Και ξαφνικά προέκυψε εφάπαξ επίδομα «νεανικής αλληλεγγύης» για κάθε άνεργο ηλικίας από 18 έως 24 ετών ύψους 400 ευρώ, όπως ανακοίνωσε η Υπουργός Εργασίας. Η κυβέρνηση μετά το «κοινωνικό μέρισμα» συνεχίζει την επιδοματική πολιτική.
Μια εβδομάδα πριν (στις 7-12-2017) η Ελληνική Στατιστική αρχή ανακοίνωσε ότι η ανεργία υποχώρησε στο 20,5%, το χαμηλότερο ποσοστό στα χρόνια της κρίσης, με τη μερική απασχόληση βέβαια να βρίσκεται σε σταθερή άνοδο (3 στους 10 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα).
Παρά τη μείωση της ανεργίας, ο αριθμός των ανέργων εκτιμάται σε 981.126 άτομα και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός σε 3.223.768, ενώ το σύνολο των απασχολουμένων υπολογίζεται σε 3.800.254. Ακόμα και σήμερα δηλαδή, παρά τη σταθεροποίηση της οικονομίας, το σύνολο του εργατικού δυναμικού παραμένει σταθερά μικρότερο του αθροίσματος των μη οικονομικά ενεργών και των ανέργων. Πρόκειται για μια δραματική ισορροπία που καταγράφηκε πρώτη φορά το Μάρτιο του 2011 και έχει πλέον παγιωθεί.
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η δημογραφική σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού. Σύμφωνα με μελέτη της ΤτΕ, μεταξύ 2008 και 2013, εγκατέλειψαν τη χώρα σχεδόν 223.000 νέοι, ηλικίας 25-39 ετών. Συνολικά το ίδιο διάστημα, 427.000 μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας έφυγαν από τη χώρα για αναζήτηση εργασίας. Η δυναμική αυτή δεν ανετράπη και σε συνδυασμό με τη χρόνια γήρανση του ελληνικού πληθυσμού, η μέση ηλικία του πληθυσμού υπολογίζεται πλέον στα 44-46 έτη. Το 21% του πληθυσμού έχει ήδη υπερβεί τα 65 έτη και αυξάνεται ραγδαία, με την εκτίμηση για το 2050 να είναι άνω του 30%. Ενώ ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός εκτιμάται στα 7 εκατομμύρια και αναμένεται να περιοριστεί στα 5 εκατομμύρια περίπου το 2050.
Κοντολογίς, η Ελλάδα είναι μια χώρα με σταθεροποιημένη μεν οικονομία αλλά με εξαιρετικά γερασμένο πληθυσμό, δυσοίωνες δημογραφικές προοπτικές, περιορισμένο εργατικό δυναμικό και με την κοινωνική πλειοψηφία να συντίθεται από τους οικονομικά μη ενεργούς και τους ανέργους. Κυρίως δε μια πολιτική τάξη που είναι εγκλωβισμένη -προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή της- να θωπεύει (με εύκολες λύσεις) την κυριαρχούσα κοινωνική δύναμη πλέον, αυτή του «κόμματος των συνταξιούχων» και εν γένει οικονομικά μη ενεργών.
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι το 65% όσων προσήλθαν στις κάλπες της Κεντροαριστεράς ήταν άνω των 55 ετών και αυτή είναι η αναλογία συμμετοχής στις εσωκομματικές διαδικασίες σε όλο το πολιτικό φάσμα, το συμπέρασμα είναι προφανές: η μοίρα της χώρας καθορίζεται από τις επιλογές του γερασμένου και μη ενεργού πληθυσμού μας. Ένας κόσμος που δικαιολογημένα έχει μια «συμπάθεια» προς την επιδοματική πολιτική. Οι απόμαχοι της ζωής και οι απογοητευμένοι της αγοράς εργασίας δεν γοητεύονται τόσο από τα οράματα περί ανάπτυξης, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, όσο από την αύξηση του μηνιαίου εισοδήματος που του παρέχει ευθέως το κράτος. Και κάπως έτσι καταλήγουμε με μια κυβέρνηση αλλά και μια πολιτική τάξη (στην πλειοψηφία της και ανεξαρτήτως κόμματος) που περιχαρακώνει την εκλογική της πελατεία με επιδοματικές πολιτικές και κοντόφθαλμες λύσεις.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι η μοίρα της γενιάς κάτω των 40, του παραγωγικού δηλαδή δυναμικού της χώρας και μόνου ικανού μακροπρόθεσμα να ανατρέψει τις ισορροπίες και να εγγυηθεί την ανάπτυξη, εξαρτάται αναπόδραστα από τον αναπροσανατολισμό της «γενιάς των συνταξιούχων»! Από την αλλαγή υποδείγματος που οι πρώτοι θα πρεσβεύουν και η κρίσιμη πλειοψηφία των δεύτερων θα αποδεχθεί. Αυτή είναι η πρόκληση. Ειδάλλως, η γενιά μας θα καταλήξει να αναρωτιέται -παραφράζοντας τον Γουίνστον Τσώρτσιλ- «Ακόμη είμαστε κύριοι της μοίρας μας; Ακόμη είμαστε καπετάνιοι των ψυχών μας», βλέποντας το στάτους κβο των εύκολων λύσεων και της στασιμότητας αδιασάλευτο, την παρέμβαση της περιορισμένη και την ιστορία να μας προσπερνά.
* Ο Παναγιώτης Γεωργαντόπουλος είναι δικηγόρος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News