Μια μεγάλη αυλή, ένα μικρό σχολείο, μια ακόμα πιο μικρή τάξη. Ένας χαρούμενος μικρόκοσμος, μια μικρή χρωματιστή πινελιά στη μουντή μονοχρωμία του δικού μας γιγαντό-κοσμου. Με μια διαπεραστική ματιά βρισκόμαστε στην τάξη της Λιλιπούπολης. Θρανία αναστατωμένα και πάνω τους μικροί μπόμπιρες και ζωηρά κοριτσάκια που αδυνατούν να σταθεροποιηθούν στην καρέκλα τους. Μετέωροι και αεικίνητοι. Βλέπετε, μόλις γύρισαν από τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές…
Σ’ όλη την τάξη επικρατούν οι τσιριχτές παιδικές φωνές και μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και ανησυχίας. Μια τάξη είναι πολύ μικρή πλέον για να χωρέσει τόση ενέργεια, τόση ένταση, τόση παιδικότητα. Μια παιδική – θεατρική σκηνή, που σίγουρα απαιτεί επέκταση…
Η νεαρή δασκάλα στην άλλη άκρη της τάξης. Η κυρία Γεωργία κάθεται προς στιγμήν σιωπηλή και παρατηρεί όλο το σκηνικό με ένα μικρό αφανές χαμόγελο να διαγράφεται στο άκρος των χειλιών της. Ίσως της έλειψαν τελικά αυτοί οι κατεργάρηδες… Όμως έφτασε η στιγμή για λίγη πειθαρχία. Μερικά παλαμάκια και μια ζεστή καλημέρα αρκούσαν να τραβήξουν την προσοχή. Πλέον όλα τα γυαλιστερά, σπινθηροβόλα μάτια ήταν στραμμένα πάνω στην αγαπητή τους δασκάλα.
– «Τι κάνετε παιδάκια μου; Πώς περάσατε τις γιορτές; Σας βλέπω όλους πολύ χαμογελαστούς και χαίρομαι» είπε με ενθουσιασμό.
– «Κυρία, εγώ έβαλα το αστέρι στην κορυ…»
– «Εμένα ο Άγιος Βασίλης με έφερε ένα τεράστιο…»
– «Κυρία Γεωργία, κυρία ακούτε; Εμένα μου έφερε μια κόκκινη…»
– «Εεε εγώ με τους γονείς μου πήγαμε…»
Μάλλον δεν έπρεπε να δώσει τον λόγο. Αναζωπυρώθηκε το ανήσυχο πνεύμα – και δεν ήθελε και πολύ. Η καημένη δασκάλα δεν μπορούσε να κάνει πολλά, παρά μόνο άρχισε να γυρνάει από θρανίο σε θρανίο και να ακούει εντυπώσεις, να αφουγκράζεται γέλια, να αντικρύζει χαμογελαστά, ασυγκράτητα στόματα. Μόνο κάπου σε ένα γωνιακό θρανίο παρατήρησε κάτι διαφορετικό, υποτονικό. Πλησίασε. Καθόταν ακίνητο ένα μικρό κοριτσάκι∙ θα μπορούσαμε να πούμε η συμπάθεια της κυρίας. Η Ελενίτσα στεκόταν με το κεφαλάκι της σκυμμένο και τα χέρια της αγκάλιαζαν τα διπλωμένα της γόνατα.
– «Ελενίτσα, κορίτσι μου είσαι καλά;» ρώτησε με μια τρυφερή περιέργεια η δασκάλα.
– «Εε εντάξει, όχι και πολύ κυρία» είπε με ένα κρυφό παράπονο. Βλέπετε, πολλές φορές η στοργή και το ενδιαφέρον συγκινεί, θυμίζει στιγμές, επαναφέρει παλιές μνήμες.
– «Εσύ πήγες πουθενά τα Χριστούγεννα με του γονείς σου; Γενικά πως πέρασες τις γιορτές;». Το είπε αυτό από ένα αμήχανο ενδιαφέρον για να μαλακώσει λίγο τον άγνωστο πόνο.
– «Εε, βασικά ξέρετε, κυρία, φέτος δεν πήγα κάπου, ήμουν κυρίως στο δωμάτιο μου. Οι γονείς μου μαλώνανε, πάλι…και…». Και την σταμάτησε ένας λυγμός.
