5876
Επεισόδιο του ελληνικού αγώνα, από τον Eugene Delacroix (1856). | Εθνική Πινακοθήκη

10 αλήθειες για την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Αριστείδης Χατζής Αριστείδης Χατζής 24 Μαρτίου 2025, 17:55
Επεισόδιο του ελληνικού αγώνα, από τον Eugene Delacroix (1856).
|Εθνική Πινακοθήκη

10 αλήθειες για την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Αριστείδης Χατζής Αριστείδης Χατζής 24 Μαρτίου 2025, 17:55

Γνωρίζουμε πολύ λιγότερα από ό,τι θα έπρεπε για την Επανάσταση του 1821, αλλά και αυτά που γνωρίζουμε είναι συχνά λανθασμένα ή διαστρεβλωμένα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους: Καταρχάς στον τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας στη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση. Έπειτα, στην κακής ποιότητας «δημαγωγική» ιστοριογραφία που κυριαρχεί, ειδικά στο διαδίκτυο, γιατί είναι ευκολοχώνευτη και απλοϊκή καθώς αποτελεί συνδυασμό μυθολογίας και συνωμοσιολογίας. Όμως βασικός λόγος για το έλλειμμα γνώσης παραμένει η δυσκολία να γίνει κατανοητό στην ολότητά του ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο όπως η Ελληνική Επανάσταση. Πέραν της στρατιωτικής του διάστασης, όλες οι άλλες (πολιτική, ιδεολογική, διπλωματική, κοινωνική, οικονομική), δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές ή έχουν συνδεθεί με απλουστευτικές ερμηνείες και ιδεοληψίες. Ακόμα και η κατανόηση της στρατιωτικής διάστασης είναι λειψή, όταν δεν περιλαμβάνει μια καλή εικόνα των ναυτικών επιχειρήσεων και του ρόλου που έπαιξε ο ελληνικός εμπορικός στόλος στις ναυμαχίες αλλά και στο εμπόριο.

Σήμερα έχουμε μια πολύ καλύτερη εικόνα για την Ελληνική Επανάσταση από αυτή που είχαμε πριν 30 χρόνια. Αυτό οφείλεται σε μια σημαντική στροφή της σύγχρονης ιστοριογραφίας προς την ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Με επικεφαλής κορυφαίους έλληνες ιστορικούς, τον Σπύρο Ασδραχά, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον Φίλιππο Ηλιού και τον Βασίλη Κρεμμυδά, ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές συνεισέφεραν ένα μεγάλο σε όγκο έργο που, κυριολεκτικά, ανέτρεψε στερεότυπα και μύθους και αποδόμησε προβληματικές ερμηνείες. Επιπλέον, τα τελευταία πέντε χρόνια, με αφορμή την επέτειο των 200 ετών, εκδόθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλίων υψηλής ποιότητας. Τα σημαντικότερα από αυτά τα καταγράφω σε ένα δεύτερο συνοδευτικό κείμενο και σας συστήνω να τα διαβάσετε, αν πραγματικά θέλετε να γνωρίσετε σε βάθος την Ελληνική Επανάσταση.

Δύο αιώνες μετά πρέπει να έχουμε την εθνική αυτοπεποίθηση και την επιστημονική ακεραιότητα να αντιμετωπίσουμε το επαναστατικό φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις. Έχουμε, επιπλέον, την ηθική υποχρέωση απέναντι σε όσες και όσους συνέβαλαν στην επιτυχία της Επανάστασης να μην τους αντιμετωπίζουμε σχηματικά, δισδιάστατα και αντιεπιστημονικά.

Στο κείμενο που ακολουθεί θα απαντήσω σε δέκα ερωτήματα που θα σας βοηθήσουν να καταλάβετε καλύτερα τι συνέβη στην Ελληνική Επανάσταση.

1. Πότε ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση και πού;

Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε στα τέλη Φεβρουαρίου 1821 στη Μολδαβία. Στις 22.2.1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον ποταμό Προύθο που χώριζε τη Ρωσική Βεσσαραβία από την υποτελή στους Οθωμανούς ημιαυτόνομη Ηγεμονία της Μολδαβίας. Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την Ελληνική Επανάσταση στο Ιάσιο και δημοσίευσε τη γνωστή προκήρυξη («Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»).

Η προκήρυξη του Υψηλάντη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» (Γενικά Αρχεία του Κράτους)

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα ξέσπασε η Επανάσταση στη βόρεια και τη νότια Πελοπόννησο (Καλάβρυτα, Μάνη), σχεδόν ταυτόχρονα. Δεν έχει κανένα νόημα να συζητάμε σήμερα για το ποια περιοχή στην Πελοπόννησο έχει τα πρωτεία. Διότι ακόμα και ο τρόπος που ξεκινά η Επανάσταση είναι όχι μόνο πρόωρος αλλά και ιδιόμορφος. Ενώ είναι πιθανόν (δεν υπάρχουν πειστικά τεκμήρια) πως είχε οριστεί ως ημέρα ταυτόχρονης εξέγερσης η 25η Μαρτίου (διότι οι Έλληνες θα συγκεντρώνονταν σε εκκλησίες και πανηγύρια και θα μπορούσαν εύκολα να κινητοποιηθούν), τελικώς οι φήμες, οι υποψίες των Οθωμανών και οι ετοιμότητες των Ελλήνων αλλά και οι προσωπικοί σχεδιασμοί ηγετών οδήγησαν στις πρώτες αψιμαχίες και στην είσοδο των επαναστατών σε μεγάλες πόλεις (Πάτρα, Καλαμάτα), νωρίτερα από την καθορισμένη ημερομηνία. Στην Αγία Λαύρα στις 25.3.1821 δεν έγινε κάτι το ιδιαίτερο αλλά η εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας δεν είναι τόσο λανθασμένη. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα και κήρυξε την Επανάσταση, μάλλον στις 24 Μαρτίου, μπροστά στο ναό του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα.

2. Ποιοι ήταν αυτοί που επαναστάτησαν και γιατί το έκαναν;

Η Ελληνική Επανάσταση κινητοποίησε τον λαό που κατοικούσε στις επαναστατημένες περιοχές και ξεσηκώθηκε την Άνοιξη ή το Καλοκαίρι του 1821. Αλλά για τους περισσότερους από τους αγρότες, κτηνοτρόφους, τεχνίτες, μικρέμπορους, ακόμα και ναυτικούς που ξεσηκώθηκαν δεν μπορούμε να ισχυριστούμε σοβαρά πως είχαν κατασταλαγμένη εθνική συνείδηση. Οι περισσότεροι από τους χωρικούς που αγωνίζονταν για τον καθημερινό επιούσιο, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχαν ποτέ ακούσει ή κατανοήσει τη λέξη «Έλληνας». Αν και οι πιο πολλοί μιλούσαν κάποια εκδοχή της ελληνικής γλώσσας, πολλοί άλλοι μιλούσαν Αλβανικά, Βλάχικα ακόμα και Σλαβικά. Όλοι, όμως, αυτοί υιοθέτησαν ένα ελληνικό επαναστατικό πρόγραμμα ή μάλλον βρήκαν θέση μέσα σ’ αυτό.

