Άλλη μια στροφή του χρόνου γύρισε. Το διαδικτυακό φατσοβιβλίο, όπως το αποκαλεί εύστοχα ένας φίλος, γέμισε με ευχές. Ευχές και καταστάσεις. Ευχήθηκα κι εγώ για το τυπικό των ημερών, «υγεία», «ευτυχία», «δημιουργικότητα». Δεν ένιωσα την ανάγκη να ευχηθώ κάτι περισσότερο, ούτε και αισθάνθηκα την αδιόρατη «υποχρέωση» να ανεβάσω σωρεία φωτογραφιών δείχνοντας το πόσο τέλεια περνούσα. Υποθέτω ότι δεν περνούσα πολύ διαφορετικά από την πλειοψηφία γνωστών και φίλων. Γύρω από ένα γιορτινό οικογενειακό τραπέζι, με εδέσματα, κρασί, μουσική και «χρόνια πολλά».
Πολλοί βάλθηκαν για άλλη μια φορά να ενημερώσουν άπαντες για το πόσο τέλεια περνούσαν. Να εξομολογηθούν δημοσίως ότι αισθάνονται ευγνώμονες για τη χρονιά που έφυγε ή μετρίως ευχαριστημένοι. Επίσης, υποσχέθηκαν, πάλι δημοσίως, στον εαυτό τους ότι θα εκπληρώσουν συγκεκριμένες επιθυμίες κατά τη διάρκεια του νέου έτους. Το κοινό χειροκρότησε με likes και η ντοπαμίνη έφτασε στο ζενίθ.
Λίγες μέρες μετά την είσοδο του νέου έτους μια γυναίκα αυτοκτόνησε. Μια γυναίκα που ήταν μέλος μιας φεϊσμπουκικής ομάδας fans ενός διαδικτυακού ραδιοφώνου. Τη γυναίκα αυτή προφανώς δεν γνώριζαν προσωπικά οι περισσότεροι από όσους είναι μέλη της εν λόγω ομάδας, αλλά ούτε και οι διαχειριστές. Όπως δεν είμαστε πραγματικοί φίλοι οι περισσότεροι που μοιραζόμαστε την ταμπέλα «φίλος» μέσα στα κοινωνικά δίκτυα. Πολλοί έσπευσαν να πουν: «Μα πώς αυτοκτόνησε; Φαινόταν τόσο χαρούμενη στο Facebook!».
Το θλιβερό αυτό γεγονός σε συνδυασμό με άλλο ένα, που αφορά πιο κοντινό μου πρόσωπο, με οδήγησε να γράψω αυτές τις γραμμές. Σε ανύποπτο χρόνο ρωτώ το κοντινό πρόσωπο: «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω κάθε μέρα να περνάς όμορφα! Μακάρι να είχα κι εγώ το χρόνο».
Μου απαντά: «Μπα, δε βγαίνω κάθε μέρα». «Μα πώς, βλέπω ότι κάθε μέρα ανεβάζεις φωτό πριν από έξοδο». «Δεν βγαίνω. Ντύνομαι, βάφομαι, ανεβάζω τη φωτό για να δουν ότι θα βγω και μετά πέφτω για ύπνο».
Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητος. Από ευγένεια λόγω συγγενικής σχέσης χαμογέλασα και άλλαξα κουβέντα. Τι σκέφτηκα όμως στ’ αλήθεια; Ότι δεν γίνεται να είναι έτσι πια ο κόσμος. Διότι αυτός δεν είναι κόσμος, είναι υπέρ-κοσμος. Το ακριβώς αντίθετο του υποκόσμου. Τουλάχιστον ο υπόκοσμος γνωρίζουμε ότι υφίσταται όντως και χαρακτηρίζεται από κανόνες, σχέσεις και χαρακτήρες που υπάρχουν στην πραγματική ζωή.
Πάντα υπήρχε μεγαλομανία, απλώς επειδή δεν υπήρχε πάντα Facebook και αυτή εκφραζόταν διαφορετικά. Οι φιγουρατζήδες φίλοι είχαν μικρότερο target group να απευθυνθούν για να προβάλουν την πραμάτια των «επιτευγμάτων» τους, που συνήθως περιοριζόταν στην παρέα.
Το πρόβλημα σήμερα δεν έγκειται σε όσους προβάλλουν καθημερινά μια ψεύτικη ζωή στο Facebook. Έγκειται σε όσους θεωρούν ότι ό,τι βλέπουν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η γυναίκα που αυτοκτόνησε παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα του ραδιοφωνικού σταθμού ως απλή ακροάτρια, πατώντας likes, φατσούλες χαράς και ανταλλάσσοντας ευγενικά σχόλια με άλλα μέλη. Έτσι, δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι η γυναίκα αυτή είναι μόνο η εικονική της παρουσία. Ένα πρόσωπο συνεχώς χαμογελαστό και ευγενικό, χωρίς άλλα προβλήματα. Γιατί να μπει καθένας στη σκέψη του αν αυτή η γυναίκα υποφέρει στη ζωή της ή όχι; Ήταν αρκετά περήφανη ή τουλάχιστον αρκετά μετριόφρων ώστε να μη δημοσιοποιεί την πραγματική της ζωή με κάθε λεπτομέρεια για να κερδίσει τη συμπόνοια του ενός δευτερολέπτου.
Η άλλη περίπτωση είναι η ακριβώς αντίθετη. Εκείνη που επιδιώκει την προβολή ακριβώς για να κερδίσει τον θαυμασμό της μιας στιγμής. Ουσιαστικά μιλάμε για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είτε υπερ-προβαλλόμενοι είτε μετρίως συναλλασσόμενοι, ό,τι κάνουμε εκεί μέσα δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι είναι πάντα η εικόνα ενός ιδεατού εαυτού.
Εύχομαι σε όλους μια καλή πραγματική χρονιά…
* Ο Γιώργος Θεοδωρίδης είναι διοικητικός επιστήμονας και Υποψήφιος Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News