Ένας τυφώνας -ή μάλλον η όψη του- προκαλεί μια κοινή αντίδραση, τόσο σε αυτούς που απειλούνται άμεσα από αυτόν όσο και σε αυτούς που απειλούνται σε βάθος χρόνου από μια δυνητική εξάπλωση των συνεπειών του φαινομένου (οικονομικές, πολιτιστικές κ.λπ.) ή ακόμα του ίδιου του φαινομένου: τον πανικό. Φυσικά, ο πανικός δεν εγκαθιδρύεται μονομιάς, αλλά προαπαιτεί ορισμένα στάδια για να γενικευθεί και στη συνέχεια να παγιωθεί.
Με τον ίδιο τρόπο αντιδρούν τα πλήθη ή οι μάζες σε μια καταστροφή, η οποία αν και προσωρινά απρόσωπη, αποτελεί προϊόν της ανθρώπινης δράσης, στα πλαίσια πάντα της διαστροφής. Γιατί η διαστροφή μπορεί να λάβει εκατοντάδες μορφές, ως ελαφρώς μεταλλαγμένη αδερφή της εφευρετικότητας. Την πλέον χαρακτηριστική, ωστόσο, αποτελεί ο φανατισμός, ο οποίος, αν δεν περιοριστεί από τη γέννησή του, πολλαπλασιάζεται, διαιρείται, αναπαράγεται, μεταφέρεται, εμποτίζεται. Κυρίως, όμως, το τελευταίο, αφού όλες οι υπόλοιπες διαδικασίες προϋποθέτουν την μόλυνση ενός άλλου ατόμου. Και είναι αξιοσημείωτη η ευκολία με την οποία πραγματοποιείται η αποδοχή ενός τέτοιου φρονήματος, ιδίως όταν απουσιάζει η ουσιαστική παιδεία. Η ακρότητα, φαίνεται, θέλγει, καθώς παραμορφώνει και διογκώνει καταστάσεις, οι οποίες στη συνέχεια, υπό μορφή ιδέας ή ιδεολογίας, επιβάλλουν μια αναμφισβήτητη ιεράρχηση των πραγμάτων, η οποία πρέπει πάση θυσία να εδραιωθεί, να προστατευθεί και να διαφυλαχθεί. Τα άτομα, φυσικά, που την παράγουν ή την υιοθετούν αυτοτοποθετούνται στις προνομιούχες κάστες, επαναπροσδιορίζοντας κατ’ επιθυμία την πραγματικότητα και αφήνοντας λιγοστό χώρο για να στριμωχτούν οι υπόλοιποι ως τέκνα ενός κατώτερου θεού.
Κάτω από αυτή την ιδιόρρυθμη θεώρηση και αντίληψη του κόσμου και του ρόλου που ο καθένας (προκαθορισμένα) διαδραματίζει σκάνε βόμβες, κατεδαφίζονται κτήρια, αφαιρούνται ανθρώπινες ψυχές. Και τότε είναι που αναρωτιούνται οι λεγόμενοι τρομοκράτες:
-Γιατί σκοτώνουμε;
-Μα στο όνομα του Αλάχ, φυσικά!
Αλλά ο Θεός, είτε ως ανθρώπινο κατασκεύασμα είτε ως υφιστάμενη ανώτερη ύπαρξη, δεν ζήτησε ποτέ την αυθαιρεσία, την επαναφορά του σκοταδισμού. Τα φώτα του Παρισιού τρεμοπαίζουν, η ελευθεροστομία σιγοσβήνει και μαζί της αγκομαχεί και η ελευθερία. Όσο, όμως, οι διάφοροι ηγέτες αναζητούν τις θαμμένες λύσεις, άλλοι στέκονται παράμερα και καιροφυλακτούν περιεργαζόμενοι πώς θα εκμεταλλευτούν μια καταστροφή καθολικής σημασίας, πώς θα φουσκώσουν περαιτέρω τα εθνικά συμπλέγματα, πώς θα διαχωρίσουν τους «καλούς» απ’ τους «κακούς», για να γίνουν οι ίδιοι τελικά «κακοί» και να επαναφέρουν το έρεβος στο όνομα μιας χρονολογικά και μόνο παρελθούσας κτηνωδίας, που αναβαπτίζουν και πάλι ως ιδεολογία. Και λίγο παραδίπλα, σαν σε πίνακα με τίτλο «η ταύτιση των άκρων», στέκονται μαυροντυμένοι και με το κεφάλι στραμμένο προς την «αλήθεια» οι υπερασπιστές μιας διιστάμενης ουτοπίας, που οι ίδιοι δε μπορούν να χαλιναγωγήσουν. Υπογράφουν γνώριμες επιστολές, δίνοντας άφεση αμαρτιών στην τρομοκρατία… γιατί ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Όλοι αισθάνονται τον κίνδυνο του τυφώνα όμως. Είτε είναι αυτοί που τρέχουν για να σώσουν τη ζωή τους στον ορυμαγδό που προκαλούν οι σφαίρες είτε είναι αυτοί που παρακολουθούν έντρομοι τα γεγονότα και κοιτούν έξω από το παράθυρο για να βεβαιωθούν ότι μια τέτοια επίθεση βρίσκεται ακόμα μακριά τους. Ταυτόχρονα, μια αίσθηση ενότητας και συλλογικότητας αναδύεται από την καταστροφή. Ξαφνικά όλοι αποκτούν τον ίδιο παρονομαστή και η προσφορά δεν αποτελεί πλέον καθήκον αλλά κανόνα επιβίωσης. Ο θάνατός σου, θάνατός μου. Η ζωή σου προέκταση της δικής μου.
*Ο Τάσος Μακρής είναι μαθητής της Γ’ λυκείου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News