«Θύμιζε ταινία»: Θα ήταν ένα αναμενόμενο σχόλιο βλέποντας το βίντεο με την εκτέλεση ενός αρχιμαφιόζου από μασκοφόρους δολοφόνους με καλάσνικοφ και περίστροφα, εδώ, στην Αθήνα. Φυσικά, έχουμε ξαναδεί τέτοιες δολοφονικές σκηνές σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Υπάρχουν όμως και κάποιες μοναδικές, όπως ένα φημισμένο επεισόδιο της αμερικανικής σειράς «Οι Σοπράνος».
Συγκεκριμένα, ο Τόνι Σοπράνο, αρχηγός της Μαφίας, δολοφονεί ανελέητα τον Φέμπι Πετρούλιο, έναν έμπορο ναρκωτικών, επειδή κατέθεσε στοιχεία εναντίον φίλων του. Σε σύγκριση με τον υπέρτατα σκοτεινό –από ψυχικής απόψεως– Σοπράνο, ο Πετρούλιο ήταν κάθαρμα μετρίου επιπέδου, ώστε να μην αξίζει τέτοια συντριπτική μεταχείριση. Αδιαφορώντας για μια τέτοια ασυμμετρία, ο αρχιμαφιόζος απόλαυσε την εκτέλεση του κακομοίρη.
Αυτή η απόλυτα μισάνθρωπη τάση ενός αρχιερέα του εγκλήματος μετατόπισε τις κόκκινες δολοφονικές γραμμές στο οριοθετημένο τηλεοπτικό πεδίο. Μέχρι τότε ο πρωταγωνιστής σε κάθε αντίστοιχη σειρά μπορούσε να σκοτώνει μόνο εφόσον βρισκόταν σε αυτοάμυνα ή αν το θύμα του ήταν ένα «τέρας», ανάξιο να ζήσει. Η εκτέλεση του Πετρούλιο δεν δικαιολογούνταν από τέτοια στοιχεία. Ωστόσο, το κοινό την αποδέχτηκε και εξοικειώθηκε γρήγορα με την παράβαση των ηρωικών ηθικών ορίων, δείχνοντας ιδιαίτερη προσήλωση στο άγριο τηλεοπτικό δράμα.
Τελικά, «Οι Σοπράνος» απέκτησαν τέτοια φήμη, ώστε η σειρά να μνημονεύεται 25 χρόνια μετά την έναρξή της ως αξεπέραστη. Σε μεγάλο βαθμό, η αφήγησή της ασκούσε τέτοια έλξη επειδή, σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ καλού και κακού διαρκώς αποδυναμώνονταν, διατηρούσε ένα αναγνωρίσιμο σκοτεινό κέντρο: έναν πραγματικά «κακό» πρωταγωνιστή, που έδειχνε αυθεντικός όντας ανεπίλυτα αντιφατικός και λειτουργώντας καταλυτικά, λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα του, ως προς τα πρόσωπα με τα οποία σχετιζόταν. Ετσι, η δράση παρέμενε απρόβλεπτη, άρα συναρπαστική.
Τελικά, ο αθεράπευτα καταθλιπτικός μισάνθρωπος Τόνι Σοπράνο, με το αρνητικό ψυχικό ισοζύγιό του, παρά κάποιες πατρικές και υιικές νότες θετικότητας, εξακολουθεί να επισκιάζει –για όσους τον θυμούνται– συντριπτικά όλους τους θετικούς και αισιόδοξους ήρωες.
Οι εγκληματικές πράξεις του σίγουρα δεν προκαλούσαν ευχάριστη και χαλαρή διάθεση σε όσους τις παρακολουθούσαν, ενώ πάσχιζαν να τις ερμηνεύσουν πιο ψύχραιμα εκ των υστέρων, αναζητώντας κάποια λογική απάντηση στο αίνιγμα ενός ανορθολογικού και καταστροφικού ατόμου, που όμως επιβιώνει με μαεστρία στον αντίποδα του κανονικού κόσμου, βιώνοντας ως εξαίρεση μερικές πιο ανθρώπινες στιγμές.
Οπως το διατύπωσε εύστοχα ο Λι Σουνγκ Γιν (δημιουργός της σάτιρας «Beef» για τη Νetflix), «οι Σοπράνος ήταν σαν μοντέρνος Σαίξπηρ για μένα. Επιανα τον εαυτό μου να παραθέτει φράσεις κάθε φορά. Στο τέλος κάθε κύκλου έμενες να προσπαθείς να αναλύσεις οτιδήποτε παρακολούθησες. Αφηναν τόσο πολλά ανοιχτά (σε ερμηνείες). Νομίζω ότι εμείς όλοι, ως συγγραφείς τώρα, προσπαθούμε να το αντιγράψουμε αυτό. Είναι τέχνη να αφήνεις πράγματα για τα οποία σκέφτονται και μιλούν οι άνθρωποι, αφού έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος».
