Η νίκη του Τραμπ είναι η τραγωδία της Αμερικής και ταυτόχρονα η ήττα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός αυτό, αλλά να μας αφυπνίσει. Να γίνει η αφορμή να εξετάσουμε τι έχει πάει στραβά και για ποιο λόγο. Το φαινόμενο Τραμπ θα καταγραφεί στην ιστορία του 21ου αι., αφού είναι ο πρώτος υποψήφιος Αμερικανός Πρόεδρος που δεν είχε καμιά σχέση με την πολιτική, ο άνθρωπος της παντοκρατορίας των media και των επιχειρηματικών κολοσσών σε Αμερική και σε πολλές χώρες της ΝΑ Ασίας που με την θρασύτητα και την έπαρσή του πέτυχε να «γοητεύσει» και να φανατίσει το πενήντα τοις εκατό των αμερικανών ψηφοφόρων.
Και όλο αυτό, στηρίζοντας την πολιτική του καμπάνια στον φόβο, στην απειλή, στον φυλετικό διαχωρισμό των ανθρώπων, στο εκλεκτό έθνος που είναι οι Αμερικανοί και στους κακούς υπερασπιστές των διεθνών οργανισμών και των χρηματοπιστωτικών εταιριών.
Τι ειρωνεία, ένας πάμπλουτος άνθρωπος να μέμφεται τη συστημική πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που αυτή ακριβώς τον έκανε να πετύχει επιχειρηματικά. Απλώς, ο Τραμπ είχε το θράσος και την υπερβολική φιλοδοξία να γίνει Πρόεδρος όχι για να σώσει την Αμερική, αλλά για να καταγραφεί στην ιστορία ως εκείνος που πήρε ένα έθνος στα χέρια του, το χειραγώγησε με εξαιρετική μαεστρία και το έβαλε σε καλούπια, όπως ήξερε καλά να κάνει στις κιτς τηλεοπτικές εκπομπές του.
Όλα παίχτηκαν στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του, πώς την επικοινώνησε, ακόμα φτάνοντας και σε ακρότητες, γελοιότητες πολλές φορές, που δεν έχουν καμιά σχέση με το προφίλ ενός υποψήφιου πολιτικού με ήθος.
Ο Τράμπ αντιδιαστέλλοντας μια φρικτή εικονική πραγματικότητα που δεν συλλαμβάνεται σε λίγες γραμμές και δεν σκιαγραφείται με ρεαλιστικά δεδομένα, νίκησε την ίδια την πραγματικότητα. Οι επιθέσεις των media κατά του Τράμπ έγιναν το όπλο του για να δημιουργήσει εντυπώσεις και να γεννήσει περισσότερο μίσος στους υποστηρικτές του για τους «άλλους», όσους δεν ανήκουν στο δικό τους ευλογημένο (sic) στρατόπεδο.
Ακόμα και τα σεξιστικά-ρατσιστικά του σχόλια δεν ήσαν αρκετά για να εμποδίσουν την εκλογή του. Θα έλεγε κανείς ότι ο σεξιστικό attitude του απέναντι στις γυναίκες λειτούργησε μπούμερανγκ για την αντίπαλο του, Κλίντον, σύμφωνα με μια φροϋδική προσέγγιση της επικοινωνιακής του πολιτικής.
Η Κλίντον έχασε γιατί, χωρίς να το καταλάβει, παρασύρθηκε στο δικό του παιχνίδι για να τον αντιμετωπίσει. Εκεί είναι που την πάτησε, διότι έκανε κάτι που ήταν έξω από τη δική της φιλοσοφία και αντίληψη των πραγμάτων. Μιμήθηκε τον Τραμπ για να τον αποδυναμώσει, υιοθετώντας λαϊκίστικες πρακτικές, χωρίς να ξέρει τι κάνει και με μια πρωτοφανή αμηχανία που σκίασε το δικό της προφίλ αντί του αντιπάλου της.
