Αξίζει, νομίζω, τον κόπο να σταθεί κανείς σε τρία ζητήματα, που αγγίζουν την καρδιά της σύγχρονης εκπαίδευσης, και γι’ αυτό είναι καθοριστικός ο τρόπος με τον οποίο ένα εκπαιδευτικό σύστημα θα αναμετρηθεί με αυτά.
Προϋπόθεση της ύπαρξης του σχολείου είναι, κατ’ αρχάς, η ύπαρξη ενός δασκάλου που γνωρίζει καλά το αντικείμενό του, πιστεύει βαθιά στην παιδευτική του αξία και επιθυμεί την αγάπη και τις γνώσεις για το αντικείμενό του να τις μεταδώσει στους μαθητές του, που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν το πρώτο (την αγάπη), σίγουρα πάντως δεν έχουν το δεύτερο (τις γνώσεις). Η ιδρυτική αυτή συνθήκη με τους διακριτούς ρόλους δασκάλου-μαθητή αμφισβητήθηκε έντονα τα τελευταία είκοσι χρόνια, κυρίως εξαιτίας των τεχνολογικών επιτευγμάτων, που οδήγησαν στην ψευδεπίγραφη εντύπωση ότι ο μαθητής μπορεί να μάθει τα πάντα μόνος του. Η αναγωγή όμως του δασκάλου από φορέα της γνώσης σε facilitator, mediator κ.λπ. συνιστά ένα ιδεολόγημα που στρέφει, εσφαλμένα, το ενδιαφέρον της κοινωνίας από τη βαθιά επιστημονική και ψυχολογική γνώση που πρέπει να έχει ο δάσκαλος στη διαμεσολαβητική και επικοινωνιακή του δεξιότητα. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που η σωστή, παιδαγωγικά, αξιοποίηση κάθε λογής τεχνολογικού εργαλείου, προϋποθέτει πολύ καλή γνώση του διδακτικού αντικειμένου, για να μην αναχθεί από μέσο μάθησης σε διαδικασία άτυπης ψυχαγώγησης. Είναι, δηλαδή κάτι περισσότερο από αναγκαίο να αποδεχτεί ο μαθητής την καθοδήγηση από την πλευρά του δασκάλου και τον εντοπισμό των αδυναμιών του, στη βάση ότι αυτός που είναι αντίκρυ του είναι πρόσωπο κύρους και εξουσίας.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι η πρόταξη της διαρκούς εισαγωγής καινοτομικών δεξιοτήτων έναντι της έμφασης στους θεμελιακούς γνωστικούς και αξιακούς κώδικες που δημιούργησαν τον πολιτισμό μας (1) . Κάτι τέτοιο, όμως, δεν στερεί απλώς τους μαθητές από την πολύτιμη κληρονομιά που συγκροτούσαν τα κλασικά γράμματα και η μέριμνα για την επιστήμη και τη γλώσσα – ακυρώνει την ίδια την ουσία της εκπαίδευσης. Στο εμβληματικό της δοκίμιο, με τίτλο «Η κρίση της εκπαίδευσης», η Χάνα Άρεντ γράφει το εξής: «ο συντηρητισμός, νοούμενος ως συντήρηση, αποτελεί την ουσία της εκπαίδευσης, η οποία έχει πάντοτε ως έργο της να περιβάλλει και να προστατεύει κάποιο πράγμα – το παιδί έναντι του κόσμου, τον κόσμο έναντι του παιδιού, το καινούργιο έναντι του παλιού, το παλιό έναντι του καινούργιου». Για να μπορέσει, δηλαδή, ο δάσκαλος να προστατέψει ό,τι είναι επαναστατικό και καινοτόμο μέσα σε κάθε έφηβο, πρέπει να εκφράζει ένα τεράστιο σεβασμό απέναντι στο παρελθόν, την ίδια στιγμή που ο κόσμος, μέσα στον οποίο λειτουργούν τα σημερινά σχολεία, αρνείται την αυθεντία και περιφρονεί την παράδοση.
Ο τρίτος άξονας αφορά την υποταγή της γνώσης στη χρηστικότητα. Αν και δεχόμαστε όλοι ότι η καλλιέργεια ενός ανθρώπου υπερβαίνει το άθροισμα των γνώσεων και των δεξιοτήτων του, συχνά λησμονούμε ότι η καλλιέργεια αυτή προϋποθέτει την υιοθέτηση της γνώσης ως αξίας, όχι ως εργαλείου. Γι’ αυτό και βασικός στόχος του σχολείου πρέπει να είναι να προτρέψει τους μαθητές του να αναμετρηθούν με την γνώση και τον πολιτισμό, μέσω μιας αναθεωρημένης θεμελίωσης του εκπαιδευτικού στόχου: δεν διαβάζω «για να…», διαβάζω «επειδή…». Αν το «για να …» δεν έρθει, το μόνο που σε συνέχει και αποτρέπει τη βίωση ενός δυσαναπλήρωτου κενού είναι η αιτία που μπήκες σε αυτή την κοπιώδη διαδικασία. Στο βαθμό, επομένως, που ένα σχολείο θα έχει το θάρρος να κυνηγήσει αυτόν τον στόχο, θα ανανοηματοδοτήσει και το ρόλο του στη σημερινή κοινωνία: θα δείχνει, με άλλα λόγια, στους μαθητές του ότι η γνώση δεν είναι σχολικό βοήθημα που σου δίνει απαντήσεις στα προβλήματα της ζωής, είναι καθρέφτης που σε μαθαίνει να κοιτάς κατά πρόσωπο τα ερωτήματα και τα διλήμματά της.
(1) Βλ. Νατάσα Πολονύ, Τα χαμένα παιδιά μας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006, όπου και ένας εξαιρετικός πρόλογος για τα προβλήματα της σύγχρονης εκπαίδευσης από τον Στ. Ζουμπουλάκη.
* Ο Νίκος Καζάζης είναι Φιλόλογος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News