Ανοίγει διάπλατα η πόρτα του λεωφορείου. Ο κόσμος ξεχείλιζε, οι άνθρωποι απεγνωσμένα αναζητούσαν μισό βήμα πάνω στο δημόσιο όχημα. Με το που έμπαινες αισθανόσουν τη δυσφορία του ασφυκτικού συγχρωτισμού. Σήκωσα το βλέμμα, μπρος μου μια μικρή λαοθάλασσα. Δυσκίνητοι γέροι, κουρασμένοι γονείς, ξέγνοιαστοι φοιτητές, αποκαμωμένες γιαγιάδες, ελάχιστα μικρά παιδάκια. Μια βαθιά ανάσα μέχρι την στάση.
Το κλίμα εξαιρετικά φορτισμένο. Η αναγκαστική επαφή με τον άγνωστο, το ενοχλητικό – αναπόφευκτο σπρώξιμο, η ορθοστασία, ηλέκτριζαν επικίνδυνα την ατμόσφαιρα. Το νευρικό χτύπημα του ποδιού, το ξεφύσημα, το μουρμουρητό του διπλανού ανέβαζαν αισθητά τον παλμό όλων των επιβατών. Ο κόσμος ανεβαίνει, κατεβαίνει, η αίσθηση της έντασης αμετάβλητη. Κάποια στιγμή ανεβαίνει ένας μεσήλικας άντρας με δύο πατερίτσες. Στριμώχνεται, ποδοπατείται, δυσανασχετεί, εκρήγνυται. Οι πρώτες φωνές ακούστηκαν από το βάθος του λεωφορείου και με αναστάτωσαν κάπως – επηρεασμένος και εγώ από τον γενικότερο συρφετό:
– «Σαν δεν ντρέπεστε δεν δίνετε σε έναν άνθρωπο που έχει πρόβλημα κατευθείαν την θέση σας, γελοίοι. Τέτοιοι είστε»
– «Εντάξει κύριε μου ηρεμήστε θα σας δώσω εγώ τώρα την θέση μου μην νευριάζετε. Είπε κάπως συμπαθητικά ένας καλοστεκούμενος γέρος. Μα δεν είναι πράγματα αυτά! Πόσο καθυστερημένοι…»
– «Αντε κλείσε το στόμα σου ρε… μας ζάλισες. Πήρες τη θέση σου. Κάτσε και κόψε τα χαζόλογα. Είπε εμφανώς νευριασμένα ένας άλλος νεαρός άντρας που φαινόταν κόκκινος από την ένταση και τον θύμο.»
Αυτές οι λέξεις αρκούσαν για να για ξεκινήσει ο μικρός τοπικός πόλεμος. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου το μισό λεωφορείο παλλόταν από τις φωνές και τις άγριες κραυγές των επιβατών που φιλονικούσαν με όπλο την αιχμηρή τους φωνή. Δεν έφτανε αυτή μόνο. Έπρεπε να επιστρατεύσουν και την σωματική τους δύναμη για να υπερισχύσει η γνώμη τους. Λόγος μετά πράξης. Ο σφριγηλός αναψοκοκκινισμένος άντρας έσπρωξε τους μπροστινούς, πέρασε δύο τρία άτομα, σήκωσε με ορμή το χέρι και…
– «Σταματήστε επιτέλους!»