Η κυρία Γεωργία χαμήλωσε το βλέμμα συλλογισμένη, θλιμμένη και χάιδεψε με απλότητα το κεφάλι της Ελενίτσας σαν να προσπαθούσε να μεταδώσει εξ΄ επαφής λίγη αγάπη. Μάλλον δεν πέτυχε, δεν πετυχαίνει…
Η δασκάλα αποχώρησε και στάθηκε στην έδρα τόσο αιφνιδιαστικά λυπημένη, τόσο απρόσμενα σκεπτική. Σαν βουβή ταινία όλα γύρω της ηχομονώνονται. Μόνο σκέψεις, μόνο εικόνες. Σαν καρέ…
Η μικρή τώρα, στο νου της νεαρής δασκάλας, είχε πάλι λυγισμένα γόνατα ως το στέρνο και ακουμπισμένη την πλάτη της στον τοίχο. Αυτή τη φορά όμως, δίπλα από την κλειστή πόρτα του δωματίου της. Ίσως ένα ατελές καταφύγιο παιδικότητας. Πέρα από το ψυχρό διαχωριστικό οι γονείς της φώναζαν, η μητέρα ωρυόταν, ο πατέρας έβριζε δυνατά και χτυπούσε ό,τι έπιπλο έβρισκε μπροστά του. Ο θυμός, οι κραυγές και ο φόβος απλώνονταν σαν σκιές και φαντάσματα και τρύπωναν ύπουλα μέσα από την κλειδαρότρυπα της μικρής. Τα χέρια της βούλωναν με πείσμα και δύναμη τα αυτιά της, να μην φύγουν οι όμορφες, παιδικές σκέψεις, να μην εισβάλλουν με βία οι άσχημες λέξεις, οι τερατώδεις ήχοι. Κάθε λέξη που έμπαινε έσπρωχνε όλο και πιο μακριά την ιδέα των Χριστουγέννων, τη φαντασία των δώρων, τη μαγεία των παιχνιδιών, τη ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς. Όλα γύρω τόσο αιχμηρά, τόσο κρύα. Και έξω ούτε καν χιόνιζε…
Τώρα μέσα στην τάξη απαράλλαχτη η ίδια εικόνα. Τα μάτια της ήταν πλέον σφιχτόκλειστα, νοτισμένα. Ήταν θολά και προτιμούσε να μείνουν έτσι, να μη βλέπει όσα μαρτυρεί η αλήθεια. Τα μαγουλά της ωχρά. Αλλεπάλληλα ηττημένη από τη σκληρή πραγματικότητα. Αισθανόταν πως δεν ήθελε τις αισθήσεις της, αρνιόταν τις αναμνήσεις της. Όλες την είχαν πληγώσει, την είχαν απογοητεύσει.
Ακόμα και οι ενοχές, την περιτριγύριζαν σαν εφιάλτες. Μέσα στο ερημικό παιδικό δωμάτιο κανείς. Και όμως τόση πολύ ένταση, τόση ασφυξία. Οι ανάσες της ήταν κοφτές και οι παλμοί συγχρονίζονταν με την ένταση των φωνών. Έσφιγγε τα πορφυρά χείλη της με πίεση, συγχρόνως και την καρδία της, η οποία πλέον παραληρούσε και αυτή πνιγμένη από τα ερωτηματικά…
– «Δεν αξίζω κάτι καλύτερο;». Ψιθύρισε… και η φράση χάθηκε μέσα στο πλήθος των χαρούμενων φωνών της τάξης σαν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, σαν ένα πεφταστέρι που δεν άκουσε την παιδική ευχή που το καλούσε.
«Κάτι καλύτερο…» σαν ένα παράπονο μιας μαδημένης μαργαρίτας που βγήκε «δεν» και έχασε άδοξα την ομορφιά της. «Κάτι καλύτερο»… και έγινε προσευχή που την άκουγαν τώρα όλοι οι αχάριστοι. Ψιθυριστό παρακαλητό που μαλάκωνε και τους πιο σκληροτράχηλους «μεγάλους». «Κάτι καλύτερο»… και μεταμορφώθηκε σε δάκρυ-σταγόνα στα μάτια της νεαρής δασκάλας, που έμελλε να ανασηκώσει την τσακισμένη μαργαρίτα…
Κι όμως άξιζε κάτι καλύτερο. Ακόμα το αξίζει….
Και η Ελενίτσα δεν είναι η εξαίρεση…
(δεν είναι ένα συγκινητικό παραμύθι, είναι μια μικρή αληθινή ιστορία)
* Ο Δημήτρης Κασιάρας είναι πρωτοετής φοιτητής Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News