Οι παραδοσιακοί πολιτικοί όροι «Δεξιά», «Αριστερά» και «Κέντρο» σίγουρα διατηρούν ακόμη την αξία τους ως αναλυτικά εργαλεία μελέτης των προτιμήσεων των πολιτών, παρά τα μεθοδολογικά κενά που παρουσιάζουν στην ερμηνεία της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς της ελληνικής κοινωνίας κατά την μεταπολίτευση. Την τελευταία δεκαετία, αρκετοί μελετητές της εκλογικής συμπεριφοράς και του ρόλου των ιδεών στην πολιτική, έχουν αναδείξει την επιρροή του λαϊκισμού στα πολιτικά συστήματα (ειδικότερα μετά το Brexit, την εκλογή Τραμπ και τον σχηματισμό λαϊκιστικών κυβερνήσεων σε χώρες της ΕΕ όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία).
Πράγματι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης υπήρξε ο λαϊκισμός. Χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, καθιερώθηκε και υιοθετήθηκε έκτοτε, τόσο από τα δύο κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία, όσο και από την ελάσσων αντιπολίτευση. Η λαϊκιστική «ζήτηση» άλλωστε ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τα κόμματα ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο στην «προσφορά», ακόμα κι όταν σε ορισμένες περιόδους οι ηγεσίες τους επιχειρούσαν να κάνουν στροφή στον ρεαλισμό.
Όταν «έσκασε» η κρίση το 2010 θα περίμενε κανείς να καταρρεύσουν οι ψευδαισθήσεις, η ελληνική κοινωνία να ωριμάσει και να πορευτούμε από κει και πέρα με ορθολογισμό. Αυτό συνέβη σε άλλες χώρες που επίσης δοκιμάστηκαν από την κρίση και γι’ αυτό και την ξεπέρασαν σε πολύ λιγότερο χρόνο από εμάς. Αντ’ αυτού στην Ελλάδα ο λαϊκισμός γιγαντώθηκε και κορυφώθηκε.
Η κρίση γέννησε ή ανέδειξε «τέρατα» που μέχρι τότε βρίσκονταν στην αφάνεια. Η Χρυσή Αυγή μπήκε στο κοινοβούλιο, ενώ το 2015 είχαμε τον σχηματισμό μιας αμιγούς λαϊκιστικής κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ). Εν μέρει, αυτό ήταν μια δικαιολογημένη αντίδραση, καθώς δεν ήταν εφικτό οι ίδιοι που διαπαιδαγώγησαν με αυτό τον τρόπο την κοινωνία και που καθιέρωσαν τον λαϊκισμό ως κυρίαρχη αντίληψη στην Ελλάδα, να ζητούν ξαφνικά από τους πολίτες να γίνουν ορθολογιστές και να τους ξαναεμπιστευτούν. Η συνέχεια είναι γνωστή. Δεν ήταν η κρίση τελικά, αλλά η εμπειρία της απόλυτης στροφής προς στον λαϊκισμό που ωρίμασε (έστω σε ένα βαθμό) την ελληνική κοινωνία. Πάθαμε και μάθαμε.
Ο πολακισμός όμως δεν είναι γέννημα της κρίσης μόνο. Είναι και προσωπικό δημιούργημα του Αλέξη Τσίπρα. Και τώρα έφτασε η ώρα να στραφεί εναντίον του. Τώρα που η λαϊκιστική «ζήτηση» δεν βρίσκεται στα επίπεδα του 2010-2015, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να ξεφορτωθεί ορισμένα από τα «βαρίδια», με τα οποία μπορεί να μην έχει καμία ουσιαστική διαφωνία, αλλά του χαλάνε την μετριοπαθή εικόνα με την οποία προσπαθεί να επικαλύψει τις ακρότητες που πρεσβεύουν αρκετοί στο κόμμα του. Εξάλλου, δεν υπήρχε καμία ουσιαστική καταδίκη των προγραφών, επικηρύξεων και στοχοποιήσεων Πολάκη, στις οποίες δεν είναι η πρώτη φορά που καταφεύγει. Απλά κατηγορήθηκε για «προσωπική ατζέντα».
Φυσικά δεν είναι δυνατόν οι πολίτες πέντε εβδομάδες πριν τις εκλογές να πιστέψουν ότι ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του μετατράπηκαν σε φάρο μετριοπάθειας. Τέτοιου είδους στροφές στα κόμματα απαιτούν συνέχεια, συνέπεια και χρόνο για να εμπεδωθούν από τους πολίτες. Όλη αυτή η αναταραχή με το θέμα αποπομπής του Παύλου Πολάκη είναι άλλο ένα δείγμα ότι το κόμμα της αξιωματική αντιπολίτευσης προσπαθεί να κάνει διαχείριση της ήττας στις προσεχείς εκλογές. Είτε θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθεί μια κυβέρνηση ηττημένων με την απλή αναλογική, είτε επιχειρεί να σβήσει από νωρίς τις όποιες μετεκλογικές εστίες αμφισβήτησης της ηγεσίας.
Οι επόμενες κινήσεις του δημιουργήματος του κ. Τσίπρα αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Καθότι ο Παύλος Πολάκης δεν είναι ούτε Λαφαζάνης, ούτε Βαρουφάκης. Αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι της ακραίας λαϊκιστικής βάσης του κόμματος, αλλά κι ενός μέρους της κοινωνίας. Γιατί παρά την μείωση της λαϊκιστικής «ζήτησης» των τελευταίων χρόνων, αυτή παραμένει ακόμα σε πολύ υψηλά επίπεδα στην Ελλάδα.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι πολιτικός επιστήμονας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News