Λίγες μέρες έχουν απομείνει πριν τη μεγάλη απόφαση για το μεγάλο ΝΑΙ στην Ευρώπη και τη ζώνη του Ευρώ ή για το βροντερό ΟΧΙ και την έξοδο από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Σίγουρα, είναι η κρισιμότερη απόφαση στην ιστορία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία θα παρθεί άμεσα από τον ελληνικό λαό με τη διεξαγωγή(;) του Δημοψηφίσματος. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της αναμέτρησης, όμως, θεωρώ πως είναι αναμφίβολα τα άμεσα αποτελέσματα που αυτή θα παράξει, αρχής γενομένης από την επόμενη κιόλας μέρα. Οι εξελίξεις και τα γεγονότα μας ξεπερνούν σίγουρα, μιας και το περιβάλλον στο οποίο διεξάγεται αυτή η εκλογική αναμέτρηση είναι έντονα ρευστό και συνεχώς μεταβαλλόμενο.
Σίγουρα, η ιδιαιτερότητα της απόφασης αυτής έγκειται στη διχοτομική πρόταση-απόφαση του επικείμενου δημοψηφίσματος, επί της οποίας καλείται να αποφασίσει ο λαός. Η αμφίβολη συνταγματικότητα της απόφασης διεξαγωγής του αποτελεί ένα καλό λόγο να ανατρέξουμε στην πρόσφατη ιστορία και να αναζητήσουμε παρόμοιες περιπτώσεις διεξαγωγής δημοψηφισμάτων. Η ιστορία δείχνει πως ο ελληνικός λαός όσες φορές κλήθηκε να αποφασίσει άμεσα, αυτό είχε ως αντικείμενο πολιτειακό ζήτημα ή καθόριζε την τύχη των δυναστειών ή βασιλέων (1862,1920,1924,1946,1974). Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν δημοψηφίσματα τα οποία χαρακτηρίστηκαν a posteriori νόθα ή/και ψευδο-δημοψηφίσματα (1926,1935,1968,1973). Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των δημοψηφισμάτων ήταν η κρισιμότητα των πολιτειακών, πολιτικών και κοινωνικών περιστάσεων, όπου η διεξαγωγή τους έγινε με πλήρη επίγνωση της περιθωριοποίησης του Συντάγματος και των συνεπαγόμενων αυτού αρχών της ελεύθερης έκφρασης της λαϊκής βούλησης και τήρησης της δημοκρατικής νομιμότητας. Το Σύνταγμα του 1975 είναι αυτό που πρώτη φορά καθιερώνει ρυθμίσεις για τον θεσμό αυτό, όμως πολλές φορές εν είδει συντακτικής εξουσίας πραγματοποιήθηκαν δημοψηφίσματα από τον εκάστοτε πολιτικό κυρίαρχο. Πολλά, επειδή σχετίζονταν με συγκεκριμένο πρόσωπο, χαρακτηρίστηκαν ως "pebliscitum", λόγω των προειλημμένων αποφάσεων που τελικώς επιβεβαίωναν. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος τέθηκε σε αναθεώρηση το 1986, όπου πήρε την σημερινή του μορφή, όπως την ξέρουμε από το άρθρο 44, παράγραφος 2 του Συντάγματος.
Το δημοψήφισμα της Κυριακής θα είναι το πρώτο που θα διεξαχθεί μετά από αυτό του 1974, στο οποίο χρωστάμε την εγγύηση της ασφάλειας που μας παρέχει ο αμοιβαίος σεβασμός Συντάγματος και Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Άλλωστε, το Σύνταγμα σαν καταστατικός χάρτης που ορίζει τους κανόνες του «παιχνιδιού» δεν μπορεί να αγνοηθεί ακόμα και αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που επιβάλλουν την λήψη γρήγορων και άμεσων αποφάσεων. Ο τρόπος που ορίζονται οι λόγοι που συντρέχουν για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και η δυνατότητα προκήρυξης αποκλειστικά από το Υπουργικό Συμβούλιο και μια μεγάλη πλειοψηφία εντός Βουλής, καθιστούν αυτόν τον κατά τα άλλα δημοκρατικό θεσμό, σε εργαλείο κατοχύρωσης ή απόρριψης της κυβερνητικής πολιτικής με μονόπλευρο νομιμοποιητικό χαρακτήρα, βάσει και των πιέσεων που θα ασκηθούν μέχρι την ψηφοφορία. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο μέσα σε πλαίσια υπερεθνικών δομών, όπως αυτό της Ε.Ε. Ίσως είναι η πρώτη φορά που το θέμα που τίθεται προς ψήφιση είναι αμιγώς πολιτικό, χωρίς να συνδέεται με πρόσωπα ή πολιτειακά θέματα. Επομένως, η κανονιστική του ισχύ θα επηρεάσει τόσο άμεσα τον ίδιο το λαό όσο η εγγύτητα με την οποία καλείται να αποφασίσει. Άρα, ο καθένας θα πρέπει να αναλογιστεί την προσωπική του ευθύνη και να κρίνει με απόλυτη συνείδηση την τελική του απόφαση, μιας και το δημοψήφισμα ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί από μέγιστο βαθμό ελευθερίας και έκφρασης της θέλησης σε πολιτική αυτοχειρία και πολιτικό παρορμητισμό που πιθανόν να προκαλέσει ατύχημα.
*Ο Δημήτρης Τζάκας είναι φοιτητής πολιτικών επιστημών και δημόσιας διοίκησης Πανεπιστημίου Αθηνών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News