Την συναντάς κάθε χρόνο την ίδια εποχή, εκείνη πιστή στο ραντεβού της. Τι και αν πολλές φορές σε εκπλήσσει όταν εμφανίζεται ξαφνικά νωρίτερα από το προκαθορισμένο; Συνήθως κρύβεται κάτω από ένα ξεχασμένο κομμάτι χιονιού, αλλά κάνει αισθητή την παρουσία της και δεν αφήνει το χειμώνα να την σκεπάσει. Αμυγδαλιά! Ανθισμένη δειλά και ντροπαλή με μικρά λευκά μπουμπούκια. Εκεί στα παγωμένα πρωινά σου, στα γεμάτα με ομίχλη και πάχνη.
Πέφτει το βλέμμα σου σ’ εκείνο το κλωνάρι που άνθισε πρώτο. Σ’εκείνο που σου προμηνύει την αλλαγή της εποχής και της διάθεσής σου. Άνοιξη έξω και μέσα σου, μέχρι και η φύση δεν αντέχει άλλο την μελαγχολία του χειμώνα και θέλει να στο φωνάξει με περισσότερη λιακάδα και με όλο και περισσότερες αμυγδαλιές. Τώρα αρκείσαι μονάχα να την χαζεύεις, δε θέλεις να αγγίζεις και να κόψεις ούτε ένα κλωναράκι της. Φοβάσαι μήπως δεν ξαναβγούν, φοβάσαι μήπως κάνει πάλι παγωνιά.
Στην εικόνα της θυμήθηκα ανέμελες μέρες, ξέγνοιαστες και παιδικές που μόλις βλέπαμε αμυγδαλιές τρέχαμε να κόψουμε κλωνάρι και το κρατούσαμε σφιχτά στο χέρι καθ’όλη τη διάρκεια του περιπάτου μας. Τις μυρίζαμε και τις ξαναμυρίζαμε και δε χορταίναμε άρωμα, μα μας εμπόδιζε εκείνη η μισοφορεμένη ζακέτα που μας πετούσανε στους ώμους. «Έχει κρύο ακόμα, μην ξεγελιέστε». Και πάντα αυτό το άσμα να έρχεται και να ξανάρχεται στο μυαλό, και ας ήξερα μόνο ένα στίχο, τον πρώτο και αυτόν κλεμμένο από τους μεγαλύτερους της παρέας.«Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά» και ξανά το “ρεφρέν”. Το κάναμε ρεφρέν. Και το τραγουδούσαμε κανταδόρικα και ξεσπούσαμε σε γέλια. Θέλαμε λίγη Άνοιξη, την είχαμε ανάγκη μα περισσότερο την έχουμε τώρα, γιατί έχει κάτι αυτή η εποχή…
Δεν είναι χειμώνας, ούτε καλοκαίρι δε σε περιορίζει με χοντρά ρούχα ούτε σε εκθέτει με γύμνια. Είναι ντροπαλή και καθαρή σαν τα άσπρα ανθάκια του κλωναριού. Και κλέβαμε λίγη Άνοιξη με τα χέρια μας και την εγκλωβίζαμε σπίτι σε ένα ποτήρι με νερό δίπλα από το παράθυρο. Φέρναμε την Άνοιξη μέσα στο σπίτι μας, τι και αν δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ.
Αυτή η μυρωδιά χαρακτηριστική, λες και μεθούσε το νου για να μη σκέφτεται πολλά, μόνο την ώρα που θα έβγαινε για περπάτημα, τρεχαλητό και καθαρό αέρα. Τώρα βάρυνε και κόβει τα χέρια, δεν επιτρέπει να κόψεις ούτε ένα κλωνάρι. Σαν κάτι να άλλαξε, σαν κάτι να μαγάρισε τα μπουμπούκια της. Και αυτή η ανεμελιά δεν ξαναήρθε ποτέ, όσες αμυγδαλιές και αν δεις, όσες και αν μετρήσεις στο διάβα σου.
Μα κόψε ένα κλωναράκι στα μουλωχτά, τεντώνοντας κορμί, πατώντας στις μύτες των ποδιών σου, τινάζοντας κλωνάρια μέχρι να κόψεις το ένα. Το δικό σου. Εκείνο δεν άλλαξε άρωμα, ομορφιά και χρώμα. Εσύ άλλαξες και έγινες μεγάλος. Μεγάλος σαν τους χειμώνες και δεν ταιριάζεις πια στην Άνοιξη, είναι νωρίς για σένα. Δε θα είναι ποτέ αργά όμως, για ένα κλωνάρι αμυγδαλιάς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News