Στην ελληνική πόλη που ζω, μπορεί να είσαι ένας μορφωμένος -από ‘δω κι από ‘κει- διανοούμενος μεσήλικας που περνάς τον χρόνο σου γράφοντας σε ιστοσελίδες που φιλοξενούν άποψη για το θέατρο και την τέχνη γενικότερα. Φυσικά, να αναρωτιέσαι για το ποιος ακριβώς διαβάζει τα περισπούδαστα κείμενά σου, όπου χρησιμοποιείς λέξεις όπως: «διακοινώνω, έλλαμψη, απριορισμός και αταβιστικά». «Δεν ξέρουν αυτοί, είναι αμαθείς. Κι αυτό είναι το θεμελιώδες ελληνικό πρόβλημα: η ανημποριά της παιδείας μας». Η ίδια παλιά ιστορία…
Κάθε που βραδιάζει λοιπόν, μπορεί να σηκώνεσαι από τα γραπτά σου και τις δημοσιεύσεις των φίλων σου σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο, και να ξέρεις τι ακριβώς μπορείς να κάνεις. Έχει έκθεση εικαστικών αρχικά. Μπορεί να βάλεις και πάλι το ωραίο σου πλατύγυρο καπέλο και το ημίπαλτο και να πας στην γκαλερί (τζάμπα με το λεωφορείο, μιας και οι άνεργοι δεν πληρώνουν εισιτήριο) που εκθέτει έργα αποφοίτων της σχολής καλών τεχνών της πόλης, πράγμα ενδιαφέρον, διότι, να μην πέσει και σε πλακώσει και το ίδιο σου το σπίτι… Για καλή σου τύχη, να υπάρχει και το νέο Μποζολέ, αφού η φίλη σου η γκαλερίστα έχει ακόμα ένα σχετικό κομπόδεμα στη Γερμανία, ως παλιά ελληνίδα «μπουρζουά» που είναι, μα, που τα τελευταία χρόνια έγινε αριστερή και εκτιμά το ρεμπέτικο. «Μα, τι ωραία πασμίνα φοράει απόψε;». Το Μποζολέ το πίνεις και κάθε χρόνο στην εκδήλωση του Ινστιτούτου, που προσφέρει βέβαια και ωραίο finger food. Δεύτερη φορά Μποζολέ για φέτος. Και τα κρακεράκια όμως της γκαλερίστα μια χαρά να σου φαίνονται.
Κατόπιν, μπορεί να έχει βραδιά εγκαινίων στη δημόσια θεατρική σκηνή. Για καλή σου τύχη να έχεις πρόσκληση από έναν φίλο σου άνεργο δημοσιογράφο που συνεχίζει να έχει μια κάποια πέραση στην πιάτσα, αλλά που δεν σκαμπάζει και πολλά από τέχνη. Φυσικά, στο φουαγιέ μετά την παράσταση (που είναι αλήθεια πως κάτι δεν πήγαινε με τα ελληνικά που ακούγονταν και θα προτιμούσες να ακούσεις το έργο στα original αγγλικά, αφού ήταν και απλά) τα κριτσίνια και το χύμα κρασί να είναι μια καλή ευκαιρία για εμβριθή συζήτηση με τους γνωστούς σου για το έργο, αλλά και το μέλλον του θεάτρου. Δυστυχώς, δεν το βλέπεις και πολύ πως θα «πάει» η παράσταση. «Καλέ μου φίλε, πολύ ψυχοπονιάρικο έργο, το κοινό θέλει να σκάει και κανένα χαχανητό. Για να διασκεδάσει λίγο, βρε αδελφέ. Ποιος θέλει στις μέρες μας να μαυρίζει η ψυχή του;». Πράγματι.
Μετά, μπορεί να πας με μια φίλη σου από την παράσταση στο μπαρ του φιλελεύθερου φίλου σου, που συνήθως σε κερνάει και κανένα ποτό, και να μιλήσετε για την πολιτική κατάσταση. Να σολάρει πιο πολύ εκείνος δηλαδή, μόλις ακούσει πως η παράσταση που είδες ήταν αντιεμπορική, πράγμα που σημαίνει πως πάλι θα αυξηθούν οι φόροι για να έχουμε τέχνη στην πόλη. Μπορεί εκείνη την βραδιά να έχει και μια μικρή ακουστική συναυλία στον χώρο, από μια άγνωστη μικρούλα τραγουδίστρια, και φίλους της ως κοινό που μάζεψε από τα κοινωνικά δίκτυα. Και ποτά κερδισμένα για το μαγαζί, και ωραία φάση για την κοπελίτσα και τους φίλους -φανς. Όλοι ικανοποιημένοι. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, τότε που η συζήτηση τελειώσει, το ίδιο και η μουσική, μπορεί να το πάρεις με το πόδι για το γιατάκι σου, σε μια χειμωνιάτικη πόλη που κοιμάται. Όμως, να συναντήσεις έναν άλλον ξενύχτη, γνωστό σου από παλιά, που να διαθέτει και Volvo (που τώρα θέλει να το πουλήσει λόγω χρεών) οπότε να σε πετάξει ως το σπίτι. Δεν είναι δα και τόσο μεγάλη η πόλη, οι αποστάσεις είναι μικρές πια.
Αυτή μπορεί να είναι μια τυπική βραδιά για σένα. Ποιος ξέρει αύριο; Μπορεί να σου δώσει η φίλη σου η μετακλητή υπάλληλος κανένα τάπερ, ή ο φίλος σου ο πολιτικός μηχανικός κανένα ευρώ για τσιγάρα που πήρε από την συνταξιούχο μαμά του, μιας και ο ίδιος δεν σταυρώνει πρότζεκτ για πρότζεκτ. Και ποιος ξέρει, μπορεί να καταφέρει η δημόσια σκηνή να ανεβάσει την επόμενη παράσταση, κι εσύ να καταφέρεις και πάλι να πάρεις μια πρόσκληση λόγω της κριτικής που ίσως γράψεις για την ιστοσελίδα, που δεν ξέρεις αν συνεχίσει να υπάρχει, διότι κανείς δεν δίνει για διαφήμιση πια. Και μπορεί να βρεις και κανέναν φίλο για να τα πείτε και να σε κεράσει καφέ, εκεί, στο γνωστό coffee shop με τους διανοούμενους, που συζητούν και συζητούν επί παντός επιστητού, κάθε μέρα που περνάει και έρχεται η επόμενη.
Και ο χρόνος πετάει…
Που θα πάει… ζωή είναι, θα περάσει.
* O Σπύρος Αμοιρόπουλος είναι σκηνοθέτης και μεταφραστής
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News