Σιωπή. Παύση. Σαν να σταμάτησες σε ένα καρέ ενός κινηματογραφικού φιλμ. Μετέωρα βλέμματα εξέταζαν όλο το λεωφορείο. Σαν να έψαχνε ο καθένας να βρει την πηγή του ήχου. Από το απόλυτο χάος στην αινιγματική αναζήτηση. «Σταματήστε επιτέλους!»… ηχούσε ακόμα η φράση. Η φωνή ακούστηκε από χαμηλά. Η φωνή, αν και ψιλή, ήταν επιβλητική σε αντίθεση με το μπόι της. Όλοι αραίωσαν γύρω από έναν μικρό πιτσιρικά. Ολοι έκαναν ένα βήμα πίσω να δούνε τον μικρό πρωταγωνιστή. Πόσο θάρρος μπορεί να χωρέσει σε ένα μέτρο. Τελικά μάλλον η γενναιότητα και η τόλμη συμπυκνώνονται…
Το χέρι κατέβηκε μαζί με τα αγριεμένα βλέμματα που τώρα πλέον μετασχηματίζονταν. Ο θερμόαιμος νέος έβηξε λίγο, έσφιξε την γραβάτα του, ίσιωσε το σακάκι του. Ο κύριος με τις πατερίτσες μαλάκωσε, έστρεψε το βλέμμα του μπροστά χωρίς ούτε καν ένα νεύμα. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ή θεατές προσπαθούσαν περίτεχνα να κρύψουν το σάστισμα τους, το δέος τους για τον μικρό αυστηρό μπόμπιρα.
Ο μικρός στάθηκε εκεί ακίνητος σαν να επιθεωρούσε με την σοβαρή – εξεταστική ματιά του τους απείθαρχους επιβάτες. Είχε βλέμμα ώριμο, φωνή σταθερή. Ξανά-έπιασε το χέρι του πατέρα του σαν να του έλεγε: «εντάξει επέβαλα την τάξη και επέστρεψα, μην αγχώνεσαι, το ελέγχω». Εγώ κοίταξα κρυφά τον μικρό ήρωα και χαμογέλασα. Τελικά μάλλον δεν χρειάζονται γυαλιά, πουκάμισο και ηλικία για να κάνεις τη δική σου μικρή επανάσταση. (Ας εξαιρέσουμε τον superman!)
Το τεντωμένο κεφαλάκι που φώναζε «σταματήστε» δεν απαιτούσε μόνο ησυχία, δεν ήθελε μόνο ηρεμία. Ελεγε στον καθένα προσωπικά «σταμάτα». Σταμάτα από τον εγωισμό σου, σταμάτα να ζεις μόνο μέσα στο δικό σου άχρωμο κόσμο. Σταμάτα να δυσανασχετείς για το κάθε τι ασήμαντο. Σταμάτα να φωνάζεις, σταμάτα να γκρινιάζεις μέσα από τον μονότονο κόσμο του «εγώ» σου. Σταμάτα να τραυματίζεις τον μικρό μου κόσμο, να γκρεμίζεις τα μεγάλα μου όνειρα. Σταμάτα εσύ παγερέ άνθρωπε να με προσπερνάς σαν ένα μικρό παιχνιδάκι που ξέχασε να μεγαλώσει. Ξέρω, η φλογερή μου καρδιά μπορεί να ενοχλεί τα ψυχρά σου αισθήματα, να λιώνει λίγο τον πάγο της αδιαφορία σου για τους άλλους. Συγγνώμη δεν γεννήθηκα μόνο για χάδια, φιλιά και αγκαλιές. Μαζί με τον τρελό, σου μαθαίνουμε την αλήθεια. Ισως πονάει…
Επόμενη στάση, next stop…
Επιασα το χερούλι του λεωφορείου. Ηταν η ώρα να κατέβω. Σήκωσα αργά το χέρι και πάτησα το κόκκινο κουμπί. Αυθόρμητα διάβασα την χαραγμένη λέξη πάνω του. «STOP». Χαμήλωσα ανεπαίσθητα το βλέμμα, χαμογέλασα και άφησα πίσω μου το μεγάλο λεωφορείο που μου επιφύλασσε μια ακόμη μικρή ιστορία, που έκρυβε περίτεχνα έναν ιδιαίτερο ήρωα. Και τι ήρωα….
* O Δημήτριος Κασιάρας είναι πρωτοετής φοιτητής στο Πα.Μακ. στο τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής (ΕΚΠ)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News