Η λέξη και μόνο κρύβει μέσα της την μεγαλύτερη παραπλάνηση. ΑΝ-ΟΡΕΞΙΑ = Η έλλειψη όρεξης. Λες και οι ασθενείς παύουν ξαφνικά να πεινούν, λες και μεταμορφώνονται σε κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη φύση και λογική. Ε, λοιπόν, ξέρετε κάτι; Οι πάσχοντες από νευρική ανορεξία ΠΕΙΝΑΜΕ. Πεινάμε πολύ. Πεινάμε συστηματικά. Πεινάμε συχνά περισσότερο και από εσένα, ακριβώς λόγω της διαρκούς στέρησης που έχουμε αυτο-επιβάλλει στους εαυτούς μας.
Για την ακρίβεια, η συγκεκριμένη αντίληψη περί μειωμένης έως καθόλου όρεξης για φαγητό είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που καθυστερεί την διάγνωση της ασθένειας τόσο από τον ίδιο τον πάσχοντα όσο και από τους οικείους τους. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση. «Ε, εντάξει, αφού έχει όρεξη, δεν συμβαίνει κάτι. Στο μυαλό της είναι όλα»… Μα ακριβώς! Όλα είναι στο μυαλό μου και αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η έλλειψη όρεξης μπορεί πράγματι να υπάρχει σε κάποιους ασθενείς, συνήθως όμως εμφανίζεται σε ιδιαίτερα προχωρημένα στάδια, όταν πια η μειωμένη πρόσληψη τροφής έχει γίνει χρόνια κατάσταση και ο οργανισμός έχει συνηθίσει τόσο σε αυτήν, ώστε να μην επιζητά, αλλά και να μην αντέχει κάτι παραπάνω.Το κλειδί στη νευρική ανορεξία δεν είναι η έλλειψη όρεξης για τροφή, αλλά όλες οι νοητικές και ψυχικές διεργασίες που σχετίζονται με αυτήν. Στην πραγματικότητα, λαχταρούσα να φάω, αλλά κάτι μέσα μου με απέτρεπε. Τι; Ο φόβος.
Η πεποίθηση πως αυτό που θα φάει θα «φανεί» κατ’ ευθείαν στο σώμα μου. Η ενοχή που ήξερα πως θα νιώσω μετά, επειδή δεν «κατάφερα» να αντισταθώ. Το αίσθημα αναξιότητας που θα ακολουθούσε αυτή την απόκκλιση από το προδιαγεγραμμένο διατροφικό πλάνο ή, αντίστροφα, η ικανοποίηση και το αίσθημα δύναμης, υπεροχής, ακόμα και μεγαλείου που συνόδευε την άρνηση να γευτώ κάποια αγαπημένη/απαγορευμένη τροφή.
Γιατί η ανορεξία σε εμένα εμφανίσθηκε με αυτή τη μορφή. Δεν έφαγα ποτέ υπερβολικές ποσότητες φαγητού, κάνοντας έπειτα εμετό (αν και μου πέρασε κάποιες φορές από το μυαλό), ούτε περνούσαν ολόκληρες ημέρες στις οποίες έτρωγα μόνο 2 μπισκότα. Είχα κατατάξει όλες τις τροφές σε 2 κατηγορίες, τις «καλές» με τις οποίες και τρεφόμουν –σε μικρές μεν, αλλά όχι μηδαμινές ποσότητες- και τις «κακές» τις οποίες μου απαγόρευα και αν τύχαινε περιστασιακά να ενδώσω, επέβαλα στον εαυτό μου είτε υπερβολική γυμναστική –η οποία υπήρχε έτσι κι αλλιώς στο πλάνο μου- για να τις «κάψω», είτε νηστεία τις επόμενες μέρες, προκειμένου να επέλθει η νοσηρή ισορροπία που είχα κατασκευάσει στο μυαλό μου.