Είχαν μια κοινή ταυτότητα; Ναι, σχεδόν όλοι τους (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Όσοι από αυτούς είχαν μια εθνοτική συνείδηση (κυρίως οι κάτοικοι αστικών και ημιαστικών κέντρων και οι ναυτικοί), θα χαρακτήριζαν τον εαυτό τους «Ρωμιό». Αλλά και γι’ αυτούς είναι αμφίβολο αν είχαν μια συνολική εικόνα του Ελληνισμού κι αν θεωρούσαν πως ανήκουν στην ίδια νοερή κοινότητα, ανεξάρτητα αν κατοικούσαν στις Σέρρες, στην Κύπρο, στη Χίο ή στη Γαστούνη. Όπως διηγείται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:

«Υπήρχαν άνθρωποι που δεν γνώριζαν άλλο χωριό πέραν όσων απείχαν μία ώρα από το δικό τους. Στο μυαλό τους είχαν τη Ζάκυνθο ως το μακρυνότερο μέρος του κόσμου. Τους φαινόταν η Ζάκυνθος όπως μας φαίνεται τώρα η Αμερική».

Βοσκός από την Αρκαδία. Από το βιβλίο του Otto Magnus von Stackelberg, Costumes & Usages des Peuples de la Grèce, 1828 (Ωνάσειος Βιβλιοθήκη / ψηφιακό)

Όταν ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης έφτασε στην Τριπολιτσά, λίγο μετά την άλωση της πόλης από τους Έλληνες, για να ζητήσει βοήθεια για την Επανάσταση στον Όλυμπο, σοκαρίστηκε, όχι μόνο με την αδιαφορία που συνάντησε, αλλά κυρίως όταν διαπίστωσε ότι οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν ακουστά πως υπήρχε ένα βουνό μ’ αυτό το όνομα.

Ολοι; Οχι όλοι βέβαια. Ο Κολοκοτρώνης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Δημήτριος Υψηλάντης (ο μόνος που βοήθησε, τελικώς, τον Κασομούλη) ήξεραν καλά τι είναι και πού βρίσκεται ο Ολυμπος. Αποτελούσαν μέρος των ελίτ που οργάνωσαν την Επανάσταση ή συμμετείχαν σ’ αυτήν: Εμποροι (Σέκερης), Προεστοί (Ζαΐμης), διανοούμενοι (Πολυζωίδης), Επίσκοποι (Ησαΐας Σαλώνων), Αρχιμανδρίτες (Παπαφλέσσας) και διανοούμενοι ιερωμένοι (Βενιαμίν ο Λέσβιος), Φαναριώτες (Νέγρης), εμποροϋπάλληλοι που εργάζονταν σε ευρωπαϊκές πόλεις (Αναγνωστόπουλος), πλοιοκτήτες (Μπουμπουλίνα), καπετάνιοι (Μιαούλης) και φυσικά άνθρωποι των όπλων, όπως οι αρματολοί (Ανδρούτσος), αρκετοί με εμπειρία μισθοφόρου σε ευρωπαϊκά στρατεύματα (Αναγνωσταράς), ακόμα και έμπειροι επαναστάτες (Περραιβός) ή γυναίκες που ξεπέρασαν τους έμφυλους περιορισμούς κάνοντας εντελώς ανορθόδοξες επιλογές ζωής (Μαυρογένη).

Χριστόφορος Περραιβός, άγνωστου καλλιτέχνη (Εθνικό & Ιστορικό Μουσείο)

Αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί που οργάνωσαν την Επανάσταση, σχεδόν στο σύνολό τους, είχαν διαμορφώσει εθνική συνείδηση διότι είχαν διαβάσει, μάθει, ακούσει, είχαν εμπειρίες, διέθεταν τον χρόνο να σκεφτούν και τις ευκαιρίες να αναρωτηθούν. Η εθνική τους συνείδηση διαμορφώθηκε μέσα στο πλαίσιο του ιδιαίτερα πετυχημένου, αν και συκοφαντημένου, Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αυτοί οργάνωσαν την Ελληνική Επανάσταση, αυτοί έστησαν τη Φιλική Εταιρεία και σ’ αυτούς έπεσε ο κλήρος να ξεσηκώσουν τους Ρωμιούς και να μετατρέψουν τους επαναστατημένους χωρικούς σε πρόσωπα που αισθάνονται και είναι Ελληνες μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια. Η επιτυχία τους ήταν τόσο εντυπωσιακή που μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο οι επαναστατημένοι δεν αισθάνονταν απλώς Ελληνες αλλά μπορούσαν να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν έννοιες όπως «εθνική ανεξαρτησία», «σύνταγμα», «ευνομία.»

Την ιδέα για την Επανάσταση και τα καύσιμα για την οργάνωση και τη διάδοσή της, την είχαν κυρίως άνθρωποι από τα μεσαία αστικά στρώματα. Οι έμποροι και οι εμποροϋπάλληλοι, μαζί με τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους διανοούμενους ξεπερνούν το 70% των μελών της Εταιρείας. Ήταν, δηλαδή, σαφέστατα αστοί και μάλιστα του παροικιακού ελληνισμού. Έτσι η Ελληνική Επανάσταση όχι μόνο δεν ήταν ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός αλλά αντιθέτως αποτελεί μια από τις καλύτερα οργανωμένες εξεγέρσεις της Εποχής των Επαναστάσεων. Το μέγεθος της επιτυχίας της φαίνεται από τον τρόπο που, ως ηλεκτρικό ρεύμα, διαδίδεται η Επανάσταση την Άνοιξη του 1821 από την Ήπειρο μέχρι τη Σάμο και από τη Χαλκιδική μέχρι την Κρήτη. Η έναρξή της και μόνο, ταυτόχρονα, σε τόσα πολλά και ασύνδετα γεωγραφικώς σημεία αποτελεί έναν ηράκλειο άθλο αλλά και μάρτυρα της καλής προετοιμασίας (παρά την άδικη μεταγενέστερη κριτική).

Ο λαός ακολούθησε από την πρώτη στιγμή. Όχι πάντα στο σύνολό του. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων θα υποστεί τον πόλεμο, την προσφυγιά, την πείνα, τις επιδημίες, το δουλεμπόριο, τις ωμότητες, την αυθαιρεσία αλλά θα αντέξει. Η αντοχή των γεωργών, των κτηνοτρόφων, των ναυτών, των τεχνιτών, των μικρεμπόρων και των απλών πολεμιστών, αποτέλεσε τον σημαντικότερο παράγοντα για την τελική επιτυχία.

