Πριν από χρόνια μου ζήτησε η κόρη μου να αποκτήσει Facebook. «Όλες οι φίλες μου επικοινωνούν με αυτό», μου είπε. Αν δεν έχουν οι ίδιες, έχουν οι γονείς τους κι ανεβάζουν φωτογραφίες, διαλέγουν φίλους και είναι δικτυωμένες.
Ωραίες λέξεις, βαρύγδουπες με τεχνολογική εγκυρότητα. Τόσο αφοπλιστικές που δεν μπορούσα να σκαρφιστώ μια αντάξια λογική απάντηση. Κι όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις που δεν έχω επιχειρήματα κατέφυγα στη μητρική και γυναικεία διαίσθηση.
Έτσι η απάντησή μου ήταν μια ασυνείδητη, ενστικτώδης άρνηση με την υπόσχεση βέβαια ότι θα το μελετήσουμε το θέμα και θα αποφασίσουμε δημοκρατικά με τον πατέρα της.
Έλα όμως που έπρεπε να την πείσω και να της εξηγήσω πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος τις αποφάσεις της ζωής του να τις παίρνει –πολλές φορές– ενάντια στη θέληση των πολλών. Και τότε η ίδια η πραγματικότητα μ’ έβγαλε από τη δυσκολία.
Την άλλη μέρα επισκεφτήκαμε μια φίλη, μιας και γιόρταζε η εγγονή της. Το κοριτσάκι όμορφο και πανέξυπνο γιόρταζε τα γενέθλια. Ήταν εντούτοις βαθιά στενοχωρημένο, γιατί ήμασταν λίγοι οι παρευρισκόμενοι και ‒συν τοις άλλοις‒ έλειπαν οι συμμαθητές και οι συνομήλικοι. Το ‘πιασε το παράπονο και η γιαγιά το παρηγόρησε λέγοντάς του πως όλοι οι διαδικτυακοί του φίλοι το θυμήθηκαν και πως είναι και αγαπητό και κοινωνικό το οχτάχρονο με τους 150 διαδικτυακούς φίλους. Για την παρέα των συνομήλικων κουβέντα, για το παιχνίδι και τα μαλώματα χωρίς οθόνες κουβέντα. Εμένα όμως το περιστατικό μου ‘δωσε τροφή για σκέψη και μερικά επιχειρήματα που εναγωνίως ζητούσα.
Αλλάξαν οι εποχές κι εγώ αρνούμαι να εκσυγχρονιστώ όπως η γιαγιά που ξέρει να κοινοποιεί, ν’ανεβάζει και να κάνει λάικ. Αρνούμαι να υιοθετήσω τη μοναξιά μιας κατ’επίφαση δημοφιλίας και κοινωνικότητας. Αρνούμαι να εκσυγχρονίσω την οικογένειά μου και να αφήσω χαραμάδα, για να δει ο άλλος τα παιδιά, την καθημερινότητα, τα φαγιά, τα ταξίδια ή ό,τι άλλο αφελώς ή τεχνηέντως από τη δική μου καθημερινότητα θέλω να του προβάλλω. Αρνούμαι πάλι σαν ηδονοβλεψίας να παρακολουθήσω τις ζωές των άλλων. Από την κλειδαρότρυπα να μπω ηδονικά, να θαυμάσω και χαιρέκακα να σχολιάσω όσα ο άλλος σκηνοθετεί ή απομονώνει από τη δική του πραγματικότητα.
Νομίζω πως είναι σημεία των καιρών που με φοβίζουν, γιατί η ματαιόδοξη αγωνία για το φαίνεσθαι έχει τελικά και διττό αποτέλεσμα: από τη μια πλευρά, συμβαδίζει με την αυταπάτη σου ότι μπορείς να χειραγωγήσεις το βλέμμα των άλλων, να καθορίσεις τον τρόπο με τον οποίο σε βλέπουν και σε κρίνουν· από την άλλη όμως αδρανοποιείς την οξυδέρκεια του δικού σου βλέμματος, να βλέπεις δηλαδή κριτικά πέρα από τα φαινόμενα. Tούτη η ανειλικρίνεια του βλέμματος διευρύνεται, εν τέλει, σε ανειλικρίνεια της ύπαρξης που ισοδυναμεί όμως με υπαρξιακό θάνατο.
Ξέρω σίγουρα ότι χάνω πολλά, που οι ειδικοί στο θέμα θα μπορούσαν να μου απαριθμήσουν. Όμως φοβάμαι την εξάρτηση και την πλεύση σε αχαρτογράφητα νερά όπου κάποιες, καλή ώρα, μπλε φάλαινες παραμονεύουν, για να σε καταπιούν σε βάθη απάθειας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News