Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη πριγκίπισσα. Όχι από εκείνες τις κλασικές όμως, που ονειρεύονται να παντρευτούν πρίγκιπες. Ετούτη είχε άλλα όνειρα. Να δει τον κόσμο ήθελε, να τον χορτάσει και, γιατί όχι, μέχρι και τον αλλάξει ονειρευόταν.
Μια μέρα συνάντησε ένα μάγο. Αληθινό ντε! Της έταξε πως θα την ταξιδέψει σε άλλες εποχές και σε άλλους καιρούς! Σε μέρη μαγικά σαν την αφεντιά του και ακόμη πιο πέρα! Σάστισε η πριγκίπισσά μας και ευθύς δέχτηκε. Ούτε που σκέφτηκε τον κίνδυνο, ούτε που λογάριασε τις συνέπειες. Βρέθηκε ξάφνου σε μια πόλη τάχα μαγική, ξακουστή για την ομορφιά της και τους φιλόξενους κατοίκους της. Θαρρώ Θεσσαλονίκη πως τη λέγανε.
Μα στ’ αλήθεια δεν είχε το θεό του αυτός ο μάγος ‒που ποιος ξέρει τί σκεφτόταν και την έστειλε εκεί‒ γιατί σαν έφτασε η πριγκίπισσά μας, κοντοστάθηκε. Αντίκρυσε μια πόλη παρατημένη, γκρίζα και άχρωμη, με μια ταξιδιάρα, γαλάζια θάλασσα όμως που γινόταν ένα με τον απέραντο ουρανό.
Παρατήρησε τους ανθρώπους της να περπατάνε σκυφτοί και σκεπτικοί στους δρόμους, με ένα βλέμμα που φώτιζε όμως σα βλέπανε ένα φίλο τους πιο κάτω να τους χαιρετά. Τα παιδιά ήταν όλα περιποιημένα και φροντισμένα, αλλά δεν παίζαν στις πλατείες. Οι γέροντες πάλι ήταν όλοι σε ουρές στοιβαγμένοι, πολλή εντύπωση της έκανε. Πότε ένα λεωφορείο που δεν ερχόταν περίμεναν, πότε κάτι φάρμακα λέει αγωνιούσαν να βρουν και -‒άλλο πάλι παράξενο‒ σε ένα μηχάνημα μπροστά συγκεντρώνονταν κάθε τόσο για να πάρουν τη «σύνταξη». Eτσι της είπαν και γκρινιάζαν ατελείωτα.
Και πάνω που είχε απογοητευτεί η όμορφη πριγκίπισσά μας στάθηκε δίπλα της μια κοπέλα. Πολύ γλυκιά ήταν και όπως την είδε σκεπτική άρχισε να της μιλά. Το κάνουν εύκολα κάποιες φορές αυτό ξέρετε στη Θεσσαλονίκη. Της είπε λοιπόν ότι η ζωή κυλά δύσκολα στην πόλη τούτη και πως κάποτε ήταν τα πράγματα αλλιώς.
Της μίλησε για τα προβλήματα, την ανέχεια, την ανεργία, τους πρόσφυγες… όλα, έννοιες καινούργιες για την νεαρή πριγκίπισσα. Έπειτα της άνοιξε ακόμη περισσότερο την καρδιά της και της είπε ιστορίες της πόλης για αγαπημένες κόρες και μάνες, για φιλίες που κράτησαν μια ζωή και για έρωτες που ακόμη κρατούν. Διπλά σάστισε η πριγκίπισσα.
Όλα δυο όψεις είχαν στην πόλη αυτή, αναλογίστηκε. Εκεί που όλα έδειχναν γκρίζα και απελπιστικά, ξεπρόβαλλε η ομορφιά και η ελπίδα. Η πριγκίπισσά μας που, μην ξεχνάτε, είχε ταξιδέψει στους χρόνους και στους τόπους με όνειρα για περιπέτειες παραμυθένιες και με σχέδια φιλόδοξα για να αλλάξει τον κόσμο, κοντοστάθηκε…
Ένα δίλημμα τριβέλιζε το μυαλό της: να μείνω ή να φύγω; «Να μείνω ή να φύγω;» Το ίδιο δίλημμα είχαν και όλοι οι τυχεροί, και άτυχοι μαζί, πολίτες της γκριζοπής, αλλά παραμυθένιας πόλης μας… «Να μείνω ή να φύγω;»…
Για πες μου τώρα μάγε μου καλέ, τι κάνω; «Να μείνω ή να φύγω;».
*Η Ελένη Ομήρου είναι διαφημίστρια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News