Εδώ και μέρες με κυριεύει ένα σφίξιμο. Ένα σφίξιμο, το οποίο όσο περνούν οι μέρες, γίνεται ακόμα εντονότερο. Σήμερα, 24 Ιανουαρίου πλέον, νομίζω πως έχω τις λέξεις για να το περιγράψω και να το εξωτερικεύσω.
Ξεκίνησα να το νιώθω, ανήμερα των Φώτων, 6-7 πρέπει να έπεφταν, και είναι αποτέλεσμα των φετινών γιορτών μου. Όλα ξεκίνησαν στα τέλη Δεκέμβρη, όταν άρχισαν να επιστρέφουν οι φίλοι μου από τα διάφορα σημεία του κόσμου στα οποία έχουν μεταναστεύσει. Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία, Δανία, Σουηδία, Ιταλία, Ολλανδία, Αμερική. Αυτές είναι οι χώρες τις οποίες θυμάμαι. Από εκεί επέστρεφαν για λίγες γιορτινές μέρες φίλοι, συγγενείς, γνωστοί και συνάδελφοι. Μην με ρωτήσετε για πόλεις, είναι τόσες πολλές, μικρές και άγνωστες που τις έχω ξεχάσει ήδη.
– Ελα ρε, καλώς όρισες! Τι κάνεις; Πώς τα περνάς πάνω; κάπως έτσι ξεκινούσα τις συζητήσεις
– Καλά ρε φίλε, τα γνωστά. Είναι δύσκολα, έχει πολλή δουλειά/διάβασμα, πολύ κρύο, οι Χ (σ.σ. βάλε την εθνικότητα) είναι περίεργοι αλλά εντάξει. Ετσι ήταν οι περισσότερες απαντήσεις). Όπως προχωρούσε η συζήτηση, ρωτούσα από περιέργεια:
– Και δε μου λες, τι λένε τα πλάνα; Σκέφτεσαι να γυρίσεις;
– Όχι ρε, να γυρίσω να κάνω τι, χαζός είμαι; Αυτή ήταν η συχνότερη απάντηση.
Αυτές οι συζητήσεις γίνονταν περίπου μέχρι την Πρωτοχρονιά. Πάνω στο γλέντι και τη μέθη των ημερών, ανάμεσα στα τεράστια γεύματα και τα τσίπουρα, μαζί με χριστουγεννιάτικες μελωδίες και μελομακάρονα. Μετά όμως, άρχισαν τα άσχημα. Άρχισαν οι αποχαιρετισμοί, μέχρι την επόμενη φορά, η οποία δεν ξέρεις πότε θα είναι.
Φέτος τις γιορτές, τα μέτρησα. Ήμουν θύτης πολλών καλωσόρισες και θύμα ακόμα περισσότερων αντίο. Περισσότερων γιατί κάποιος ακόμα αποφάσισε να φύγει. Εκεί, περίπου τελείωσαν και οι γιορτές, έφυγε ο ενθουσιασμός και τα στολίσματα και άρχισαν οι σκέψεις. Εκεί, με έπιασε το σφίξιμο, η μεθεόρτια κατάθλιψή μου.
Η γενιά μου είμαστε μία χαμένη γενιά. Σίγουρα χαμένη για την Ελλάδα, και δίνουμε μάχη καθημερινά να σώσουμε ό,τι μπορούμε για τους εαυτούς μας. Δεν είναι η επιλογή για ένα καλύτερο και αξιοπρεπέστερο μέλλον που μας οδηγεί, αλλά η επιτακτική ανάγκη για έξοδο από τη μιζέρια και μια αχτίδα προοπτικής, πάνω στην πιο δημιουργική μας ηλικία.
Εγκαταλείπουμε, όσο πιο γρήγορα μπορούμε, την Ελλάδα και προσφερόμαστε ώστε να καλύψουν οι άλλες χώρες τις τρύπες των συστημάτων τους. Κακά τα ψέματα. Μια γενιά με όρεξη για δουλειά και δημιουργία, πλουσιότατη σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, μια γενιά που έχει μάθει να σιχαίνεται το ρουσφέτι και τη βόλεψη, ίσως δηλαδή η καλύτερη γενιά που έχει δει η χώρα μας εδώ και χρόνια, φεύγει χωρίς να κοιτάει πίσω.
Και εμείς που μένουμε πίσω τι κάνουμε; Με εμάς τι γίνεται; Όταν βρισκόμαστε οι «ακόμα εδώ», λοιπόν, μετράμε ποιοι είμαστε εδώ, θυμίζοντας συζητήσεις στρατηγών σε πεδία μάχης, συζητάμε τις λεπτομέρειες των δικών μας πλάνων απόδρασης, τι πιστοποίηση κυνηγάμε και εάν και πού βρήκαμε δουλειά.
Κοιτιόμαστε και αναρωτιόμαστε τι θα κάνουμε και τι μας περιμένει. Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στη Βουλή παίζουν ακόμα, οι ίδιοι πολιτικοί δεινόσαυροι των οποίων οι πράξεις μας έδωσαν την ανάγκη να φύγουμε και των οποίων, και μόνο η παρουσία, κάνει το εισιτήριο της μετανάστευσης one way. Οι κόκκινοι στήνουν το νέο τέρας τους, οι μπλε ετοιμάζονται να επαναφέρουν το δικό τους. Σαν κακό κόμικ μοιάζει, αλλά είναι η θλιβερή πραγματικότητα.
Σύντομα, λογικά, θα γίνω και εγώ ο θύτης ενός τέτοιου αντίο. Μην με ρωτάτε εάν θα είναι προσωρινό ή μόνιμο, δεν ξέρω. Θα αποχαιρετίσω τη μιζέρια της ηλιόλουστης Ελλάδας, για να μπορέσω να σχεδιάσω ένα μέλλον στη μουντή Βόρεια Ευρώπη. Ακριβώς πού, πάλι δεν ξέρω. Δεν έχω μάθει να το βάζω στα πόδια σε δύσκολες καταστάσεις. Όμως, αυτή μου η φυγή φαντάζει, αυτή τη στιγμή, ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης της μεθεόρτιας κατάθλιψής μου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News