3. Γιατί η Επανάσταση ξέσπασε το 1821;

Καταρχάς ας ξεχάσουμε την παιδαριώδη εικόνα που διδασκόμαστε στο σχολείο. Ότι ο «ελληνικός λαός» εξεγειρόταν αδιάκοπα από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα αλλά τελικά πέτυχε η τελευταία του προσπάθεια. Η Ελληνική Επανάσταση διαφέρει από κάθε προηγούμενη εξέγερση από πάρα πολλές απόψεις: από τα νεωτερικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της, από την οργανωτική της τεχνολογία, από τον τρόπο που έβλεπαν οι επαναστάτες τον εαυτό τους, από το εθνικό αλλά και το πολιτικό όραμα που είχαν. Οι προηγούμενες εξεγέρσεις ήταν οι περισσότερες τοπικές, είχαν ως στόχο την προστασία ή τη διεκδίκηση προνομίων, συχνά εξυπηρετούσαν τους σκοπούς δυνάμεων όπως η Βενετία ή η Ρωσία. Ακόμα και οι τελευταίες εξεγέρσεις που τοποθετούνται χρονικά κοντά στο 1821 (κυρίως τα Ορλωφικά), έχουν μεγάλες διαφορές καθώς καταστρώνονται μέσα στο αυτοκρατορικό πλαίσιο: οι εξεγερμένοι ελπίζουν απλώς να αλλάξουν κυρίαρχο, να ενταχθούν σε μια χριστιανική αυτοκρατορία, με ένα ευμενέστερο θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο.

Όμως το αυτοκρατορικό πλαίσιο αρχίζει να έχει ρωγμές μετά την Αμερικανική και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους. Όταν οι επαναστατημένοι Γάλλοι και ιδίως ο Ναπολέοντας θα καταλάβουν τα Επτάνησα, η Δυτική Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη. Αλλά ακόμα και τότε είναι νωρίς για ένα καθαρόαιμα εθνικό όραμα. Στο μεταίχμιο βρίσκεται ο Ρήγας που, αν και ελπίζει στην ενίσχυση των Γάλλων και ονειρεύεται μια πολυεθνική δημοκρατική αυτοκρατορία (και όχι το εθνικό κράτος της Φιλικής) είναι αυτός που θα έχει πρώτος την ιδέα μιας κανονικής επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο πως παρά την αποτυχία του θα είναι τόσο επιδραστικός.

Ο 42χρονος Ιωάννης Καποδίστριας, από τον Thomas Lawrence, 1818-1819. (University of Edinburgh)

Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων θα υπάρξει μια θετική συγκυρία για τον Ελληνισμό. Ο Ιωάννης Καποδίστριας θα ανέλθει στη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας. Την ίδια περίοδο ο Αδαμάντιος Κοραής, που ζει στο Παρίσι, θα αναδειχθεί σε πνευματικό ηγέτη της πιο προοδευτικής (πολιτικά, θεσμικά, κοινωνικά ακόμα και γλωσσικά) μερίδας των Ελλήνων διανοουμένων. Ο Καποδίστριας και ο Κοραής (με τη βοήθεια του Ανθιμου Γαζή και της Ρωξάνδρας Στούρτζα) θα ξεκινήσουν ένα πολύ φιλόδοξο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τον Ελληνισμό που θα έχει ως στόχο την προετοιμασία μιας ελίτ του πνεύματος που θα αποτελέσει την κρίσιμη μάζα που θα είναι απαραίτητη για ένα ελληνικό κράτος, όταν, βέβαια, έρθει η ώρα αυτό να διεκδικηθεί. Πάντως, θεωρούν, πως αυτό δεν πρέπει να γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1820. Το σχέδιο είναι σώφρον και μακροπρόθεσμο.

Μια άλλη θετική συγκυρία είναι οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ξεκίνησαν, αμέσως μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με τον Σελίμ Γ’ και θα συνεχιστούν μετά την αποτυχία του, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα από τον Μαχμούτ Β’, τον Σουλτάνο που βασιλεύει στη διάρκεια της Επανάστασης. Η βασικότερη μεταρρύθμιση που αναταράζει την αυτοκρατορία και γεννά συνεχώς μέτωπα για τον Σουλτάνο είναι η προσπάθειά του να περιορίσει ή και να συντρίψει τους τοπικούς ισχυρούς άρχοντες που διεκδικούν αυτονομία από την Πύλη. Δεν είναι τυχαίο πως την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης αποτέλεσαν οι προεστοί της Πελοποννήσου, οι οποίοι έβλεπαν τους τοπικούς ισχυρούς άρχοντες (provincial power-brokers), σε ολόκληρη την αυτοκρατορία να έχουν στοχοποιηθεί από την Πύλη και γι’ αυτό να έχουν ξεσηκωθεί σχεδόν παντού –διότι οι πηγές των εσόδων τους περνούσαν στα χέρια των κεντρικών κρατικών αρχών. Οι προεστοί του Μοριά συνειδητοποίησαν πως σύντομα θα έρθει και η δική τους σειρά.

Όλα αυτά αποτελούν τα «πεδία πυκνότητας της πολιτικής σύγκρουσης», όπως τα ονομάζει ο μεγάλος ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, που θα προσφέρουν τις αφορμές και θα οδηγήσουν στην Επανάσταση.

Ο Αλή Πασάς από τον Adam Friedel, 1832 (Ίδρυμα Αικ. Λασκαρίδη)

Αλλά ο πλέον επικίνδυνος αντίπαλος για την Πύλη ήταν ο Αλή Πασάς. Ετσι, η σύγκρουση της Πύλης μαζί του, έδωσε στη Φιλική Εταιρεία την ευκαιρία να αποφασίσει να ξεκινήσει την Επανάσταση αρχικά το φθινόπωρο του 1820 και τελικώς στις αρχές του 1821. Η ευκαιρία ήταν τόσο μεγάλη που η οργάνωση (και ο αρχηγός της, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης) δεν θέλησαν να τη σπαταλήσουν, παρά την αρνητική διεθνή συγκυρία, καθώς είχαν ξεσπάσει σχεδόν ταυτόχρονα άλλες τέσσερεις επαναστάσεις το 1820-21 στην Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο που είχαν ανησυχήσει ιδιαίτερη την Ιερή Συμμαχία. Κάνουμε συχνά το λάθος να αποσυνδέουμε εντελώς την Ελληνική Επανάσταση από τις εξεγέρσεις που ξεσπούν ταυτόχρονα στον Μεσογειακό Νότο. Αλλά θα πρέπει να παραδεχθούμε πως, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούν ένα πολιτικό κλίμα που επηρεάζει αρκετά τις ελληνικές ελίτ, ιδιαίτερα όσους έχουν επαφές με ριζοσπαστικές φιλελεύθερες ομάδες, τον καρμποναρισμό, τον ελεύθερο τεκτονισμό αλλά και τα μισθοφορικά δίκτυα.

4. Οταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, είχε προϋποθέσεις επιτυχίας;

Οχι. Το αντίθετο, ήταν μια μετέωρη επανάσταση. Και πάλι ο Κολοκοτρώνης περιγράφει λιτά και περιεκτικά την κατάσταση:

Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Αλλά αν δεν ήμασταν τρελοί δεν θα κάναμε την επανάσταση. Γιατί θα είχαμε λογαριάσει πρώτα τα πολεμοφόδια, το ιππικό, το πυροβολικό, τις πυριτιδαποθήκες, τα φυσίγγια μας. Θα είχαμε λογαριάσει τη δική μας δύναμη και τη δύναμη των Τούρκων. Τώρα που νικήσαμε, που τελειώσαμε με το καλό τον πόλεμό μας, μας μακαρίζουν και μας παινεύουν. Αν είχαμε αποτύχει όμως θα δεχόμασταν κατάρες και αναθέματα.

Οχι μόνο ο Κολοκοτρώνης αλλά και οι σημαντικότεροι Έλληνες της εποχής, οι πιο σώφρονες, αυτοί που είχαν μια καλή εικόνα των ευρωπαϊκών ισορροπιών, θεωρούσαν την Επανάσταση, εκείνη τη στιγμή, ένα μεγάλο πολιτικό λάθος που θα είχε τραγικά αποτελέσματα: ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, συμφωνούσαν πως η Επανάσταση έγινε εσπευσμένα, πρόχειρα, χωρίς τις ελάχιστες προϋποθέσεις επιτυχίας. Το ίδιο πίστευε ένας έμπειρος επαναστάτης, ο Χριστόφορος Περραιβός αλλά και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όπως και οι περισσότεροι προεστοί του Μοριά. Γι’ αυτό δεν ήθελαν να εμπιστευτούν ανθρώπους που θεωρούσαν «επιπόλαιους τυχοδιώκτες», σαν τον Παπαφλέσσα. Αλλά τελικώς μπήκαν στην Επανάσταση ολοκληρωτικά, όπως και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, η μοναδική μεγάλη προσωπικότητα με πολιτική εμπειρία που αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα και να μην παραμείνει θεατής στην Ευρώπη.

O 36χρονος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Krazeisen Karl, 1828 (Εθνική Πινακοθήκη)

Είχαν άδικο για τους δισταγμούς τους; Οχι βέβαια. Το διεθνές κλίμα ήταν το χειρότερο δυνατό. Δεν υπήρχε καμία δύναμη πίσω από τους Έλληνες και καμία διατεθειμένη να τους υποστηρίξει ή έστω να τους αντιμετωπίσει με θετική (φιλική) ουδετερότητα ή να αναγνωρίσει τον αγώνα τους. Οι πρακτικές ελλείψεις ήταν αυτές που περιγράφει ο Κολοκοτρώνης. Θα προσθέσω άλλα δύο βασικά ελλείμματα: δεν υπήρχε στρατός να πολεμήσει, καθώς οι ετοιμοπόλεμοι Έλληνες με κάποια εμπειρία ήταν ελάχιστοι και βρίσκονταν κυρίως στη Ρούμελη· δεν υπήρχαν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι. Αλλά η Επανάσταση ξέσπασε, οι χωρικοί έγιναν πολεμιστές και οι Προεστοί και οι πλοιοκτήτες τη χρηματοδότησαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι οικονομικές δραστηριότητες (κυρίως το θαλάσσιο εμπόριο) συνεχίστηκαν, αν και με δυσκολίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.

Ένας διανοούμενος και αργότερα ιστορικός της Επανάστασης, ο Ιωάννης Φιλήμων, χρόνια μετά το τέλος της, έδωσε μια καλή απάντηση σε όσους ισχυρίζονταν ότι αυτή ξεκίνησε πρόωρα:

«Υπήρχε άραγε κάποια εγγύηση ότι η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη θα γινόταν ευνοϊκότερη για τον ελληνικό αγώνα; Το πρόβλημα με τους δήθεν «συνετούς» ήταν οι ευσεβείς πόθοι τους για ένα αβέβαιο μέλλον».

Εχει δίκιο ο Φιλήμων. Ετσι γίνονται οι Επαναστάσεις. Δεν τις οργανώνουν οι σώφρονες αλλά οι ριψοκίνδυνοι.

5. Τι είδους επανάσταση είναι η Ελληνική;

Προφανώς είναι πρώτα και κύρια μια εθνική επανάσταση. Ο βασικός στόχος των επαναστατών ήταν η δημιουργία ενός εθνικού κράτους. Όχι μόνο το κατάφεραν οι Έλληνες αλλά δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένα σημείο που να συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση, να πήραν δηλαδή οι Ρωμιοί εκεί τα όπλα, και να μην ανήκει πλέον στην επικράτεια του Ελληνικού κράτους.

Αλλά η Επανάσταση ήταν επίσης Φιλελεύθερη και Δημοκρατική, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς καθώς οι ελληνικές ελίτ (ιδίως οι διανοούμενοι), ήταν επηρεασμένες από τα ευρωπαϊκά πολιτικά ρεύματα. Ο στόχος τους δεν ήταν απλώς να αποσείσουν την Οθωμανική κυριαρχία αλλά να ιδρύσουν ένα εθνικό νεωτερικό κράτος που θα αποτελούσε μια πρώιμη μορφή αυτού που ονομάζουμε σήμερα «φιλελεύθερη δημοκρατία» (ο όρος μόλις είχε προταθεί εκείνη την εποχή αλλά ήταν άγνωστος στους Έλληνες). Δηλαδή οι Έλληνες ήθελαν ένα «ευνομούμενο» κράτος και ένα είδος πολιτικής οργάνωσης που θα προστάτευε την ελευθερία τους. Οι περισσότεροι θα ήταν ικανοποιημένοι με μια συνταγματική μοναρχία αλλά υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ριζοσπαστών φιλελεύθερων που είχαν ως πολιτειακό πρότυπο την αβασίλευτη Αμερικανική δημοκρατία. Αυτοί οι τελευταίοι, πέτυχαν να υιοθετήσουν το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα στον κόσμο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Το Σύνταγμα αυτό ίσχυσε και εφαρμόστηκε για επτά μήνες αλλά καταργήθηκε στις αρχές του 1828. Όμως ενώ ακολούθησαν δεκαέξι χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης, οι Έλληνες διεκδίκησαν και απέκτησαν ξανά Σύνταγμα, το 1843, πολύ νωρίτερα από πολλά ευρωπαϊκά έθνη (που διεκδίκησαν Συντάγματα το 1848) ενώ με το Σύνταγμα του 1864 οι Έλληνες βρέθηκαν στην πρωτοπορία της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά η νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα έχει μια από τις μακροβιότερες ιστορίες αντιπροσωπευτικών θεσμών στον κόσμο. Αυτή είναι η πολιτική, η θεσμική και η ιδεολογική κληρονομιά της Ελληνικής Επανάστασης.

