Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες τεχνολογικών επιτευγμάτων και αναλογιζόμαστε άλλοτε μέχρι ποιο βαθμό μπορεί να προχωρήσει η εξέλιξη της σύγχρονης τεχνολογίας και άλλοτε πως μπορούσαμε να ζούμε μέχρι σήμερα χωρίς ανέσεις, που στην εποχή μας θεωρούνται δεδομένες. Πράγματι, ας αναρωτηθεί κανείς, πόσες φορές την ημέρα ένας σύγχρονος κάτοικος πόλης ρίχνει φευγαλέες ματιές στο κινητό του, ενώ βρίσκεται στο καφέ της γειτονιάς όπου συνηθίζει να συζητά την επικαιρότητα με φιλικά πρόσωπα; Η ερώτηση είναι ρητορική, φυσικά, γιατί αν απαριθμήσουμε, επίσης, τις φορές που κάποιος επιλέγει να ενημερωθεί από τις διάφορες σελίδες του διαδικτύου και το χρόνο που αφιερώνει για διασκέδαση παρακολουθώντας κάποιο βίντεο, ακούγοντας μουσική ή παίζοντας παιχνίδια online θα διαπιστωθεί πως μεγάλο μέρος της ημέρας μας, πλέον, αφιερώνεται στη σχέση μας με το κινητό, με τον αντίχειρά μας να λειτουργεί ως μεσάζων σε αυτήν την ιδιότυπη ερωτική σχέση.
Παρατηρώντας αυτήν τη στάση των σύγχρονων αστών, δεν άργησε πολύ να δημιουργηθεί ένα νέο ρεύμα σχεδιασμού που κάνει λόγο για έξυπνες πόλεις. Ο όρος αυτός δεν αναφέρεται σε πόλεις με έξυπνους ανθρώπους αλλά μάλλον σε πόλεις που αποκτούν τεχνολογική νοημοσύνη και, υπό προϋποθέσεις, συλλογική νοημοσύνη. Πρόκειται για περιοχές που καθίστανται περισσότερο προσβάσιμες αφού επιτρέπουν σε κατοίκους και επισκέπτες τους να χρησιμοποιούν βασικές υπηρεσίες γρήγορα, απλά και με άνεση. Αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα του διαδικτύου και την κατάκτηση της πλειοψηφίας του κοινού από μέρους των έξυπνων τηλεφώνων, μια έξυπνη πόλη έχει αναπτύξει μηχανισμούς που διευκολύνουν την κινητικότητα στην πόλη, μειώνουν την κατανάλωση ενέργειας και κεφαλαίου και παρέχουν στον κάτοικο, στην πράξη, το δικαίωμα του «πολιτεύεσθαι», δηλαδή της ενεργής συμμετοχής στα κοινά, σε διαδικασίες σχεδιασμού και σε πληροφορία που παρέχεται με τη μορφή δημόσιων ανοικτών δεδομένων.
Κάποιες ελληνικές πόλεις αποφάσισαν πριν λίγα χρόνια να κάνουν τον άλμα από τη συμβατική στην έξυπνη πόλη. Μεταξύ αυτών είναι και η ελληνική πρωτεύουσα. Αλήθεια, όμως, έχει καταφέρει, μέχρι στιγμής, η Αθήνα να ενταχθεί στην κατηγορία των έξυπνων πόλεων;
Μιλώντας με διάφορους κατοίκους της πρωτεύουσας για αυτήν την κίνηση γίνεται αντιληπτό πως οι περισσότεροι έχουν μια ουδέτερη προς θετική γνώμη. Συνειδητοποιούν πως η πόλη αλλάζει, όχι, βέβαια, με ραγδαίους ρυθμούς, όπως οι μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου. Κομβικά στοιχεία για αυτούς, και κυρίως για τους νεότερους, είναι η ενημέρωση μέσω διαδικτύου για τα δρομολόγια των αστικών συγκοινωνιών και η εφαρμογή του ηλεκτρονικού εισιτηρίου το οποίο, παρά την ταλαιπωρία που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα για την έκδοσή του, θεωρούν πως θα συμβάλει, με τη σειρά του, στη βελτίωση των υπηρεσιών μεταφοράς.
Και τα δύο παραπάνω ζητήματα, όπως, επίσης, ο έξυπνος φωτισμός και η έξυπνη στάθμευση, άπτονται των αστικών μεταφορών που αποτελεί νευραλγικό παράγοντα για την εύρυθμη λειτουργία ενός μητροπολιτικού αστικού κέντρου. Δεν διαπιστώθηκαν, όμως, ιδιαίτερες αναφορές σε ζητήματα διακυβέρνησης και διάδρασης μεταξύ πολιτών-υπηρεσιών. Λίγοι αναφέρθηκαν σε ζητήματα όπως η ηλεκτρονική εγγραφή στους παιδικούς σταθμούς, που αποτελεί μια δράση εστιασμένη στη χωρική κλίμακα ενός δήμου, ή ακόμη και σε ευρύτερες πρωτοβουλίες ως προς την κλίμακα αναφοράς τους, όπως η πρωτοβουλία του Τεχνικού Επιμελητηρίου για τη δημιουργία ενός ενιαίου ψηφιακού χάρτη που δίνει στον πολίτη τη δυνατότητα πρόσβασης σε έγκυρη και θεσμικά ασφαλή πληροφορία για τους όρους, τις προδιαγραφές και τους περιορισμούς δόμησης, ώστε να προχωρήσει σε οικοδομική δραστηριότητα εύκολα, γρήγορα και χωρίς την ταλαιπωρία της γραφειοκρατικής οδού. Ο λόγος αφορά, ενδεχομένως, το γεγονός πως ορισμένοι θεωρούν δεδομένο ως ανάγκη τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών του δημοσίου. Καταλογίζονται, δηλαδή, στους δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες υποχρεώσεις και σπάνια κατανοούνται οι “υποχρεώσεις” του κοινού, ή καλύτερα, ο ρόλος του σε μια έξυπνη πόλη.
