Μετά από 5 ώρες ταξίδι, με το ferryboat για τις Κυκλάδες φτάσαμε στην Τήνο. Μέσα στο πλοίο πρέπει να υπήρχαν πολλοί περισσότεροι από τους επιτρεπόμενους επιβάτες. Κάποιοι, με το πρόσχημα ότι είχαν έρθει από το αεροδρόμιο, πήραν με το «έτσι θέλω» τις θέσεις στο σαλόνι. Απλωθήκανε πάνω σε περισσότερες θέσεις και δεν αντιδράσαν στις εκκλήσεις του προσωπικού για τήρηση των κανόνων. Στο κάτω κάτω της γραφής όλοι είχαμε πληρώσει το ίδιο τίμημα, αλλά αρκετοί ξένοι και ντόπιοι τουρίστες βολοδέρνανε ώρες στους διαδρόμους του πλοίου. Άλλοι κατεβάσανε μούτρα και ελάχιστοι ξαπλώσανε κάτω στο πάτωμα, μπροστά στις τουαλέτες και οπουδήποτε αλλού, προκειμένου να κλέψουν λίγες ώρες ύπνου. Το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη. Το απέναντι μπαρ έκανε χρυσές δουλειές με τα καφεδάκια και τα τοστ που πουλούσε (καπουτσίνο 4,70, αρτοσυσκεύασμα 2,70). Τα παιδιά ευχαριστήθηκαν πράγματι τη διαδρομή αφού βασανίζανε συστηματικά και επαναλαμβανόμενα τους γονείς τους για μαμ, κακά και άτα.
Η Τήνος, με τους 10.000 κατοίκους της, δέχεται μόνιμα την επίσκεψη θρησκευόμενων ατόμων. Αυτών που μόλις αποβιβάζονται, τραβάνε το δρόμο της εξιλέωσης. Γονατιστοί πάνω στο κόκκινο διάδρομο ανεβαίνουν προς την εκκλησία της Παναγιάς της Τήνου. Πλήθος, κυρίως Ελλήνων πιστών, τους ακολουθεί, περπατώντας και κρατώντας εικόνες ή άλλα θρησκευτικά αντικείμενα. Ήρθαν να προσευχηθούν με την κρυφή ελπίδα και προσδοκία ότι κάποιος, εκεί ψηλά, θα τους βοηθήσει να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους. Πρόβλημα υγείας; Πρόβλημα οικογενειακό; Πρόβλημα επιβεβαίωσης της πίστης τους; Ίσως και πρόβλημα οικονομικό μια που η κρίση έχει αφήσει και εδώ τα σημάδια της. Αισθητή η μείωση των επισκεπτών και ο τζίρος των καταστημάτων (τουριστικών και εστίασης) που έχει πέσει κατά 30%..
Μετά από ένα νοστιμότατο και με μεγάλη ποικιλία μεσημεριανό τραβήξαμε για το κατάλυμά μας. Το σπίτι δεσπόζει στη βουνοπλαγιά και αποτελεί κόσμημα για την περιοχή. Τέλειος συνδυασμός λευκού μαρμάρου, πέτρας και κεραμιδιού, με όμορφους και δροσερούς χώρους για τον κουρασμένο από την αφόρητη ζέστη τουρίστα. Το απόλυτο λευκό πάνω στο σκούρο της γης προσδίδει μία απίστευτη ομορφιά. Ξαπλώσαμε για λίγο και μετά βουτήξαμε στην πεντακάθαρη και σμαραγδένια θάλασσα. Του Αγίου Σώστη. Ξεχαστήκαμε μέσα στο ζεστό και ανάλαφρο νερό της και μας μάγεψαν τα βράχια, η αμμουδιά και η επιβλητική εικόνα της κοντινής Μυκόνου.
Το φεγγάρι το χλωμό ήταν σκαρφαλωμένο στον ουρανό και μας προσκαλούσε για ονειροπόληση. Στρώσαμε στη βεράντα το τραπεζάκι με τις λιχουδιές μας. Και μετά ήρθαν τα κουνούπια. Μιλιούνια. Είχαν μυριστεί φρέσκια και νόστιμη αθηναϊκή σάρκα και ορμήσανε. Τζάμπα καμάρωνα το ειδικό βραχιόλι που με είχε σώσει στον Αμαζόνιο. Βγήκανε στη φόρα τα παλιά κλασικά μέτρα. Το φιδάκι πήρε την πρέπουσα θέση πίσω από τα καθίσματά μας και εμείς συνεχίσαμε απτόητες την βραδιά μας. Πανσέληνος με όλα τα ωραία και τα συναρπαστικά μιας νησιώτικης απαράμιλλης ομορφιάς. Τύφλα να έχουν οι Βουλιαγμένες και οι Βάρκιζες της Αττικής. Μαγευτική βραδιά, με το σαντορινιό κρασάκι μας, τα τηνιακά βλίτα και τη ναξιώτικη γραβιέρα μας. Λόγω έλλειψης κανονικού ψωμιού γεύτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου το πρόσφορο, το οποίο το βρήκα γλυκό αλλά και πολύ νόστιμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News