Ελληνικές σημαίες, σχεδιασμένες από Έλληνες το 1827 (Αρχείο Stratford Canning/Βρετανικά Εθνικά Αρχεία/Αρχείο Αριστείδη Ν. Χατζή)

Φυσικά η Ελληνική Επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα καθώς όλοι οι επαναστάτες ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και θρησκευόμενοι ενώ οι αντίπαλοί τους ήταν Μουσουλμάνοι. Όμως η Επανάσταση παρουσιάστηκε από τους Έλληνες και τους Φιλέλληνες όχι ως Επανάσταση Ορθόδοξων αλλά ως μια πολιτισμική σύγκρουση – και, βέβαια, είχε και αυτό το χαρακτηριστικό. Για τους Ευρωπαίους από τη μια πλευρά ήταν οι «λευκοί», χριστιανοί, Ευρωπαίοι και «πολιτισμένοι» Ελληνες ενώ από την άλλη πλευρά οι «σκουρόχρωμοι» ή και «μαύροι», μουσουλμάνοι, Ασιάτες και «βάρβαροι» Τούρκοι.

Αυτή η εικόνα οφείλει πολλά στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που από την πρώτη στιγμή, από την άνοιξη του 1821, φροντίζει να παρουσιαστεί η Ελληνική Επανάσταση στον βρετανικό και τον γαλλικό Τύπο (με τη βοήθεια του Πέρσι και της Μαίρης Σέλεϊ) ως η «σύγκρουση του Σταυρού με την Ημισέληνο».

Ο τρόπος αυτός παρουσίασης της σύγκρουσης ήταν απολύτως επιτυχημένος και άντεξε στη δοκιμασία της πραγματικότητας που ήταν πολύ πιο σύνθετη και ανατρεπτική αυτής της μανιχαϊστικής εικόνας. Έτσι, ήδη από το 1824, το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών εφημερίδων αντιμετώπιζε θετικά ή ουδέτερα τους Ελληνες και με μίσος ή περιφρόνηση του Οθωμανούς. Αρχισε, με αυτό τον τρόπο λοιπόν, να κερδίζεται το παιχνίδι στη δημόσια σφαίρα – θα κερδηθεί ολοκληρωτικά το 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου.

Η Mary Shelley αναγγέλλει την Επανάσταση στην ετεροθαλή αδελφή της (Αρχείο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης/Αρχείο Αριστείδη Ν. Χατζή)

Η Ελληνική Επανάσταση, μια γνήσια και ριζοσπαστική επανάσταση, με τόσο νεωτερικά χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσε παρά να έχει και κοινωνικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα καθώς οι μαχητές ήταν κυρίως αγρότες που προσέβλεπαν στην αναδιανομή της γης. Η Επανάσταση, από τον πρώτο χρόνο, έχει συγκρούσεις με τοπικά, περιφερειακά αλλά και με ταξικά χαρακτηριστικά, όπως άλλωστε όλες οι εθνικές επαναστάσεις. Αυτή η πρώιμη «ταξική» σύγκρουση θα φτάσει στο απόγειό της το 1823 αλλά θα εκφυλιστεί γρήγορα σε μια παραδοσιακή σύγκρουση ισχυρών ομάδων που κι αυτή, όμως, θα έχει ταξικά χαρακτηριστικά, όσο αδρά κι αν είναι αυτά. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι οι συμμαχίες και οι αντιπαλότητες είναι πάντοτε ασταθείς σε ένα τόσο ρευστό σύστημα.

6. Είναι η Ελληνική Επανάσταση μια ιστορία επιτυχιών;

Οχι. Οι μεγάλες και αποφασιστικές επιτυχίες στην ξηρά θα επιτευχθούν όλες μέχρι τον Δεκέμβριο του 1822. Κυρίως, (α) η αποφασιστική νίκη στα Βασιλικά, που οφείλεται στον Γιάννη Γκούρα, (β) η πολιορκία και η άλωση της Τριπολιτσάς και η νίκη στα Δερβενάκια, που οφείλονται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, (γ) η επιτυχημένη υπεράσπιση του Μεσολογγίου, κατά την πρώτη πολιορκία, που οφείλεται στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη.

Από εκεί και πέρα και ενώ υπάρχουν αρκετά σημαντικές νίκες (αλλά και ήττες), ιδίως στη θάλασσα, η περίοδος 1823-1824 είναι η περίοδος της σταθεροποίησης και της εμφύλιας σύρραξης, που την επέτρεψε ο εφησυχασμός από τις προηγούμενες νίκες. Το καλοκαίρι του 1824 οι καταστροφές της Κάσσου και των Ψαρών αλλά κυρίως η απόβαση του Ιμπραήμ και η επέλασή του στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1825, αποτελούν τα εναρκτήρια λακτίσματα για την αντίστροφη μέτρηση που φαίνεται να οδηγεί σε αναπόφευκτη στρατιωτική ήττα.

Το βασικό πρόβλημα των Ελλήνων δεν ήταν η εμφύλια σύρραξη αλλά η αδυναμία οργάνωσης του στρατεύματος και των στρατοπέδων ενώ είχαν το χρονικό περιθώριο και πόρους για να το πετύχουν έγκαιρα. Αν εξαιρέσουμε τη μέχρι ένα βαθμό επιτυχημένη ανάσχεση του Ιμπραήμ από τον Κολοκοτρώνη (η οποία όμως είχε τα όρια και τις αντοχές της) και την αρχικώς ιδιαίτερα επιτυχημένη αλλά τελικώς αποτυχημένη εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη για να προστατεύσει την Αθήνα, η ιστορία της περιόδου 1825-1827 είναι γεμάτη από σκληρές ήττες: υποχώρηση στην Πελοπόννησο, σβήσιμο της Επανάστασης στην Κρήτη, πτώση Μεσολογγίου, ήττα στον Ανάλατο (η χειρότερη και με τις μεγαλύτερες απώλειες), παράδοση Ακρόπολης, προσφυγοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των Ελληνίδων και των Ελλήνων, αδυναμία αναδιοργάνωσης και αντεπίθεσης.

Η μάχη της Ακρόπολης, Gosse Nicolas-Louis-Francois, 1827 (Εθνική Πινακοθήκη)

Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο του 1827 ο Ιμπραήμ σχεδίαζε απόβαση στην Ύδρα. Αν πραγματοποιούσε το σχέδιό του και πετύχαινε, η Επανάσταση θα κατέρρεε καθώς το Ναύπλιο και η Κόρινθος θα ήταν πλέον περικυκλωμένες, ιδίως εάν ο Κιουταχής ή ο διάδοχός του περνούσε τον Ισθμό.

7. Γιατί έγινε η εμφύλια σύρραξη; Και γιατί την ονομάζεις έτσι;

Η εμφύλια σύρραξη που έλαβε χώρα σε δύο φάσεις, μέσα στο 1824 κυρίως, δεν ήταν εμφύλιος πόλεμος. Ήταν μια πολιτική σύγκρουση που έλαβε και ένοπλη μορφή αλλά είχε ελάχιστες μάχες, περισσότερες αψιμαχίες, λίγα θύματα, αρκετές βιαιότητες, περισσότερες τελετουργικές συγκρούσεις.