Και τώρα; Μετά τους «Σοπράνος» ακολουθούν εξίσου ή και περισσότερο «κακοί» σειριακοί διάδοχοί τους; Κάθε άλλο.
Ολοένα και περισσότερο οι νέες σειρές απομακρύνονται από το κακοτράχαλο και αιματοβαμμένο μονοπάτι που χάραξαν «Οι Σοπράνος». Εξαφνα εμφανίζονται θετικοί και αισιόδοξοι ήρωες , όπως ο ποδοσφαιρικός προπονητής Τεντ Λάσο στην ομώνυμη σειρά. Ο Λάσο επιλέγεται ως προπονητής μιας αγγλικής ομάδας με σκοπό να αποτύχει λόγω της απειρίας του, εκπληρώνοντας έτσι τα καταστροφικά σχέδια της εργοδότριάς του για την ομάδα. Ωστόσο, αυτός πετυχαίνει το απρόσμενο χάρη στη θετική και αισιόδοξη προσωπικότητα και το χιούμορ του.
Σε αντίθεση με τον Τόνι Σοπράνο, ο θετικός Τεντ Λάσο ενδιαφέρεται λιγότερο για τη νίκη της ομάδας του, ενώ επικεντρώνει την προσοχή του στα συναισθήματα των παικτών. Το χιούμορ και το γέλιο του βρίσκονται στον αντίποδα της καταθλιπτικής και δολοφονικής διάθεσης του Τόνι. Ευκολότερα μπορεί κανείς να ταυτιστεί μαζί του, καθώς δεν εμφανίζεται τόσο ακραία αντιφατικός όσο ο αρχιμαφιόζος.
Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι το κοινό μολύνθηκε με την αιώνια κακή διάθεση των καταστροφικών και καταθλιπτικών ηρώων, Ως αντίδοτο, αναζητεί κάτι πιο ευχάριστο, πιο ελπιδοφόρο. Προτρέχοντας, όπως πάντα, η δημιουργική βιομηχανία προεξόφλησε μια τέτοια ριζική αλλαγή γούστου και άρχισε να επιστρατεύει ως ήρωες τηλεοπτικών σειρών τούς μέχρι τώρα βαρετούς και ανεπιθύμητους «καλούς», ψυχές που και ακτινοβολούν θετικότητα, παρά τις αντιξοότητες. Ετσι, οι θεατές των νέων, θετικών σειρών είναι σαν να δέχονται ενέσεις αισιοδοξίας, που τους δυναμώνουν απέναντι στα άλυτα προβλήματα των ημερών μας.
Τραβώντας την προσοχή του κοινού για την τοποθέτηση προϊόντων
Τα κίνητρα, όμως, για μια τέτοια αλλαγή προτύπων φαίνεται να προκύπτουν σε σημαντικό βαθμό από την οικονομία. Κάτι τέτοιο υποστηρίζει ο Πίτερ Μπίσκιντ, φιλμικός δημοσιογράφος και αναλυτής, στο νέο και δημοφιλές βιβλίο του «Το κουτί της Πανδώρας». Αυτός υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες που τροφοδοτούν το τηλεοπτικό κοινό με θεαματικά ψυχαγωγικά προϊόντα, όπως σειρές, πιέζονται οικονομικά όταν δεν προσελκύουν την προσοχή με τη λεγόμενη «τοποθέτηση προϊόντων». Δηλαδή, οι έμμεσες διαφημίσεις που προβάλλουν ορατά καταναλωτικά αγαθά, με τα οποία πλαισιώνεται διαρκώς η δράση των σειριακών ηρώων, δεν τραβούν την προσοχή του κοινού όταν οι σκηνές είναι ακραίες, με υπερβολικά πολύπλοκους πρωταγωνιστές.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε πολύ τολμηρές παραγωγές, όπως «Οι Σοπράνος». Ποιος θεατής –με την αδρεναλίνη να του προκαλεί τρελό καρδιοχτύπι– θα πρόσεχε τα παπούτσια ή τη μάρκα του παντελονιού που φορούσε ο Φέμπι Πετρούλιο στη σκηνή της εκτέλεσής του, ώστε να αγοράσει παρόμοια αργότερα, με παιχνιδιάρικη καταναλωτική διάθεση; Ηρωες αιμοσταγείς, αδιέξοδα αντιφατικοί και υπέρτατα κυνικοί, όπως ο Τόνι Σοπράνο, δεν μπορούν να ξυπνήσουν την όρεξη για αγορές, αισθητικές εκκεντρικότητες και στιλιστική μίμηση, αν όχι των ίδιων, τουλάχιστον των θυμάτων και των οικείων τους.
