592
|

Όνειρο ζω, μην με ξυπνάτε

Avatar protagon.import 2 Φεβρουαρίου 2012, 07:05

Όνειρο ζω, μην με ξυπνάτε

Avatar protagon.import 2 Φεβρουαρίου 2012, 07:05

Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο. Τρελάθηκα σου λέω. Τόσο αληθινό που τρόμαξα! Ξέρω, ξέρω… Πάλι θα πεις ότι είμαι αλλοπαρμένη. Εντάξει βρε αδερφέ, μπορεί και να 'μαι. Τί μ'αυτό; Ήταν σου λέω τόσο ζωντανό, που νόμιζα πως βρίσκομαι αλλού, σ' άλλη διάσταση.

Ήτανε λέει η γη ένα μεγάλο ζάρι. Δεν είχε αριθμούς, αλλά στις πλευρές του έβλεπες βουνά, ποτάμια, γη κι ανθρώπους. Με γραμμές και σύνορα. Κι ήταν τόσο μικρό το ζάρι που χώραγε στο χέρι μου. Έτσι κι εγώ το έπιασα. Το χάιδεψα. Το έκλεισα μέσα στην παλάμη μου και το περιεργάστηκα. Μπορούσα να νιώσω την υφή της γης σου λέω. Και το χέρι μου χάιδευε τα μαλλιά των ανθρώπων. Άκούς πράγματα; Κι όπως λέει το κρατούσα, κλείνω το χέρι μου, κλείνω τα μάτια μου και το πετάω. Εξάρες σκέφτομαι. Τί χαζή… Το ξέρω. Και τσουλάει παραπέρα που λες και πέφτει. Και καταλήγει σε μια πλευρά του. Κι όπως πλησιάζω, τί να δω; Οι γραμμές είχαν σβήσει και το πράσινο με το μπλε είχαν γίνει ένα. Οι άνθρωποι ήταν παντού. Περπατούσαν αμέριμνοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Κι ο πλούτος κουνήθηκε κι αυτός. Και πήγε από τα δυτικά στα νότια κι απ' τα βόρεια στα ανατολικά. Κι άδειασε απο 'κει που ήταν πολύς και γέμισε λίγο εκεί που ήταν λίγος. Και χάθηκε κι ό,τι έβγαζε καπνό. Εργοστάσια, όπλα και αυτιά νευρικών ανθρώπων. Χάθηκε κι ο θόρυβος. Κι άκουγες μια μουσική συνέχεια. Τρελάθηκα σου λέω, μου 'ρχοταν να χορεύω στον ύπνο μου…

Και να 'ταν μόνο αυτό; Ζώα τριγυρνούσαν στις πόλεις, σπίτια ανοιχτά και κόσμος να παίρνει ό,τι θέλει απ' τα μαγαζιά, αλλά χωρίς λεφτά! Μωρέ κατάσταση που μου έμελλε να ζήσω… Δεν υπήρχαν σου λέω λεφτά πουθενά. Ήθελε κάποιος να πάει να δει τον φίλο του προς τα κάτω; Έμπαινε στο αεροπλάνο και πήγαινε, έτσι απλά. Ούτε βαλίτσες, ούτε διαβατήρια, ούτε αναμονή. Απλά πήγαινε. Ήθελε ο άλλος να φάει αστακό; Πήγαινε στο μάρκετ, τον έπαιρνε απ' το ράφι κι έφευγε. Φευγάτα πράγματα σου λέω. Ξέρω,ξέρω… Μπερδεμένα στα λέω, μα κι εμένα μπερδεμένα μου φάνηκαν. Και παράδοξα. Καθόμουν στην άκρη και κοιτούσα. Κι όσο κοιτούσα, τόσο δε πίστευα. Πολύ γέλιο βρε παιδί μου. Και πολλά παιδιά. Παντού μουσικές κι ένα ουράνιο τόξο καθηλωμένο ψηλά. Ένα χέρι χαιρετούσε σηκωμένο πάνω σ' ένα βουνό ένα πρόσωπο μέσα σε μια θάλασσα. Κι όλα αυτά που μας φαίνονται αντίθετα, ήταν εκεί σε πλήρη αρμονία. Οι άνθρωποι είχαν ονόματα αλλά δεν είχαν τόπο. Είχαν αναμνήσεις αλλά δεν είχαν σκοπό. Είχαν όνειρα αλλά δεν είχαν χρήματα. Αλλά πάλι, τί να τα κάνουν; Στο ζάρι δε χρησιμοποιούσε κανείς χρήματα.Όλοι δούλευαν για όλους κι όλοι πρόσφεραν σε όλους.

Κουρκούτι το έκανα μες τη νύχτα το μυαλό. Καζάνι η σκέψη μου μες τον χειμώνα. Κι όλο το κοίταζα, κι όλο δεν ήξερα τί να κάνω. Να το ξαναρίξω; Κι αν χαθεί το γέλιο κι η μουσική; Κι αν αρχίσουν να κουδουνάνε πάλι νομίσματα κι εγωισμοί; Κι αν φύγει το τόξο και γυρίσει ο καπνός; Φοβόμουν στον ύπνο μου μέσα. Φοβόμουν την ευθύνη σου λέω. Πώς να χαλάσεις τέτοια ομορφιά; Και τί μετά; Έτσι το άφησα όπως ήταν… Τύχη θα είναι, σκέφτηκα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ας πιστέψω στη μοίρα που το όρισε. Και κράτησα το όνειρο ως το πρωί.

Ο ήλιος σηκώθηκε κι εγώ ακόμα κοιμόμουν κι ονειρευόμουν. Όταν τελικά αποφάσισα ν' ανοίξω τα μάτια μου, έτσι όπως καθόμουν ξαπλωμένη μου 'ρθε στον νου εκείνη η φράση που 'χα διαβάσει μικρή και μ' άρεσε: "Τα όνειρα… αχ τα όνειρα… τα όνειρα είναι σαν τα θαύματα… βγαίνουν αληθινά μονάχα αν τα πιστεύεις". Ξέρω, ξέρω… Πάλι θα πεις ότι είμαι αλλοπαρμένη. Τί μ'αυτό;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News