Το παν άλλωστε ήταν ζήτημα διατήρης τάξης. Ακούω συχνά πως η ανορεξία αποτελεί την μάστιγα της εποχής, που ταλανίζει κυρίως γυναίκες, επειδή αυτές είναι που εκτίθενται περισσότερο στα προβεβλημένα από τα μίντια πρότυπα και, έτσι, τους δημιουργείται επιθυμία να τους μοιάσουν. Ίσως πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις να είναι έτσι. Μου φαίνεται όμως μια υπερπλουστευμένη εξήγηση της ασθένειας, αφού αυτή τις περισσότερες φορές σχετίζεται με πολύ βαθύτερα ζητήματα, με την ίδια την φύση του πάσχοντος και όχι με την εξωτερική του εικόνα. Απίστευτο,ε; Κι όμως, συχνά η ανορεξία είναι λίγο εώς καθόλου συνδεδεμένη με την εικόνα του σώματος. Έτσι τη βίωσα εγώ, ως ζήτημα ελέγχου, τελειοθηρίας, ψυχαναγκασμού. Υπάρχουν/0υμε άνθρωποι τόσο βαθιά τελειομανείς, τόσο ψυχαναγκαστικοί με το να διατηρούμε τον έλεγχο στην ζωή μας, πού όταν συνειδητοποιούμε πως αυτό είναι εν τοις πράγμασι αδύνατο, τείνουμε να στραφούμε στο σώμα και τη διατροφή μας, συχνά μάλιστα ασυνείδητα, αφού εντέλει είναι ένα από τα ελάχιστα πράγματα στο οποίο μπορούμε πράγματι να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο και αυτό λειτουργεί ανακουφιστικά για το εμμονικό «εγώ» μας.
Σήμερα, λίγους μήνες μετά και εν μέσω ενός συγκεκριμένου διατροφικού προγράμματος «αποκατάστασης», δίνω κάθε μέρα μάχη με τον εαυτό μου, προκειμένου να τον πείσω πως αυτό είναι που χρειάζομαι πραγματικά και πρέπει να μείνω πιστή σε αυτό. Κάποιες μέρες την κερδίζω, κάποιες άλλες την χάνω.
Στη δική μου περίπτωση, η ενασχόληση με το φάγητο ήταν τόσο μεγάλη, που αυτό είχε γίνει το κυρίαρχο θέμα στην ζωή μου. Η πρώτη σκέψη μου το πρωί και η τελευταία το βράδυ. Το 95% των αναζητήσεών μου στο ίντερνετ αφορούσε θερμίδες, δίαιτες και γυμναστική. Είχα κατεβάσει δε μία εφαρμογή στο κινητό μου, στην οποία και κατέγραφα κάθε τι που έτρωγα (ακόμα και μία τσίχλα!). Απίστευτο και όμως απόλυτα αληθινό και ενδεικτικό του τι συμβαίνει στο μυαλό ενός ασθενή, είναι το ότι ακόμα και σε μία πολύ απαιτητική ημέρα στην δουλειά, ξέρεις από εκείνες που αν σε ρωτήσουν αν έξω είναι ημέρα η νύχτα χρειάζεσαι κάποια λεπτά για να απαντήσεις, μπορούσα ανα πάσα στιγμή και με ακρίβεια να πω πόσες θερμίδες έχω καταναλώσει μέχρι στιγμής, τι «υπόλοιπο» έχω (ποτέ, κανείς δεν κατάλαβε πώς ακριβώς οι ασθενείς καθορίζουμε τον στόχο μας), αλλά και τι σκοπεύω να φάω την υπόλοιπη μέρα και πότε! Καμία ουσιαστική επαφή με το σώμα και τις ανάγκες του λοιπόν, μόνο ψυχροί υπολογισμοί.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο της εμμονής είναι και αυτό που με οδήγησε στο να αντιληφθώ ότι έχω πρόβλημα, αφού κυριολεκτικά ήρθε η στιγμή που ένιωσα πως δεν αντέχω άλλο να ζω έτσι. Προσοχή, αυτό το στοιχείο! Όχι το βάρος μου που μειωνόταν θεαματικά, αν και είχα πάψει τυπικά να το επιζητώ (παρ’ όλα αυτά, κάθε γραμμάριο λιγότερο που πρόσφερε μiα ζοφερή ικανοποίηση!). Όχι οι δικοί μου άνθρωποι που μου χτυπούσαν συνεχώς το καμπανάκι. Όχι τα κόκκαλά μου που διαγράφονταν πλέον κάτω από το δέρμα μου. Όχι, η περίοδός μου, που είχε να εμφανιστεί 7 μήνες. Αυτό και μόνο αυτό.
