο), ο κύριος κάνει τον αστυνόμο – τροχονόμο (μήπως είναι κιόλας;) και με αποφασιστικές κινήσεις και οδηγίες, που οι οδηγοί χωρίς δεύτερη κουβέντα ακολουθούν, αποσυμφορεί το σημείο και αποκαθιστά την κυκλοφορία!
«Από μηχανής θεός», σκέφτομαι και μάλλον το ίδιο σκέφτεται και εκείνος, αν κρίνω από το –«ε, κάποιος έπρεπε να το κάνει»– ύφος με το οποίο επιστρέφει στο τραπέζι του. Παρ’ όλα αυτά, τον αποθεώνω όσο σχεδόν τη γευστικότατη χωριάτικη, την οποία πλέον ξέγνοιαστος απολαμβάνω. Εννοείται ότι του έχω συγχωρήσει ήδη το ότι έχει παρκάρει το δικό του αυτοκίνητο πάνω στην πλατεία. «Εγώ, τουλάχιστον, δεν έκλεισα κανέναν», σαν να τον ακούω να μου λέει, καθώς βουτάω το φρέσκο ψωμί στη σαλάτα και όλα πλέον αποκτούν νόημα, αν σκεφτεί κανείς τη λέξη με την οποία ονομάζουμε αυτήν ακριβώς τη διατροφική μας συνήθεια…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News