Ήταν απολύτως βέβαιο πως θα υπάρξει εμφύλια σύγκρουση γιατί κάθε επανάσταση εμπεριέχει και έναν εμφύλιο. Καθώς καταρρέει η προηγούμενη δομή εξουσίας, δηλαδή το «παλαιό καθεστώς», οι δυνάμεις που το ανατρέπουν θα συγκρουστούν μεταξύ τους για τον έλεγχο της εξουσίας. Ειδικά στην ελληνική περίπτωση οι δυνάμεις αυτές δεν ήταν ομοιογενείς και καμία δεν είχε ένα καθοριστικό πλεονέκτημα. Αλλά η σύγκρουση είχε και ιδεολογικές και κοινωνικές διαστάσεις που δεν πρέπει να υποτιμηθούν.

Μια εσωτερική σύγκρουση στη διάρκεια μιας Επανάστασης δεν είναι, λοιπόν, μόνο αναμενόμενη, πιθανόν να είναι και επιθυμητή. Διότι έτσι ξεκαθαρίζουν τα πράγματα, μια συγκροτημένη ομάδα αναλαμβάνει την εξουσία και κατευθύνει την Επανάσταση. Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης η εμφύλια σύρραξη δεν αποδυνάμωσε τους Έλληνες, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά τους βοήθησε να ξεπεράσουν, τουλάχιστον προσωρινά, τα διακυβεύματα μικρότερης αξίας και να προσηλωθούν στον κύριο στόχο, αναγνωρίζοντας όλοι, για πρώτη φορά, ότι η Επανάσταση πρέπει να έχει ένα κεντρικό σημείο διοίκησης που θα είναι πολιτικό. Το νέο επαναστατικό κράτος, από το τέλος του 1824 και μετά έχει μια ισχυρή κεντρική εξουσία, δεν είναι ομοσπονδιακό, απορρίπτει πλήρως τις προτάσεις για αυτονομία με υποτέλεια στον Σουλτάνο – αλλά υπό την επιρροή της Ρωσίας –, δεν είναι παραδοσιακό και ολιγαρχικό αλλά όσο δημοκρατικό και φιλελεύθερο θα μπορούσε να είναι στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο της Ευρώπης με τα δεδομένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Άλλωστε οι Έλληνες ξεπέρασαν ταχύτατα το «εμφυλιακό τραύμα», δεν έγιναν δίκες, δεν έγινε καμία εκτέλεση και όχι μόνο δεν περιθωριοποιήθηκε καμία ομάδα αλλά έγινε το ακριβώς αντίθετο: ένα χρόνο αργότερο οι «χαμένοι» του Εμφυλίου όχι μόνο ενσωματώθηκαν πλήρως στη Διοίκηση αλλά ένας από αυτούς, ο Ανδρέας Ζαΐμης, θα αναλάβει την προεδρία μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» με έκτακτες εξουσίες. Τα δε στρατεύματα θα τα διοικούν δύο άνθρωποι που βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα το 1824, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο πρώτος θα κυριαρχήσει πολιτικά στην τρίτη Εθνοσυνέλευση που αρχίζει σχεδόν ταυτόχρονα με την προσπάθεια των Ελλήνων να ανασυνταχθούν για να αντιμετωπίσουν το φοβερό ενδεχόμενο να καταρρεύσει η Επανάσταση υπό την ασφυκτική πίεση του Ιμπράημ.

8. Πώς όμως, τελικώς, και γιατί πέτυχε η Επανάσταση;

Η Ελληνική Επανάσταση πέτυχε κυρίως γιατί ο ελληνικός λαός, που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του Αγώνα, άντεξε σχεδόν εννιά χρόνια. Αν διαβάσετε τα απομνημονεύματα, τις αναφορές, την αλληλογραφία, τα κείμενα των φιλελλήνων, θα διαπιστώσετε πόσο δύσκολη, επικίνδυνη και συχνά οδυνηρή ήταν η καθημερινότητα για όσες και όσους ζούσαν στον επαναστατημένο χώρο, πόσο πολύπλοκες οι σχέσεις και πόσο εύθραυστες οι ισορροπίες. Όμως τα κατάφεραν να αντέξουν και όχι μόνο αυτό: σχεδόν το σύνολο των αγωνιστών ήταν αποφασισμένο να συνεχίσει τη μάχη μέχρι το τέλος. Όχι γιατί ήταν αιθεροβάμονες ή ρομαντικοί αλλά γιατί γνώριζαν, ήδη από το 1824, ότι θα δοθεί πολιτική λύση με πρωτοβουλία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρκεί να άντεχαν μέχρι τότε.

Όταν, λοιπόν, έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας στις αρχές του 1828 στον επαναστατημένο χώρο, όμως μετά το τέλος της Επανάστασης, ο χώρος αυτός ήταν καταστραμμένος και κυριολεκτικά ισοπεδωμένος. Οι επαναστάτες δεν είχαν αποτύχει, το ακριβώς αντίθετο. Απλώς ήταν πλέον, από κάθε άποψη, εξαντλημένοι.

Οι αρχικές επιτυχίες της Επανάστασης οφείλοντα σε πολλούς παράγοντες αλλά ένας από αυτούς ήταν η αδυναμία των Οθωμανών να κινητοποιήσουν στρατεύματα. Είτε διότι έπρεπε αυτά να παραμείνουν στα βόρεια Βαλκάνια και γύρω από την Κωνσταντινούπολη για να την προστατεύουν από τη ρωσική απειλή, είτε διότι ήταν απασχολημένα σε άλλες συγκρούσεις (κυρίως στο μέτωπο με την Περσία) και τοπικές εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή, είτε γιατί δεν μπορούσαν να μεταφερθούν εύκολα καθώς οι Έλληνες έλεγχαν το Αιγαίο. Έτσι οι Οθωμανοί βασίστηκαν σε μισθοφόρους, κυρίως Αλβανούς μουσουλμάνους και αργότερα στους Αιγύπτιους.

Αυτόγραφο διάταγμα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ της 1ης Ιουνίου 1824 με θέμα την απασχόληση Αλβανών μισθοφόρων (Από το αρχείο του Σουκρού Ιλιτζάκ που τον ευχαριστώ για την παραχώρηση)

Βέβαια, μια αυτοκρατορία θα μπορούσε σχετικώς εύκολα να αντιμετωπίσει μια εξέγερση καθόλου καλά προετοιμασμένη και από την πρώτη στιγμή διεθνώς απομονωμένη. Αλλά η Επανάσταση είχε στη διάθεσή της ένα εντυπωσιακό ανθρώπινο δυναμικό: η ανομοιογένεια του Ελληνισμού ή των μελών της Φιλικής Εταιρείας οδηγούσε σε μεγάλες ασυμβατότητες και συνεχείς συγκρούσεις αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε τον κρίσιμο παράγοντα για την τελική επιτυχία καθώς τα άτομα που ενεπλάκησαν προσέφεραν γνώση και στρατηγική σκέψη, συνέβαλαν στην οργάνωση και διοίκηση των στρατευμάτων, στη θεσμική συγκρότηση και την οικοδόμηση του επαναστατικού κράτους, στη διπλωματία και τις εξωτερικές σχέσεις.