Στην ουσία, ποτέ, ακόμα και σήμερα, δεν θεώρησα ότι είμαι πολύ αδύνατη. Αντιλαμβανόμουν φυσικά ότι είχα αδυνατίσει, αλλά μου φαινόταν παράλογο που δεν έβρισκα ρούχα σε τόσο μικρό νούμερο. Πίστευα (και συχνά ακόμα πιστεύω) πως οι περισσότερες κοπέλες γύρω μου είναι πιο αδύνατες από εμένα. Η αντίληψη αυτή συντηρούνταν και από το ίδιο το βάρος μου. Ποτέ δεν έφτασα να ζυγίσω ένα αντικειμενικά τόσο τρομακτικό νούμερο. 48 κιλά. Μα δεν είναι τόσο λίγα! Ξέρω πολλές κοπέλες που έχουν αυτό το βάρος ή και λιγότερο και είναι μια χαρά. Αυτό που δεν ήθελα να δω όμως είναι πως τα 48 μου κιλά ήταν αποκλειστικά μύες και σωματικά υγρά, αφού έφτασα στο σημείο να έχω στο σώμα ελάχιστο λίπος, λιγότερο και από το απαιτούμενο για την συντήρηση των ζωτικών μου οργάνων.
Σήμερα, λίγους μήνες μετά και εν μέσω ενός συγκεκριμένου διατροφικού προγράμματος «αποκατάστασης», δίνω κάθε μέρα μάχη με τον εαυτό μου, προκειμένου να τον πείσω πως αυτό είναι που χρειάζομαι πραγματικά και πρέπει να μείνω πιστή σε αυτό. Κάποιες μέρες την κερδίζω, κάποιες άλλες την χάνω. Βλέπεις, ο δαίμονας δεν έχει φύγει, απλώς «λαγοκοιμάται». Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, δεν ξέρω αν θα τον ξαναξυπνήσω ή θα τον αφήσω να πέσει σε λήθαργο. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα, είναι πώς θέλω όσο τίποτα να έρθει η ημέρα που θα ξυπνήσω, θα φάω αυτό που λαχταράω (καλό/κακό/οτιδήποτε), δεν θα ξέρω πόσες θερμίδες έχει και δεν θα με νοιάζει καν να μάθω. Μέχρι τότε, αρκούμαι στις μικρές, καθημερινές, κερδισμένες μάχες, με την ελπίδα να με οδηγήσουν τελικά να νικήσω και τον πόλεμο.
Ο λόγος που έγραψα αυτό το άρθρο, δεν είναι για να δώσω συμβουλές, ούτε «κουράγιο» σε ανθρώπους που βιώνουν το ίδιο –δεν είμαι, άλλωστε σε θέση για αυτό, αν και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πώς θα το κάνω, εφ’ όσον καταφέρω να βγώ νικήτρια-. Θέλησα απλώς να φωτίσω μία άλλη όψη της νόσου, η οποία εμφανίζεται με πολλές μορφές, διαφορετικές από αυτές που ξέρουμε και πιστεύουμε, διαφορετικές από την αντίληψη που μας έχουν προβάλλει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ούσα μέσα σε αυτήν την κατάσταση, οι περισσότεροι γνωστοί μου, μου λένε συνεχώς να προσέχω, γιατί έτσι όπως αδυνάτισα … ΘΑ πάθω «καμιά νευρική ανορεξία»! Η νευρική ανορεξία λοιπόν, δεν είναι μόνο εμετοί ή 2 αγγούρια και ένα καρότο την ημέρα. Δεν είναι μόνο γυναίκες που ζυγίζουν 30 κιλά. Δεν είναι μόνο έφηβες, που θέλουν να γίνουν μοντέλα. Είναι όλα αυτά και είναι άλλα τόσα. Το μόνο κοινό;
Μη σου τύχει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News