Οι Αμερικανοί που ψήφισαν Τραμπ είναι άνθρωποι της βαθιάς αμερικάνικης επαρχίας, νέοι αμόρφωτοι και χωρίς ερείσματα, άνθρωποι που τους ενδιαφέρει η επιβίωση, οι αγώνες των Chicago Bulls, και γενικά δεν έχουν ενδιαφέροντα, παρά μόνο για όσα έχουν να κάνουν με τις βασικές καθημερινές ανάγκες. Δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα παρά μόνο την εικόνα που τους έταξε ο Τραμπ, αυτή της μεγάλης και ξεχωριστής Αμερικής.
Δεν έχουν αντιληφθεί ότι το παγκοσμιοποιημένο πολιτικό σύστημα είναι βαθιά περίπλοκο και δύσκολα διαρρηγνύεται από ανθρώπους με την ανεπάρκεια του Τραμπ.
Και ο Χίτλερ κάποτε ήθελε να φτιάξει τη μεγάλη Γερμανία, προκαλώντας έναν πόλεμο με εκατομμύρια θύματα, μην υπολογίζοντας την παγκόσμια δυναμική των πραγμάτων, αφού νόμισε ότι οι αλλαγές έρχονται μέσα από ένα επικίνδυνο στιλ παράνοιας και θράσους.
Δεν ξέρω τι θα κάνει από εδώ και πέρα ο Τραμπ, και αν στο μυαλό του παίζουν εικόνες σαν και αυτές που έπαιζε το μυαλό του Χίτλερ. Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε την αποτυχία της παγκοσμιοποίησης, όπως είχε κάνει στο παρελθόν ο Χίτλερ, αρπάζοντας την ευκαιρία που του έδωσε η αποτυχία των αστικών φιλελεύθερων δημοκρατιών απέναντι στη μεγάλη ύφεση του 1929.
Είναι γεγονός ότι το περιεχόμενο της εθνικής κυριαρχίας και της αυτόνομης δημοσιονομικής πολιτικής έχει αλλάξει μέσα στο πλαίσιο των διεθνών συμφωνιών και μέσα από τον έλεγχο των διεθνών οργανισμών.
Τα κράτη έχουν χάσει τις αλλοτινές δικαιοδοσίες τους και η εσωτερική οικονομική τους πολιτική καθορίζεται από τις αγορές. Εκεί στηρίχθηκε ο Τραμπ, δηλαδή στην αναποτελεσματικότητα των θεσμών και στην αγανάκτηση των αμερικανών πολιτών. Αυτό δεν το έκανε η Κλίντον, αφού γνωρίζει καλά τις δεσμεύσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά δεν υποσχέθηκε ότι θα κάνει κάτι για να αλλάξει την καθημερινότητα των αμερικανών. Την καθημερινότητα τους τη συνέδεσε με τις αγορές και τα funds, όπως έκαναν και πριν λίγο καιρό οι υπερασπιστές του Bremain. Τα αποτελέσματα γνωστά.
Και δεν μπορεί να αψηφήσει κανείς ότι τα φαινόμενα των οικονομικών κρίσεων έχουν μια μεταδοτικότητα και καθολικότητα που χρήζει επανεξέτασης, προσοχής και ψυχραιμίας. Το ζητούμενο είναι πλέον η εξέταση της αναζωπύρωσης της χαμένης ταυτότητας των κρατών και της αποτυχίας της παγκοσμιοποίησης αλλά όχι μέσα από τη λογική των επικίνδυνων παιγνίων και της εθνικιστικής έξαρσης εις βάρος μιας ανυποψίαστης ανθρωπότητας.
Αν ζούσε ο Καμύ, ως παρατηρητής των όσων συμβαίνουν μπορεί να ξαναδήλωνε: «Να αυτοκτονήσω ή να φτιάξω καφέ;».
*H Κατερίνα Σαλαβούρα είναι φιλόλογος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News