Ο κ. Μητσοτάκης στην ΔΕΘ αναφέρθηκε συνοπτικά σε μια σειρά προτάσεων για το Σχολείο. Αυτές αφορούν στην αύξηση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων – δίνοντας ως παράδειγμα τη δυνατότητα πρόσληψης εκπαιδευτικών στο επίπεδό της- στην αύξηση των σχολείων Αριστείας και, βέβαια, στην Αξιολόγηση, χωρίς όμως αναλύσει το ρόλο της. Πολλοί θεωρήσαν ότι οι προτάσεις του «συνιστούν ύβριν για την Παιδεία», ως ακραία νεοφιλελεύθερες, κι άλλοι πως οδηγούν σε αλλαγή «εκπαιδευτικού παραδείγματος». Δεν πρόκειται βέβαια, για τίποτα απ’ τα δυο. Απλά, για άλλη μια φορά, ένας πολιτικός αρχηγός δηλώνει τις καλές του προθέσεις για τον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Σχολείου.
Βέβαια, πριν από αυτόν το ίδιο είχαν πράξει και οι άλλοι, αφού στη χώρα μας έχουμε εύκολα τα μεγάλα λόγια και τις καλές προθέσεις. Επαρκούν όμως αυτά για να προσδιορίσουμε τις πραγματικές αλλαγές που έχει σήμερα ανάγκη το Ελληνικό Σχολείο και σε ποιο βαθμό αυτές συνάδουν με τα καταγεγραμμένα προβλήματά του και, συνακόλουθα τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει ως χώρα στην προσπάθεια εξόδου από την Κρίση; Για να απαντηθεί κάτι τέτοιο, οφείλουμε αρχικά να προσδιορίσουμε ποιο είναι το Ελληνικό Σχολείο σήμερα και ποιες οι αδυναμίες του.
Το Σχολείο έλαβε τη σημερινή μορφή μετά από μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που υλοποιήθηκαν από τη Μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα. Χρονικά προηγήθηκαν μεταρρυθμίσεις αμιγώς εθνικού χαρακτήρα και χρηματοδότησης, ενώ από το 1996 και εντεύθεν οι αλλαγές επιβάλλονται διαμέσου ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Αρχικά το Σχολείο μας (1976-1990) μετατράπηκε από επιλεκτικό σε μαζικό, με τη διχοτόμηση της Β/θμιας Εκπαίδευσης και την ένταξη του Γυμνασίου στην υποχρεωτική Εκπαίδευση, κατοχυρώθηκε και απλοποιήθηκε (μονοτονικό) η δημοτική ως γλώσσα του, απέκτησε σύγχρονα Α.Π. και Εγχειρίδια, επιβλήθηκε η μικτή φοίτηση σ’ όλους τους τύπους του, κατοχυρώθηκε ο ρόλος του στη δημοκρατική διαπαιδαγώγηση, απόκτησε το σημερινό σύστημα Οργάνωσης και Διοίκησης, στρατολόγησε δασκάλους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και άρχισε να λειτουργεί θεσμούς στήριξης μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Μετά το 1996 ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο ο κοινωνικός του χαρακτήρας με την λειτουργία Ολοήμερων Τμημάτων και την επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης στο Νηπιαγωγείο, ανανεώθηκαν Α.Π.- Εγχειρίδια, εισήχθησαν νέοι μέθοδοι διδασκαλίας και οι Νέες Τεχνολογίες στη διδασκαλία καθώς και τη διοίκησή του.