Όσο πιο έξυπνη γίνεται μια πόλη τόσο αυξάνει η σημασία του ρόλου των πολιτών. Δεν νοείται πόλη με έξυπνες υπηρεσίες χωρίς άτομα που εθελοντικά τις υποστηρίζουν, δεδομένου του γεγονότος πως δεν είναι δυνατόν ο μικρός αριθμός των εργαζομένων σε αρμόδιους φορείς να συμβάλει σε ουσιαστικές δράσεις που σκιαγραφούν μια έξυπνη πόλη, όπως είναι η παροχή ελεύθερης πληροφορίας και η συμμετοχική επίλυση των κακώς κειμένων του αστικού χώρου. Πράγματι, η πολεοδομική πρακτική καταδεικνύει πως το ενδιαφέρον για συμμετοχή στα αστικά ζητήματα περιορίζεται σε περιπτώσεις, που ο ενδιαφερόμενος θίγεται από κάποια απόφαση της διοίκησης.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να ισχύει σε μια έξυπνη πόλη, που ο πολίτης είναι ενεργός συμμετέχων στη συλλογή πληροφορίας και την χάραξη πολιτικής. Αξιοποιώντας απλές μεθόδους, μέσω εφαρμογών έξυπνων τηλεφώνων, κυρίως, ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να συμβάλει στην απελευθέρωση πόρων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των συμπολιτών του. Με τον τρόπο αυτό προωθείται το μοτίβο της έξυπνης πόλης γιατί, αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό τους και όχι η μεταλλαγή του αστικού σκηνικού σε ένα τοπίο που οφείλει να προσομοιάζει σε ουτοπικές εικόνες που προβάλλονται από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας.
Τα παραπάνω υποστηρίζουν την άποψη πως το ζήτημα της προώθησης των έξυπνων πόλεων δεν αφορά ένα αντικείμενο τεχνοκρατικής φύσεως, αποκλειστικά, όπου ο πολεοδόμος και οι τοπικές αρχές θα αποφασίσουν για τις εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών. Σημαντικός είναι ο ρόλος όλων μας, του κάθε ένα από εμάς που καλείται να είναι δεκτικός στο να «μοιράζεται»: να μοιράζεται το χώρο που του αντιστοιχεί στην πόλη, να μοιράζεται το χρόνο του με τους συμπολίτες του ενώ μετακινείται χρησιμοποιώντας μέσα μεταφοράς, να μοιράζεται πληροφορία τόσο με τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες όσο και με τις τοπικές αρχές καταδεικνύοντας τα προβλήματα και διευκολύνοντας τους αρμόδιους φορείς να δώσουν άμεσες λύσεις!
Με γνώμονα αυτές τις σκέψεις θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως στο ερώτημα αν η Αθήνα μπορεί να ενταχθεί στο πάνθεον των έξυπνων πόλεων η απάντηση φαντάζει, προς το παρόν, αρνητική. Ίσως να είναι και έτσι, μιας που απέχει από πόλεις όπως το Πίτσμπουργκ, το Ρέικιαβικ, η Σεούλ, η Μόσχα και το Μιλάνο, όπου η τεχνολογία αξιοποιείται για την εφαρμογή και έλεγχο ζητημάτων μιας μεγάλης γκάμας: από την προώθηση του ποδηλάτου μέχρι τη αποκομιδή των απορριμμάτων. Ωστόσο, η απάντηση φαίνεται να είναι αρνητική, κυρίως, επειδή κυριαρχεί η ατομικότητα ως έναυσμα κάθε πράξης, γεγονός στο οποίο έχουν συντελέσει, τόσο η νοοτροπία όσο και η κρίση, απόρροια της οποίας είναι η ύπαρξη εργαζομένων-φτωχών. Αυτό είναι το σημείο όπου θα πρέπει ο κρατικός μηχανισμός και οι ειδικοί να συνδράμουν ώστε να συνδέσουν τον έξυπνο άνθρωπο με τον έξυπνο πολίτη και τέλος με την έξυπνη πόλη.
Προκύπτει, έτσι, πως η πολεοδομία, για την οποία έχει καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα εορτασμού η 8η Νοεμβρίου κάθε έτους, δεν αποτελεί μια τεχνοκρατική επιστήμη που εκφράζεται, στην πράξη, μόνο μέσα από διοικητικές κωλυσιεργίες αλλά ένα πολυ-επιστημονικό πεδίο δράσης με έμφαση στον άνθρωπο και την κοινωνία. Είναι τόσο πολυδιάστατη, όσο ακριβώς και η προσέγγιση των έξυπνων πόλεων και για το λόγο αυτό επιλέχτηκε το συγκεκριμένο θέμα ως αφιέρωμα για τη σημερινή ημέρα. Αυτό που χρειάζεται από την κάθε κοινωνία είναι να την κατανοήσει και να αντιληφθεί το ρόλο του πολεοδόμου στο σημερινό περίπλοκο αστικό σύμπαν.
* Ο Χαράλαμπος Κυριακίδης είναι Υποψήφιος Δρ. ΕΜΠ και Γραμματέας ΔΕ Συλλόγου Ελλήνων Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης ΠΤ Κεντρικής Ελλάδας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News