Για την πετυχημένη «τοποθέτηση προϊόντων» σε νέες δημοφιλείς σειρές απαιτούνται πρωταρχικά ιστορίες με επίκεντρο ήρωες όχι ενοχλητικά αντιφατικούς ούτε συναισθηματικά αποσταθεροποιητικούς, αλλά προβλέψιμα ευέλικτους, εξαιρετικά ατομικιστές, ώστε να αφυδατώνονται ψυχικά συρρικνωμένοι σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς, παραδομένοι στο κυνήγι τυχαίων και απολαυστικών αισθητικών εμπειριών, πάντα σε προστατευμένους μικρόκοσμους. Ετσι, το κοινό μπορεί να ταυτίζεται ευκολότερα μαζί τους και να τους μιμείται ηθικά και, κυρίως, αισθητικά.
Αυτή η τάση ενισχύεται με τον αυξανόμενο μιντιακό συγκεντρωτισμό στις ΗΠΑ, γεγονός που περιορίζει ακόμα περισσότερο τις υπηρεσίες ροής τηλεοπτικών προϊόντων. Καθώς αυτή η υπερσυγκέντρωση προκαλεί και απώλειες, η επιλογή προϊόντων με πιο ανώδυνο και απλουστευμένο περιεχόμενο φαίνεται να εξισορροπεί τα μεγάλα ρίσκα.
Ο επιδραστικός Μπίσκιντ, στο προηγούμενο βιβλίο του, «Easy Riders, Raging Bulls – How the Sex-Drugs-and-Rock-‘n-roll Generation Saved Holywood», αναλύει την άνοδο και την πτώση μιας γενιάς χολιγουντιανών σκηνοθετών με επαναστατικές διαθέσεις. Οι Φράνσις Φορντ Κοπόλα, Μάρτιν Σκορσέζε, Πίτερ Μπογκντάνοβιτς κ.ά. δεν δίστασαν να προβάλουν τις άλυτες κοινωνικές αντιφάσεις και τα αδιέξοδα δράματα ανορθόλογων χαρακτήρων, χωρίς να τους ωραιοποιούν. Αυτοί οι πρωτοπόροι ενέπνευσαν τους διαδόχους τους, τολμηρούς σκηνοθέτες και σεναριογράφους, στο τηλεοπτικό πεδίο πια.
Για τον Μπίσκιντ έπαιξε καθοριστικό ρόλο το συνδρομητικό κανάλι HBO (Home Box Office). Αρχικά, την εποχή της αμερικάνικης τηλεοπτικής άνθησης, στις αρχές του 21ου αιώνα, η εταιρεία δεν βασιζόταν σε διαφημίσεις. Ετσι, ρίσκαρε να εκπέμπει προϊόντα με έντονα αμφιλεγόμενο περιεχόμενο, όπως η σειρά «The Wire» (60 επεισόδια σε συνέχειες, από το 2002 μέχρι το 2008). Πρωταγωνιστής ένας αστυνομικός ανταποκριτής που εξελίσσεται σε αστυνομικό, βιώνοντας οριακές εμπειρίες στον λαβύρινθο του υποκόσμου, ξετυλίγοντας το κουβάρι της διάχυτης κοινωνικής διαφθοράς, των ναρκωτικών, του εγκλήματος…
Η επιτυχία της σειράς έφερε και άλλες αντίστοιχες: το «Breaking Bad», για έναν καρκινοπαθή δάσκαλο Χημείας που κατασκευάζει μεθαμφεταμίνη στην επαρχία του Νέου Μεξικού. Το «Succession», που παραλλάσσει τις οικογενειακές ίντριγκες του μιντιακού μεγιστάνα Μέρντοκ, ο οποίος εμφανίζεται παρόμοιος με τον σαιξπηρικό βασιλιά Ληρ.
Η αυξανόμενη θεαματικότητα τέτοιων παραγωγών έκανε εταιρείες όπως η Netflix να ρισκάρουν εκπέμποντας παρόμοια αμφιλεγόμενες σειρές, όπως το «House of Cards», από όπου οι «καλοί» χαρακτήρες απουσιάζουν. Το ενήλικο και σχετικά κριτικό κοινό εκείνης της περιόδου απολάμβανε την εξαιρετική σκηνοθεσία και τους γρήγορους, ευρηματικούς διαλόγους, ενώ επιδοκίμαζε την ειλικρίνεια με την οποία αποκαλύπτονταν οι αξεπέραστες αντιφάσεις και τα διλήμματα, σε συνταρακτικές ιστορίες χωρίς αίσιο τέλος.
