Ποιος από εμάς δεν θυμάται παλιές ημέρες; Ή, καλύτερα, ποιος δεν θυμάται με ποιους τις έζησε; Και ποιος από όσους παρακολούθησαν αυτή την εβδομάδα το Γεωργία – Ελλάδα, που στο τέλος μας γέμισε με πίκρα που δεν θα πάμε στο Euro 2024, δεν σκέφτηκε τα ματς του καλοκαιριού του 2004; Δηλαδή αυτούς με τους οποίους τα έζησε.
Πρώτη Ιουλίου 2004. Μυτιλήνη, 296 Τάγμα Εθνοφυλακής. Θερινό ΚΨΜ: ένα τσιμεντάκι με ένα υπόστεγο από πάνω και μια τηλεόραση στη γωνία. Δεκάδες φαντάροι, όρθιοι. Κερδίζουμε κόρνερ. Κάποιος δικός μας πιάνει κεφαλιά…
Στέκομαι κοντά στην οθόνη αλλά πολύ πλάγια. Σαν να βλέπω την μπάλα να περνάει μόλις άουτ και να χτυπάει με δύναμη στις διαφημιστικές πινακίδες. Διαδοχή σκέψεων σε κλάσματα δευτερολέπτου. «Γαμώτο! Αλλά γιατί φωνάζουν;» Γυρίζω το κεφάλι προς τα πίσω, στους υπόλοιπους. Ενα χακί κύμα πάλλεται με χοροπηδητά. Ανάμεσά του χαρούμενα πρόσωπα. Ελλάδα – Τσεχία 1-0. Δέλλας. Είμαστε στον τελικό.
Το πρόσωπο του οπλίτη που χοροπηδούσε ακριβώς πίσω μου γεμάτος χαρά το θυμάμαι ακόμη – και μάλιστα πολύ καθαρά. Παρότι έχω ξεχάσει πια το όνομά του, ενώ το «αρχαίο» κινητό όπου είχα το τηλέφωνό του έχει χαθεί από καιρό.
Αγία Παρασκευή, 4 Ιουλίου 2004. Τελικός. Φαντάρος αλλά σε άδεια. Χαριστέας, 1-0. Συμβαίνει στ’ αλήθεια; Και αρχίζει το μεγάλο μαρτύριο μέχρι να τελειώσει το ματς…
Παρένθεση. Οι οπαδοί των (θεωρητικά) μικρότερων ομάδων, όπως ο γράφων και ο πατέρας του, που ήταν από πάντα Πανιώνιοι, αποκτούν με τα χρόνια μετατραυματικό στρες. Γιατί οι επιτυχίες είναι λίγες και οι πίκρες πολλές. Οταν η ομάδα σέρνεται, κανένα άγχος. «Τι είχες Γιάννη»… Οταν όμως προηγείται, τα πράγματα ζορίζουν. «Θα το φάμε πάλι στο τελευταίο λεπτό;»
Για παράδειγμα, η πιο βασανιστική αναμονή για να τελειώσει ένα ματς ήταν αυτή της 29ης Απριλίου 1998. Ο Πανιώνιος προηγήθηκε στον τελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στο 53′ με το γκολ του Ναλιτζή και το ματς τελείωσε στο 99′ (τελικό σκορ 1-0, κυπελλούχος ο Πανιώνιος). Ακόμη και στο γκολ, όταν την ώρα των πανηγυρισμών γύρισα και κοίταξα τον πατέρα μου, έμοιαζε χαμένος. Είχε αρχίσει ήδη να τον τρώει η αγωνία… Κλείνει η παρένθεση.
Οι πιθανότητες να κερδίσει η Εθνική Ελλάδος το Euro 2004 ήταν πολύ μικρότερες από αυτές που είχε ο Πανιώνιος να κερδίσει το Κύπελλο Ελλάδος του 1998.
Την ώρα του τελικού της Πορτογαλίας, αμέσως μετά το γκολ του Χαριστέα στο 57′, ο πατέρας μου έμοιαζε να ζει μαζεμένες τις αγωνίες όλων των προηγούμενων ματς που είχε δει στη ζωή του. Δηλαδή αυτών που η ομάδα έδειχνε κάπως να τα καταφέρνει.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα στο σαλόνι και κλείστηκε σε ένα δωμάτιο. Να μη βλέπει και να μην ακούει τίποτα. Μετά από πέντε-έξι λεπτά τον ξαναείδαμε: «Βγαίνω έξω, πάω μια βόλτα»
Δεν πέρασαν πάλι λίγα λεπτά και χτυπάει το κουδούνι. Ούτε τα κλειδιά δεν είχε πάρει. «Στον δρόμο ακούω από παντού το ματς». Και λίγο μετά… λήξη. Ξέσπασμα χαράς. Τηλεφωνήματα σε φίλους και συγγενείς. Πόρτες ανοιχτές στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Αγκαλιές.
Οσοι ζήσαμε εκείνες τις βραδιές της Εθνικής δεν θα τις ξεχάσουμε ποτέ. Γιατί θα μας θυμίζουν αυτούς με τους οποίους μετρούσαμε ανάποδα τα λεπτά. Είτε είναι μαζί μας είτε όχι. Με έναν τρόπο, η μπάλα καρφώνει ορόσημα στον χρόνο. Και φέρνει ζωντανούς στη μνήμη μας τους αγαπημένους μας ανθρώπους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News