Τα ονόματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας είναι τρία:

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν αυτός στον οποίο οφείλεται η εδαφική σταθεροποίηση της Επανάστασης μετά τις στρατιωτικές του επιτυχίες το 1821-22. Ήταν υπεύθυνος για το καίριο χτύπημα στην Τριπολιτσά και για την υπεράσπιση της Επανάστασης στα Δερβενάκια. Θα πρέπει να του πιστώσουμε και τη μερική ανάσχεση του Ιμπραήμ κατά τη δύσκολη διετία (από τα μέσα του 1825 μέχρι τα μέσα του 1827). Ο Κολοκοτρώνης δεν διέθετε μόνο στρατηγική σκέψη. Γνώριζε όσο κανένας άλλος το πεδίο, τη γεωγραφία της Πελοποννήσου και τις δυνατότητες που αυτή πρόσφερε, και είχε μια πολύ πιο επεξεργασμένη εικόνα για τον πόλεμο, τον κλεφτοπόλεμο έστω, που την είχε αποκτήσει με την εμπειρία αλλά και τις παραστάσεις που απέκτησε στα 15 χρόνια που πέρασε εκτός της Πελοποννήσου.

 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον Διονύσιο Τσόκο, 1861. (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν ο υπεύθυνος για την πολιτική οργάνωση του Αγώνα ήδη από τις αρχές του 1822· μια πολιτική οργάνωση που ο βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, λόρδος Στράγκφορντ, θεώρησε game changer και προσπάθησε να προειδοποιήσει τους Οθωμανούς για τις συνέπειές της. Ο Μαυροκορδάτος συνδέεται, συνήθως, με τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά Συντάγματα αλλά η έρευνά μου έδειξε ότι ο ίδιος ήταν πιο μετριοπαθής, θα έλεγα συντηρητικός φιλελεύθερος. Όμως η ομάδα των ριζοσπαστών που είχε δίπλα του τον επηρέασε, τον έπεισε ή τον υποχρέωσε να δεχτεί θεσμικές λύσεις καινοτόμες και τελικώς τον ξεπέρασε. Η μεγαλύτερη συμβολή του έχει να κάνει με τη διεθνοποίηση του Αγώνα. Σ’ αυτόν οφείλεται η ευφυέστατη εξωτερική πολιτική της Επανάστασης. Για την ακρίβεια λειτουργούσε μόνος τους ως ένα ολόκληρο υπουργείο εξωτερικών. Η μεγάλη του επιτυχία ήταν να θέσει σε λειτουργία έναν μηχανισμό πλειοδοσίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που θα αποδώσει το μέγιστο το 1827. Η μεγαλύτερη ηθική επιβράβευσή του ήρθε όταν το καλοκαίρι του 1824 ο Μέτερνιχ ήρθε, δι’ αντιπροσώπου, σε επαφή μαζί του για να του δηλώσει, μεταξύ των άλλων, ότι διακρίνει τη γεωπολιτική του σκέψη πίσω από την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Ο τρίτος είναι ο Ανδρέας Μιαούλης, χωρίς τον οποίο η Επανάσταση θα είχε καταρρεύσει νωρίτερα. Ο Μιαούλης όργωσε το Αιγαίο και έκανε πράγματα υπεράνω των δυνάμεών του αλλά και των δυνατοτήτων του ελληνικού στόλου (π.χ. στη ναυμαχία του Γέροντα, τον Αύγουστο του 1824) για να προστατεύσει την Επανάσταση, ακόμα κι όταν η προσωπική του υγεία τον υποχρέωνε να κυβερνά κλινήρης τον στόλο.

Οι τρεις αυτοί άνδρες (αλλά και πολλοί άλλοι, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι άγνωστοι), έκαναν λάθη, είχαν ιδιοτελή κίνητρα, ήταν φιλόδοξοι και επίμονοι αλλά δεν έχασαν ποτέ τον προσανατολισμό τους, έκαναν πάντοτε αυτό που θεωρούσαν πως ήταν το καθήκον τους απέναντι στην Επανάσταση. Γιατί αυτοί οι τρεις είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την επιτυχία της.

Το φιλελληνικό κίνημα υπήρξε ένας σοβαρός συντελεστής της επιτυχίας. Ενώ δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το θάρρος των ανθρώπων που ήρθαν στον ελληνικό χώρο για να πολεμήσουν και να πεθάνουν (κυρίως Γερμανοί αλλά επίσης Ιταλοί, Γάλλοι, Βρετανοί, ακόμα και Σκανδιναβοί, Πολωνοί και Αμερικανοί), η σημαντικότερη συμβολή ήταν εκείνη του λόρδου Μπάιρον και των φιλελληνικών κομιτάτων που συνέβαλαν στη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και στην οργάνωση της πανευρωπαϊκής φιλελληνικής προπαγάνδας, ενώ εξασφάλισαν τα (απολύτως απαραίτητα και πολλαπλώς χρήσιμα) εξωτερικά δάνεια. Ίσης αξίας είναι η συμβολή του βρετανικού, του γαλλικού και του γερμανικού Τύπου που στήριξε την Ελληνική Επανάσταση με θεμιτά αλλά και αθέμιτα μέσα (fake news) και που ενοποιώντας για πρώτη φορά την ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, κινητοποίησε ένα σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής πνευματικής και πολιτικής ελίτ. Οι Times του Λονδίνου έφτασαν να γράφουν την άνοιξη του 1824 σε κύριο άρθρο τους: «Δεν θέλουμε κάποιον συμβιβασμό, επιθυμούμε την απόλυτη νίκη των Ελλήνων».

Υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση πως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχε πρόθεση από την αρχή της Επανάστασης να εξασφαλίσει την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτή η εικόνα είναι εντελώς λανθασμένη, όπως είναι ολοφάνερο σε όποιον γνωρίζει καλά το διαθέσιμο υλικό στα ελληνικά και κυρίως στα βρετανικά αρχεία. Ο Μαυροκορδάτος, αντιθέτως, επιδίωξε κατά το 1823-24 ενεργά και πιεστικά τη συμμαχία με τις ΗΠΑ και στράφηκε ολοκληρωτικά προς τη Μεγάλη Βρετανία μόνο μετά την Αίτηση Προστασίας του 1825 για την οποία δεν ήταν αυτός υπεύθυνος και ενώ τη θεωρούσε λανθασμένη, κατάλαβε αμέσως πως δημιουργούσε πολιτικό τετελεσμένο. Όμως, παρά τις επιφυλάξεις του, η στροφή προς τη Μεγάλη Βρετανία απέδωσε διότι ο συνομιλητής των Ελλήνων ήταν ο Τζορτζ Κάνινγκ, ένας από τους κορυφαίους υπουργούς εξωτερικών στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας.

