Κάθε απόγευμα γύρω στις 18:00 εδώ και 8 περίπου μήνες, έρχεται στο κινητό η δυσάρεστη ειδοποίηση με τον ημερήσιο απολογισμό κρουσμάτων, διασωληνώσεων και θανάτων εξαιτίας του κορoνοιού. Στην αρχή δίναμε βάση στα κρούσματα καθώς η κυβέρνηση έδρασε γρήγορα και οι θάνατοι ήταν περιορισμένοι. Πλέον τα θύματα των τελευταίων ημερών πλησιάζουν έναν ασύλληπτο μέσο όρο, ενώ η Θεσσαλονίκη στις 25 Νοεμβρίου κατέγραψε την αρνητική πρωτιά σε θανάτους σε ολόκληρη την Ευρώπη ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους. (εδώ)
Συνηθίσαμε, όμως, να βλέπουμε τον αριθμό θανάτων ως ένα ακόμη στατιστικό στοιχείο. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην Ιταλία την περασμένη άνοιξη. Στην αρχή της πανδημίας ακούγαμε στις ειδήσεις για 40 και 50 νεκρούς σε μια ημέρα και τα νέα μάς συγκλόνιζαν. Το νούμερο αυτό εκτοξεύτηκε στους 1.000 ανά ημέρα λίγες εβδομάδες αργότερα, αλλά τότε αντιδρούσαμε σαν απλοί καταγραφείς της πραγματικότητας.
Στη χώρα μας η Θεσσαλονίκη «συνέβαλλε» τα μέγιστα στην εκτόξευση των αριθμών. Ξέρετε η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη μικρή (που τίποτα δεν μένει μυστικό) παρότι οι άνθρωποί της θέλουν να καυχιούνται για το αντίθετο.
Στις αρχές Οκτωβρίου λοιπόν άκουγες παντού, σε κάθε παρέα, για το παράδοξο της υπόθεσης: ο κορoνοιός δεν είχε εξαφανιστεί δυστυχώς ως διά μαγείας, παρόλα αυτά όλη η πόλη δρούσε λες και είχε κατακτήσει την πολυπόθητη ανοσία. Μαγαζιά-κλαμπ επιβεβαίωναν το πολυμήχανο πνεύμα των Ελλήνων και λειτουργούσαν το απόγευμα με τον «απαραίτητο» συνωστισμό. Οι πλατείες γεμάτες και τα τσιπουράδικα να αναστενάζουν. Τότε ακούγαμε τα περί ατομικής ευθύνης. Σωστά ως ένα βαθμό. Όταν όμως τα κρούσματα από 3 έγινα 50, γιατί οι Aρχές συνέχισαν να κάνουν τα στραβά μάτια;
Από τις 19 Οκτωβρίου και έπειτα ακούγαμε εκκλήσεις προς τον κόσμο να σέβεται τα μέτρα προστασίας. Μα ποια μέτρα να σεβαστεί όταν οι ίδιες οι Αρχές δεν βρίσκονται εκεί που πρέπει και όταν πρέπει για να διαφυλάξει την τήρηση τους;
Μια εβδομάδα αργότερα από αυτές τις εκκλήσεις, η Δοξολογία του Αγίου Δημητρίου πραγματοποιήθηκε σε καθεστώς φθινοπωρινού εορτασμού: μια πόλη στην οποία κανείς δεν φορούσε μάσκα και κανείς δεν κρατούσε αποστάσεις, το κέντρο γεμάτο σε μια άτυπη γιορτή ενός αναμενόμενου λοκ-νταουν και στο προαύλιο μιας εκκλησίας να επικρατεί το αδιαχώρητο, με τους πατέρες αυτής να κάνουν επίσης τα στραβά μάτια.
Έπειτα από λίγες εβδομάδες, αφότου βεβαίως είχε σκάσει η βόμβα στα χέρια μας, τα πρώτα ρεπορτάζ απόδοσης ευθυνών άρχισαν να παρουσιάζονται στον (ηλεκτρονικό κυρίως) τύπο. Διαβάζουμε λοιπόν στα Νέα στις 17/11: « Όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη, οι αρχές είχαν εντοπίσει ότι τα πάρτι οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση κρουσμάτων, με κυβερνητικές πηγές να τονίζουν ότι είχαν ειδοποιηθεί οι τοπικές Αρχές και η αυτοδιοίκηση».
Λογικά, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι στη Θεσσαλονίκη είτε οι τοπικές Aρχές γνώριζαν και δεν έδρασαν εγκαίρως, είτε οι αρμόδιες Αρχές δεν μεταφέρουν την αλήθεια στους δημοσιογράφους και ρεπόρτερ.
Τα ρεπορτάζ πλέον για την κατάσταση στη Θεσσαλονίκη έχουν αυξηθεί ενώ μάλιστα παρατηρούμε δηλώσεις άμεσα και έμμεσα υπευθύνων να κονταροχτυπιούνται, πλέον, για το ποιος ζητάει τα περισσότερο αυστηρά μέτρα, παρότι πριν από ενάμιση μήνα δεν είχαμε ακούσει τη φωνή ορισμένων από αυτών.
Σήμερα στη Θεσσαλονίκη κάθε σπίτι έχει ένα συγγενή, φίλο ή γνωστό που έχει νοσήσει βαριά από την Covid-19. Ταυτόχρονα όμως ακούμε από τους αρμόδιους, ότι δεν είναι η ώρα απόδοσης ευθυνών. Ας μας πουν όμως, πόσοι συνάνθρωποί μας διασωληνωμένοι και πόσοι θάνατοι χρειάζονται για να ανοίξουμε τη συζήτηση;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News