Στην εποχή μας οι αξίες φθίνουν και τείνουν να εξαλειφθούν καθώς έχουμε χάσει τον ανθρωπισμό μας. Δεν συνάπτουμε πλέον υγιείς και ποιοτικές σχέσεις, ζούμε με ταχείς ρυθμούς και ακολουθούμε μια συγκεκριμένη ρουτίνα. Συγχρόνως όλα τα γεγονότα γύρω μας καθώς και οι πράξεις μας λαμβάνουν χώρα μηχανικά. Όσο γρήγορα συμβαίνουν, άλλο τόσο γρήγορα αποθνήσκουν. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό έχουμε ξεχάσει τη σημασία της διακριτικότητας.
Πρωτίστως, η αξία αυτή διδάσκεται και καλλιεργείται μέσα στην οικογένεια και έπειτα στο σχολείο. Εάν κάποιος καταφέρει να την κατακτήσει, πιστεύω ότι μπορεί να την κατέχει εφ’ όρου ζωής. Είναι μια αξία που εξυψώνει τον άνθρωπο και τον εξευγενίζει. Πολλοί τη συγχέουν με το υπερβολικό ενδιαφέρον και την παντελή αδιαφορία.
Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω ότι η διακριτικότητα δεν συνιστά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Βρίσκεται μέσα σε μια ενδιάμεση κατάσταση και δεν κλίνει ούτε προς τη μια ούτε προς την άλλη κατεύθυνση. Συνιστά το πραγματικό ανθρώπινο ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό μας (είτε αυτός είναι απλώς γνωστός είτε πολύ στενός μας άνθρωπος), το οποίο έχει συγκεκριμένη έκταση και ένταση. Σταματά να υπάρχει όταν παραβιάζεται ο βασικός πυρήνας των αξιών του άλλου με αποτέλεσμα αυτός να ενοχλείται και ως επί το πλείστον ν’ αντιδρά.
Όμως, η διακριτικότητα δεν είναι ούτε και αδιαφορία. Όταν κάποιος σιωπά και παραλείπει ηθελημένα να εμβαθύνει στις σχέσεις του με τον συνάνθρωπό του, δεν σημαίνει πως κρατά αυτή τη στάση ζωής από διακριτικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση το άτομο δεν εκδηλώνει καμία περαιτέρω πρόθεση για να μάθει τον άλλον, όποιος κι αν είναι αυτός. Ως εκ τούτου, συνιστά μια ουδέτερη έως παγερή στάση ζωής χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης.
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, είναι πολύ συχνή η εμφάνιση αυτών των δύο παθογενειών και δυστυχώς, πολύ σπάνια η διακριτικότητα. Το υπερβολικό ενδιαφέρον ονομάζεται κουτσομπολιό το οποίο υποτίθεται ότι «συσφίγγει» τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά χρησιμοποιείται ως παυσίπονο για να απαλύνουμε τις ψυχικές πληγές μας που πυροδοτούνται από τις ανασφάλειές μας.
Δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά για να γνωρίσουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμη, δεν θα νιώσουμε καλά εάν κάποιος μπορεί να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από εμάς. Ίσα-ίσα αν βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από εμάς ή μειονεκτεί σε κάτι, χαιρόμαστε και δεν συμπάσχουμε. Συνεπώς, το υπερβολικό ενδιαφέρον μόνο ως διακριτικότητα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Στον αντίποδα, ούτε η πλήρης αδιαφορία συνιστά διακριτικότητα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί φοβόμαστε να σκεφτούμε περισσότερο, να εντρυφήσουμε στα βάθη της ψυχής μας και ν’ ανακαλύψουμε στοιχεία για τον εαυτό μας. Όταν λοιπόν δεν μας ενδιαφέρει ο ίδιος μας ο εαυτός, δεν βρίσκουμε λόγο για να μας ενδιαφέρει και ο συνάνθρωπός μας. Στη περίπτωση αυτή κυριαρχεί η απάθεια και η πλήρης αποσύνδεση των συναισθημάτων μας από την πραγματικότητα. Ως αποτέλεσμα, αυτή η κατάσταση είναι μάλλον μη αναστρέψιμη και δεν μπορεί φυσικά να χαρακτηριστεί ως διακριτικότητα.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι χρειάζεται να αφιερώσουμε χρόνο για να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες και τις αρχές μας. Όσο γρήγορα κι αν εξελίσσεται ο κόσμος μας πρέπει να μην λησμονούμε ότι είμαστε άνθρωποι. Γι’ αυτό και μόνο τότε θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε γνήσιες σχέσεις και να χρωματίσουμε τη ζωή μας. Η διακριτικότητα είναι αξία ανεκτίμητη και… δεν βλάπτει.
*Η Αννα Παυλίδου, είναι τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και ασκούμενη δικηγόρος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News