Τον περασμένο Νοέμβριο ήμασταν στη Νέα Υόρκη κι ένα μεσημέρι αποφασίσαμε να τσεκάρουμε «τα καλύτερα χάμπουργκερ στην πόλη». Πήγαμε στο Madison Square Park αψηφώντας το ψιλόβροχο και μόλις εγκατασταθήκαμε με τα cheeseburger μας σε δύο καρέκλες κάτω απο μια εξωτερική σόμπα, περικυκλωθήκαμε απο την πανίδα του πάρκου. Σπουργίτια και σκίουροι – αλλά τι σπουργίτια και τι σκίουροι! Μιλάμε για τα πιό χοντρά σπουργίτια του κόσμου, τα οποία αντι να πετάνε, περπατούσαν σαν ανισόρροπες μπαλίτσες με ποδαράκια κι ανάμεσά τους χοροπηδούσαν οι πιο χοντροί σκίουροι του κόσμου, ορισμένοι απο τους οποίους είχαν και μια τηγανητή πατάτα κρεμασμένη απο τη μουσούδα τους. Βάλαμε τα γέλια ανυποψίαστοι και ξετυλίξαμε τα πακέτα μας για να φάμε. Μόλις όμως πήγα να δαγκώσω την πρώτη μπουκιά, μερικά απο τα σπουργίτια άνοιξαν τα φτερά τους και όρμησαν κατ’ ευθείαν πάνω στο "καλύτερο burger της πόλης". Έβαλα τις φωνές εντελώς μηχανικά κι έφυγαν όπως ήρθαν – αλλά δεν απομακρύνθηκαν. Έμειναν στο χώμα γύρω μας και ξαφνικά δεν έμοιαζαν καθόλου με αστείες μπαλίτσες. Κι όσο κι αν χτυπούσα τα πόδια μου στο χώμα, άντε να μετακινούνταν μερικά εκατοστά. Ήταν αποφασισμένα να φάνε το φαί μου – ή και μένα, αν χρειαζόταν. Κι έτσι έβαλα μπροστά τα μεγάλα μέσα. Άναψα τσιγάρο κι άρχισα να φυσάω όλο τον καπνό πάνω τους και σαν σωστά νεουρκέζικα σπουργίτια, την κοπάνησαν πάραυτα (και περικύκλωσαν δύο νεαρές ασιάτισες, που σε λίγο άρχισαν να φωνάζουν κι αυτές).
«Το ξέρεις ότι τα σπουργίτια είναι το πιο επιθετικό πουλί;» ρώτησε η παρέα μου. «Όπου μαζεύονται πολλά, σκοτώνουν όλα τα άλλα πουλιά…»
Όχι, δεν το ήξερα – και η πληροφορία δεν με έκανε να νιώσω καθόλου καλύτερα. Φαντάστηκα μια ορδή απο σπουργίτια-Όρκες να καταβροχθίζουν τα πάντα στο διάβα τους και σκέφτηκα πού είναι ο Μάο να δει το πογκρόμ του να δικαιώνεται.
Ανάλογο φαινόμενο αντιμετωπίσαμε λίγες μέρες αργότερα, σε άλλο πάρκο, αυτή τη φορά με περιστέρια (ή δεκαοχτούρες, δεν είμαι σίγουρη, δεν είχε ακόμα γραφτεί η ελεγεία του Καμπουράκη). Μόλις τα είδα να περιφέρονται σε μέγεθος τριπλάσιο του φυσιολογικού, ψάχνοντας για ανθρώπους με φαγώσιμα, πήρα το χοτ-ντόγκ μου και πήγα να το φάω με την ησυχία μου δίπλα στα αυτοκίνητα, μακριά απο κάθε είδος χλωρίδας και πανίδας.
«Μόνο στη Νέα Υόρκη» ήταν το γενικό συμπέρασμα και για πολλοστή φορά αισθάνθηκα πολύ ευτυχής που η ελληνική παράδοση ευνοεί τις γάτες και όχι τα σαρκοβόρα πτηνά, τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες που βασιλεύουν στο Μανχάταν. Εντάξει, τα περιστέρια είναι πρόβλημα κι εδώ (για όσους δεν έχουν γάτες) αλλά ακόμα δεν έχουν φτάσει στο σημείο να ορμάνε στο φαί μας.
Προχθές, όμως, που πήγα για μπάνιο στη Βουλιαγμένη, τα ξαναθυμήθηκα τα Πτηνά απο την Κόλαση. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ήταν στην παραλία του Αστέρα. Κι ήταν γλάροι. Πολλοί και θρασύτατοι γλάροι, που περιφέρονταν ανάμεσα στις ξαπλώστρες, κουτσουλούσαν αμέριμνοι τις ομπρέλες και σε ορισμένες περιπτώσεις σου τραβούσαν και το κουτί με το χάμπουργκερ απο τα χέρια. Οι γλάροι.
Ευτυχώς, δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τα πόσιμα κι έτσι ήπια τον φραπουτσίνο μου χωρίς απρόοπτα, προσπαθώντας να σκεφτώ μια φόρμουλα για να γεμίσει ο Αστέρας με μαύρες γάτες (για να μην χαλάσει το styling), που θα κοιμούνται νωχελικά στους οντάδες με τις κουρτίνες και στα διαλείμματα θα παρενοχλούν τους γλάρους.
Κι ύστερα ξύπνησα. Και σκέφτηκα πως όταν και τα πουλιά αρχίζουν να τρώνε χάμπουργκερ, το Τέλος του Κόσμου δεν μπορεί παρά να πλησιάζει κι αυτό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News