Η ρήση πως ο άνθρωπος όσο ζει μαθαίνει θα έπρεπε να ηχεί δυνατά στα αυτιά όλων, αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί ένα πολύτιμο λιθαράκι στη θεμελίωση της νοοτροπίας μας αναφορικά με την εκπαίδευση.
Οι σπουδές όχι απλώς μας προσδίδουν μία ιδιότητα, ταυτόχρονα μας επιτρέπουν να διατηρήσουμε στο πέρασμα του χρόνου και των διαφόρων κρίσεων τη σπουδαιότερη εκ των ιδιοτήτων μας, αυτή του έλλογου όντος. Υπό αυτό το πρίσμα, ουδέποτε κανείς αμφισβήτησε το δικαίωμα –που για κάποιους είναι πάθος– μιας αιώνιας φοίτησης είτε σε κάποιο Α.Ε.Ι. είτε ακόμη και μέσω της προσωπικής αναζήτησης και προβληματισμού, που μολονότι δεν επικυρώνεται μέσω κάποιου πτυχίου, εξυψώνει νου και πνεύμα. Άλλωστε, αυτή δεν είναι και η ουσία της γνώσης; Να οδηγεί σε επιστημονική κατάρτιση και εν συνεχεία σε μόρφωση, που ασφαλώς αποτελεί το στάδιο της κορύφωσης, υποδεικνύοντας και αναδεικνύοντας τους πνευματικούς ανθρώπους κάθε εποχής.
Δυστυχώς στην χώρα μας οι σπουδές ξεκινούν με την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ η ημερομηνία λήξης συμπίπτει με εκείνη της ορκωμοσίας. Ασφαλώς, κάποιος θα αναρωτιόταν γιατί η διαδρομή αυτή δεν συμπεριλαμβάνει το μεταπτυχιακό στάδιο. Η απάντηση είναι απλή: διότι οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές ζυμώνουν τους επιστήμονες και τους πλάθουν σε σχήματα αρεστά για την αγορά εργασίας. Πρόκειται επομένως, για μια διαδικασία η οποία δεν αντιμετωπίζεται από την πλειονότητα των φοιτητών με την ανάλογη σοβαρότητα, το κύρος, το δέος που της αρμόζει. Οπωσδήποτε δεν υποβαθμίζεται η σπουδαιότητά της. Εμείς την υποβαθμίζουμε, διότι της προσδίδουμε αξία για χρηστικούς-βιοποριστικούς λόγους και όχι ακαδημαϊκούς.
Πρόκειται, λοιπόν για ένα ατόπημα της ελληνικής κοινωνίας εν γένει, γεγονός που δεν συνάδει με το κύρος που θα έπρεπε να διακατέχει την γενέτειρα πλήθους επιστημών και επιστημόνων. Βεβαίως, η ενθάρρυνση της αιώνιας φοίτησης θεωρητικά φαντάζει κολακευτική. Επί του πρακτέου ωστόσο, δημιουργεί προβλήματα τα οποία λειτουργούν συσσωρευτικά για μια ήδη ασπαίρουσα τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να τίθενται εμπόδια σε νέους που θέτουν στόχους ζωής και εναποθέτουν τις ελπίδες τους όχι απλά σε ένα χαρτί, αλλά σε μία δύναμη τόσο ισχυρή, που κάποτε ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπους να διεκδικήσουν έναν κόσμο πλουσιότερο.
Οι επικρατούσες συνθήκες στα πανεπιστήμια κάθε άλλο παρά επιτρέπουν την ισχύ μιας τέτοιας ρύθμισης. Ο υψηλός αριθμός των εισαχθέντων σε συνδυασμό με τον κορεσμό πληθώρας επαγγελμάτων αποθαρρύνουν την έξοδο σημαντικού εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας και ως εκ τούτου παρακωλύουν την παραγωγή και την απασχόληση των νέων ανθρώπων. Σε μία εποχή όπου τα προσόντα και οι τίτλοι σπουδών δεν εξασφαλίζουν την επιβίωση, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε μεθόδους αποτελεσματικότερης λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όχι να επιβαρύνουμε ακόμη περισσότερο την αποπνικτική τους ατμόσφαιρα.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, πως δεν ζούμε σε μία κοινωνία αγγέλων. Αντιθέτως, διανύουμε καιρούς χαλεπούς, όπου η κομματοκρατία και οι πελατειακές εξυπηρετήσεις αντικαθιστούν τη διαφάνεια, την πρόοδο αλλά και υποσκάπτουν την ισότητα.
Πώς είναι δυνατόν ένα σύστημα που αδυνατεί να συντηρήσει και να εξυπηρετήσει τους υπάρχοντες ενεργούς φοιτητές να ανέχεται μία μερίδα ανθρώπων που λειτουργούν παρασιτικά; Ασφαλώς, παρασιτικά δεν λειτουργεί κανείς που επιθυμεί να προοδεύσει και να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Λειτουργεί όμως εκείνος ο οποίος με πρόφαση το προαναφερθέν δικαίωμα θα απολαμβάνει καρπούς όπως εκείνος του ασύλου ή του προστατευόμενου μέλους, στερώντας έτσι από τον ίδιο το κρατικό προϋπολογισμό κονδύλια για τον εκσυγχρονισμό της τριτοβάθμιας. Και σε αυτό το σημείο έγκειται η ανιστότητα.
Θα ήταν ωφελιμότερο να αναζητήσουμε τρόπους, ώστε να καταστεί ελκυστικό το ελληνικό πανεπιστήμιο πρώτα από όλα για τους έλληνες φοιτητές ‒που επανειλημμένα επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό αναζητώντας διέξοδο σε ξένα ιδρύματα– εξίσου βέβαια και για αλλοεθνείς, που παρόλο που έχουν την προθυμία, συναντούν μια γραφειοκρατία, μία έλλειψη οργάνωσης, αλλά και την αδυναμία να στελεχωθούν τα ιδρύματα με τα καλύτερα δυνατά μέσα, ώστε να φέρουν σε πέρας το εκπαιδευτικό τους έργο.
Η εισήγηση για τη νομιμοποίηση των αιώνιων φοιτητών όχι απλώς είναι επιθυμητή, αλλά αποτελεί αναγκαιότητα για τον επαναπροσδιορισμό της γνώσης και του ρόλου που αυτή διαδραματίζει στην εξέλιξη των ανθρώπων και των κοινωνιών.
Κρίνεται όμως, αναγκαίο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις προκειμένου οι φοιτητές αυτοί να φιλοξενούνται έχοντας τα εχέγγυα να ικανοποιήσουν τους επαγγελματικούς τους σκοπούς, αλλά και να μην αντιμετωπίζονται απαξιωτικά.
*H Μαρία-Ελένη Γκογκίδη, είναι πρωτοετής φοιτήτρια φιλολογίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News