Η πρώτη επιστολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς τον George Canning (Βρετανικά Εθνικά Αρχεία/ Αρχείο Αριστείδη Ν. Χατζή)

Ο Κάνινγκ, σε αντίθεσή με τον προκάτοχο και τον διάδοχό του έβλεπε την Ελληνική Επανάσταση όχι ως κίνδυνο αλλά ως ευκαιρία για τα βρετανικά συμφέροντα. Ο ίδιος χειρίστηκε με τέτοιον τρόπο το Φιλελληνικό Κομιτάτο που έφερε τους Έλληνες στην αγκαλιά του και χρησιμοποίησε αυτό το πλεονέκτημα για να υποχρεώσει τους Ρώσους, που εγκατέλειψαν έτσι de facto την Ιερή Συμμαχία, να συνεργαστούν μαζί του στην προσπάθεια επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη συνθήκη του Λονδίνου του Ιουλίου 1827 που είχε στόχο να θέσει τέλος στις εχθροπραξίες. Αυτή η συνθήκη οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Στην έρευνά μου, σε εντελώς ανεκμετάλλευτους φακέλους των βρετανικών αρχείων, έχω βρει πλήθος ενδείξεων που μου δίνουν το δικαίωμα να διατυπώσω μια τολμηρή υπόθεση: είναι ενδεχόμενο αυτό που συνέβη στο Ναβαρίνο να είχε ενορχηστρωθεί από τον Τζορτζ Κάνινγκ με σκοπό να θέσει ένα τέλος, το συντομότερο, σε μια σύγκρουση που δεν εξυπηρετούσε καθόλου τα βρετανικά συμφέροντα και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ελεγχθεί το Αιγαίο και η Πελοπόννησος από τους Αιγύπτιους που συνεργάζονταν με τους Γάλλους ή να δημιουργηθεί ένα μικρό αυτόνομο αλλά αδύναμο ελληνικό κρατίδιο, υποχείριο των Ρώσων. Αλλά είναι πολύ νωρίς για να αποδεχτούμε αυτήν την υπόθεση. Πρέπει, πρώτα, να ολοκληρωθεί η έρευνα στα βρετανικά (αλλά και τα αμερικανικά) εθνικά αρχεία.

9. Τελείωσε στο Ναβαρίνο η Επανάσταση; Πόσο κράτησε;

Το Ναβαρίνο δεν ήταν, σίγουρα, το αποτέλεσμα απλώς των «ανθρωπιστικών αισθημάτων» των Μεγάλων Δυνάμεων, ούτε μόνο το αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε στη βρετανική και τη γαλλική κυβέρνηση από την κοινωνία των πολιτών στις δύο χώρες. Ήταν κυρίως μια απαραίτητη κίνηση για να σταματήσει μια σύγκρουση που είχε διαλύσει το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς η πειρατεία οργίαζε.

Το Ναβαρίνο ήταν καθοριστικό γεγονός αλλά υπήρξε απλώς η αρχή του τέλους. Καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της Επανάστασης, στον ίδιο βαθμό με το Ναβαρίνο, ήταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-29) που οδήγησε σε συντριβή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποδοχή των τετελεσμένων από τον Σουλτάνο. Κυρίως όμως έδωσε την ευκαιρία στους Έλληνες να αναδιοργανωθούν και να αντεπιτεθούν για να κερδίσουν περισσότερα εδάφη, καθώς τα Οθωμανικά στρατεύματα υποχωρούσαν και οι Έλληνες διέθεταν ακόμα εφεδρείες. Η Επανάσταση συνεχίστηκε στα πεδία των μαχών για άλλα δύο χρόνια, κυρίως στη Ρούμελη, και έληξε τυπικά τον Σεπτέμβριο του 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας, με την τελευταία μάχη που έδωσε ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου, ελαιογραφία του Ivan Aivazovsky, 1848

Αλλά η επαναστατική περίοδος έκλεισε στις αρχές του 1833, όταν ο Όθων έφτασε στην Ελλάδα και ξεκίνησε η ιστορία του αναγνωρισμένου διεθνώς, ανεξάρτητου και συγκροτημένου ελληνικού κράτους. Τα αιγυπτιακά στρατεύματα παρέμειναν στον Μοριά για άλλον ένα χρόνο μετά το Ναβαρίνο, μέχρι να εκδιωχθούν από ένα ισχυρό γαλλικό εκστρατευτικό σώμα. Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι από τις αρχές του 1828, με την άφιξη του Καποδίστρια και παρά την αναστολή του Συντάγματος και το πλήθος προβλημάτων, για το ελληνικό μη-αναγνωρισμένο κρατίδιο, άρχισε μια νέα εποχή που περιείχε στοιχεία ομαλότητας και κανονικότητας και κυρίως ένα συστηματικό state-building – που κατέρρευσε με τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Μια δολοφονία τραυματική για την ελληνική ιστορία, που αναπόφευκτα οδήγησε σε μια σκληρή εμφύλια σύγκρουση αλλά ουσιαστικά στην αναρχία.

10. Πότε ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος;

Το ελληνικό κράτος δεν ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που αποτελεί, πράγματι, μια διεθνή πράξη αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία). Η στιγμή αυτή ήταν, οπωσδήποτε σημαντική αλλά δεν ήταν απαραίτητη για την ίδρυση του κράτους. Δεν είχε, δηλαδή, συστατικό χαρακτήρα αλλά διαπιστωτικό. Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε με απόφαση των ίδιων των ελλήνων Επαναστατών, με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της 1ης Ιανουαρίου του 1822.

Αυτή η Διακήρυξη γράφτηκε κυρίως από δύο άτομα, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Θεόδωρο Νέγρη, με την πιθανή συμβολή του Ιταλού Βιντσέντζο Γκαλίνα και του Αναστάσιου Πολυζωίδη. Με αυτή τη διακήρυξη οι Έλληνες επανασυστήθηκαν στον κόσμο με ένα σύντομο και συγκλονιστικό στη λιτότητα και την εκφραστική του δύναμη κείμενο:

«Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».


* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το βιβλίο του Ο Ενδοξότερος Αγώνας: Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. Το παραπάνω κείμενο βασίζεται, εν μέρει, σε ιδέες που διατυπώνονται για πρώτη φορά στο βιβλίο του αλλά και σε κεφάλαιο που έγραψε με θέμα την Ελληνική Επανάσταση και πρόκειται να δημοσιευθεί στον υπό έκδοση συλλογικό τόμο Oxford Handbook of Modern Greek History, Stefanos Katsikas, ed. (New York: Oxford University Press, 2025). Ευχαριστεί για τα χρήσιμα σχόλιά τους, την Αγγελική Διαμαντοπούλου, τον Δημήτρη Δημητρόπουλο, τον Σουκρού Ιλιτζάκ, τον Σίμο Μποζίκη, τη Σοφία Πίλουρη, τον Νίκο Ροτζώκο και τον Διονύση Τζάκη.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...