Θα σας πω τρεις ιστορίες από προσωπική μου εμπειρία, και μία αρχαία, από τον μύθο.
Ιστορία πρώτη: Συντοπίτης μου με πήρε πριν από καιρό τηλέφωνο.
«Θέλω βοήθεια, να επιλέξω τάμπλετ, εσύ που ξέρεις», μου είπε. Παρένθεση: για τον πολύξερο Έλληνα, καθένας ασχολούμενος με την πληροφορική, υποχρεωτικά, ξέρει από λάπτοπ, κινητά, να στήσει Windows, και τα κάνει όλα αυτά στο τσακ μπαμ, γιατί «ξέρει κουμπιούτερ». Τέλος πάντων.
Τα βάλαμε κάτω, χαρακτηριστικά, τιμές, αποφάσισε ποιο θα πάρει. Από τις υποψήφιες, λοιπόν, εταιρείες κάποια πούλησε και πληρώθηκε, γιατί αξιολόγησε την προσφορά της ως καλύτερη. Τον ρώτησα, πότε θα το πάρει…
«Αύριο, που απεργούμε (οι εκπαιδευτικοί) κατά της αξιολόγησης»
«Μα καλά, εσύ μόλις τώρα δεν αξιολόγησες προσφερόμενα αγαθά;»
«Τί λες ρε, και ποιος είναι εκείνος που θα με αξιολογήσει εμένα, ρε;»
Ιστορία δεύτερη: Δάσκαλος παλιός, συγγενής μου, μου διηγήθηκε το παρακάτω. Πρώτος χρόνος πρωθυπουργίας Ανδρέα, πατρός ΓΑΠ, βαθμολόγησε νεαρό βλαστάρι συντοπίτη του με πέντε –άριστα το δέκα– πριν καταργηθούν οι βαθμοί και πάμε στο Α-ΒΟΥ-ΓΟΥ, όλοι στο Α, κανείς στο ΓΟΥ, κ.λπ.
Ο πατήρ εξεμάνη, τον έψαξε και ρώτησε φανερά ενοχλημένος:«Δάσκαλε, γιατί έβαλες πέντε στο παιδί μου;»
«Δεν έβαλα πέντε, πήρε πέντε», ήταν η απάντηση.
Ο πατήρ δυσανασχέτησε, ο γνωστός μου συνέχισε: «Έλα δες». Του έδειξε δύο γραπτά. Του παιδιού του, γεμάτο κοκκινάδια, διορθώσεις. Κι ένα που είχε πάρει δέκα άριστα, χωρίς μία μολυβιά.
«Βλέπεις το λάθος αποτέλεσμα εδώ; Εδώ; Κι εδώ;» του είπε. «Βλέπεις το σωστό δίπλα;»
Ο πατέρας ζορίστηκε. Συνοφρυώθηκε. Κοκκίνισε. Πρασίνισε. Κόλλησε. Με χολή και μίσος απάντησε σε λίγο:
«Είσαι αυστηρός δάσκαλε».
Ιστορία Τρίτη: 2011, για τα καλά στην κρίση, επισκέφθηκα φυτώριο κάπου στην Αττική. Είχε κίνηση, ο ιδιοκτήτης μαζί με έναν εργάτη (Πακιστανό; Αλβανό;) έτρεχε αριστερά δεξιά, να τα προλάβει όλα. Διάλεξα κάτι πικροδάφνες, πήγα στο ταμείο όπου περίμενα λίγο για να έρθει να τον πληρώσω. Μαζί με τους άλλους στην ουρά, πιάσαμε κουβέντα για την κρίση.
Πίσω από το ταμείο είχε έναν πάγκο. Εκεί κάθονταν δύο παλικάρια, τριαντάρηδες τους έκοψα, με το φραπέ στο χέρι. Μας άκουσαν.
«Μη μου λες για κρίση εμένα, κι εγώ κι ο αδελφός μου απολυμένοι από την κρίση, και δεν ανανεώθηκε η σύμβασή μας», μου είπε ο ένας τους.
Καθώς έμαθα μετά, τα χαλαρά παλικάρια με τις φραπεδιές ήταν οι γιοί του ιδιοκτήτη. Άνεργοι, χαλαροί, και αραχτοί, οι γιοι του, τον άφηναν με τη φραπεδιά μόνο του, ενόσω πάσχιζε να εξυπηρετήσει με τον ένα βοηθό όλους τους πελάτες.
Ιστορία τέταρτη και αρχαία: Ο Ηρακλής, λέει ο μύθος, κάποτε καθόταν σε ένα σταυροδρόμι όταν ξαφνικά είδε μπροστά του δύο γυναίκες. Η πρώτη συστήθηκε ως Κακία. Εντυπωσιακή, περιποιημένη, αρωματισμένη, του υποσχέθηκε έναν δρόμο ίσιο, εύκολο κι όμορφο, γεμάτο απολαύσεις, μια ζωή στην οποία κυρίαρχο ρόλο θα είχαν οι όμορφες γυναίκες, τα πλούτη, οι παρέες και τα γλέντια.
Η δεύτερη, η Αρετή, ήταν λιτή, σεμνή, με φυσική ομορφιά. Ο δρόμος που πρόσφερε ήταν κουραστικός, γεμάτος στροφές και δυσκολίες. Όμως θα του έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει, να γίνει καλύτερος, να βοηθάει τους ανθρώπους, να μάχεται για το καλό και το δίκαιο. Θα του προσέφερε ικανοποίηση, υστεροφημία.
Οι δύο γυναίκες χάθηκαν κι ο Ηρακλής έκανε τη γνωστή επιλογή και σύντομα βρήκε τον δρόμο στη ζωή του.
Προφανώς, δεν ήταν νεο-έλληνας.
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News