Αυτό το θάρρος. όμως, κατά τον Μπίσκιντ, έχει δώσει τη θέση του στην τάση για ωραιοποίηση της πραγματικότητας μέσα από ανώδυνες ιστορίες με προβλέψιμους χαρακτήρες, που διακρίνονται από υποφερτές αντιφάσεις. Φαίνεται σαν να επιστρέφει η τηλεόραση στα πρότυπα της δεκαετίας του ’50. Οι νέοι παραγωγοί και σκηνοθέτες υποθέτουν ότι κάτι τέτοιο αρέσει στο κοινό – ιδιαίτερα μετά την καταθλιπτική περίοδο της Covid-19. Προκαλώντας του καλή διάθεση με ιστορίες και χαρακτήρες που ξεχειλίζουν θετικότητα, «τερματίζουν μια εικοσάχρονη χρυσή εποχή της τηλεόρασης» κατά τον Μπίσκιντ.
Η έμφαση στην «τοποθέτηση προϊόντων» μέσα σε αφηγηματικά πλαίσια που δημιουργούν θετική διάθεση στους θεατές γίνεται ακόμα πιο φανερή σε σειρές εστιασμένες σε ελεγχόμενα «ελεύθερες» περιπέτειες, κυρίως με επίκεντρο τη μόδα και το πολυτελές lifestyle. Παράδειγμα, η σειρά «Η Εμιλι στο Παρίσι».
Φροντίζοντας πάνω από όλα τις καθημερινές ενδυματολογικές επιλογές της, η επιχειρηματικώς δημιουργική και καλλιτεχνικώς επιχειρηματική «Εμιλι στο Παρίσι» συνδυάζει υβριδικά τον αμερικανικό πολιτιστικό λαϊκισμό με τη γαλλική ευελιξία και χαλαρότητα ως προς την τήρηση των κανόνων. Επιστρατεύοντας τα παντοδύναμα social για την εστίαση της προσοχής στο πρόσωπό της πρωταρχικά (δεν παύει να μετράει ακολούθους), απλά και μαγικά σχεδιάζει να σπάσει το φράγμα του ελιτισμού που εκπροσωπεί η γαλλική εταιρεία προώθησης πολυτελών προϊόντων, στην οποία μετατέθηκε εξ Αμερικής από μια ευεργετική τύχη.
Η Εμιλι είναι μετριοπαθώς αντιφατική: θέλει να εξελιχθεί καταπατώντας κανόνες, ενώ άλλοτε προσπαθεί να τους επιβάλει. Η προβλέψιμη –παρά την αυξανόμενη ρευστότητα της– δράση της αναδίδει πολιτική ορθότητα, θετικότητα, δημιουργικότητα και γενικά καλές προθέσεις. Τελικά, οι αντιφάσεις της ωραιοποιούνται, καθώς πλαισιώνονται από πληθώρα καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών – ιδίως πολυτελών.
Η ίδια προωθεί με την παρουσία και τις επιλογές της οτιδήποτε μπορεί να καταναλωθεί ως αισθητικά μοναδικό, ακόμα και τον εαυτό της ως καταναλωτικό αγαθό για επιθυμητούς άλλους. Τα πάντα εκτός από βιβλία – αυτά τα έχει συρρικνώσει σε κάποιο αχρείαστο τάμπλετ. Με τη χαλαρωτική ματιά της απλοποιεί τη γαλλική κουλτούρα πανεύκολα, ανάγοντάς τη στα γνωστά στερεότυπα: έρωτας-σεξ, γαστρονομία και παραβίαση των ενοχλητικών κανόνων. Ο,τι και αν της συμβεί, σίγουρα θα τα καταφέρει, όπως σε κάθε παρόμοια σειρά που χαϊδεύει τον ναρκισσισμό του κοινού, βυθίζοντάς το σε έναν αυτάρεσκο ύπνο μέσα σε σύννεφα καταναλωτικής ηδονής.
Ο flaneur ως χασομέρης
Χαρακτηριστικά, η απραξία που απαιτεί κατά βάθος αυτό το παιχνίδι απλοποίησης των πάντων αποδίδεται με τη φράση «να είσαι flaneur». Ο όρος αυτός, όμως (flaneur=περιπατητής), έχει ιστορικό βάθος. Ο «flaneur», ένας χαλαρά και στοχαστικά περιπλανώμενος παρατηρητής στους αστικούς δημόσιους χώρους, παρουσιάστηκε εμπνευσμένα από ποιητές και θεωρητικούς, όπως ο Σαρλ Μποντλέρ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ομως η Εμιλι και η ανέμελη παρέα της τον καταργούν εύκολα, με μια ατάκα: «flaneur, δηλαδή χασομέρης»!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News