Τυπικά, σήμερα το Σχολείο μας δεν έχει να ζηλέψει πολλά πράγματα απ’ αυτά της ΕΕ. Επί της ουσίας, όμως, υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να γίνουν και αρνούμαστε συστηματικά για χρόνια, παρά τις συνεχείς παραινέσεις ΟΟΣΑ και ΕΕ. Έτσι, ενώ μειώθηκε θεαματικά η εγκατάλειψη του σχολείου (κατώτερη του ευρωπαϊκού Μ.Ο.), οι επιδόσεις των μαθητών μας σε Γλώσσα, Μαθηματικά και Φυσικές Επιστήμες παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές. Διατηρούμε μεγάλο και πολυδιασπασμένο αριθμό σχολικών μονάδων (υψηλό κόστος συντήρησης – αρνητική επίδραση στην ποιότητα διδασκαλίας), ενώ το σύστημα Οργάνωσης – Διοίκησης, όχι μόνο κομματοκρατείται, αλλά ουσιαστικά ελέγχεται από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία ποδηγετεί και τους εκάστοτε Υπουργούς. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία εποπτείας του Σχολείου και την πλήρη απουσία Αξιολόγησης για δεκαετίες έχει συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία «κλίματος χαλάρωσης». Αυτό, με τη σειρά του, επιδρά αρνητικά στις επιδόσεις των μαθητών κι ο φαύλος κύκλος επιδεινώνεται σταθερά από την παραδοσιακή υποχρηματοδότηση του συστήματος, τους χαμηλούς μισθούς των εκπαιδευτικών και τον απόλυτο συγκεντρωτισμό στην λήψη αποφάσεων. Είναι ενδεικτικό ότι 90-95% του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας κατευθύνεται σε μισθούς και λειτουργικά έξοδα, ενώ η σχολική μονάδα λαμβάνει μόνο το 5% των αποφάσεων που την αφορούν.
Παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια θλιβερή εθνική πραγματικότητα, που αγνοεί εμμονικά τι συμβαίνει διεθνώς και τι μας συστήνουν έγκριτοι Οργανισμοί για την βελτίωση του Ελληνικού Σχολείου
Η Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση δεν είναι ελκυστική στους μαθητές, το εκπαιδευτικό προσωπικό γερνάει επικίνδυνα (αρνητικός παράγοντας για τις μαθητικές επιδόσεις), οι εκπαιδευτικές ανισότητες παραμένουν ανυπέρβλητες, απουσιάζει ένα εθνικό σύστημα ελέγχου των μαθητικών επιδόσεων και συνακόλουθα ένα συνεκτικό σχέδιο βελτίωσής τους και, το σημαντικότερο, οι «διάλογοι» για την Εκπαίδευση διαδέχονται ο ένας τον άλλο για τριάντα και έτη (Τρίτσης, 1986), ως θλιβεροί κομματικοί μονόλογοι. Αυτοί εξακολουθούν να αγνοούν ή να ανατρέπουν τις υποδείξεις οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ αλλά και τις συμφωνημένες σχετικές υποχρεώσεις της χώρας για την Ελληνική Εκπαίδευση (Γ΄ μνημόνιο), ενώ ακόμα κι όταν δειλά νομοθετείται μέρος τους – όπως έγινε με την περίπτωση της Αξιολόγησης (2012-2014), αμέσως μετά υποσκάπτονται, εγκαταλείπονται και τελικά καταργούνται.
Δεν χρειαζόμαστε, λοιπόν, καμιά αλλαγή «εκπαιδευτικού παραδείγματος» και πολύ περισσότερο, όχι μόνο δεν εφαρμόζουμε «νεοφιλελεύθερες» συνταγές για την Εκπαίδευση, αλλά παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια θλιβερή εθνική πραγματικότητα, που αγνοεί εμμονικά τι συμβαίνει διεθνώς και τι μας συστήνουν έγκριτοι Οργανισμοί για την βελτίωση του Ελληνικού Σχολείου. Θα έφτανε, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης να δεσμευθεί στην υλοποίηση των συστάσεών τους αμέσως και με επιμονή. Οι υποδείξεις τους όχι μόνο επαρκούν για την ώρα άλλα και για την επόμενη δεκαετία. Γιατί την κυρίαρχη κουλτούρα «χαλαρότητας και εθνικού αυτισμού» δεν ανατρέπουν διευθυντές που προσλαμβάνουν εκπαιδευτικούς και πενήντα σχολεία Αριστείας σ’ όλη την χώρα, αλλά η επιμονή στην υλοποίηση ενός υπαρκτού και κατατεθειμένου σχεδίου βελτίωσης του Σχολείου. Αυτό αρκεί, καθώς και η δυνατότητα να πείθει με τις προτάσεις του πρωταρχικά τους εκπαιδευτικούς της παράταξής τους, γιατί αυτοί – σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της ΔΑΚΕ – έχουν άλλο «όραμα» για το σχολείο.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News