Είναι η διασημότερη πλατεία της Θεσσαλονίκης. Θα μπορούσε να είναι και η ομορφότερη. Δεν είναι. Παραμένει ευτυχώς ζωντανή. Και ταλαιπωρημένη από πολιτικές συγκεντρώσεις, αντιπολεμικά και εσχάτως αντιμνημονιακά συλλαλητήρια αλλά και αλησμόνητες κιτς φιέστες. Είναι η ψυχή της οικονομικής, της πολιτικής, της κοινωνικής και της πνευματικής ζωής της πόλης. Ναι, για όλους τους άλλους. Για μένα, είναι απλά η δική μου Αριστοτέλους. Το σημείο μηδέν. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Εκεί έμαθα να σκέφτομαι και να αισθάνομαι. Εκεί χάνομαι όταν επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη. Εκεί προτιμώ να περπατώ μόνη μου. Εκεί πηγαίνω βόλτα όποιον θέλω να με καταλάβει. Κι εμένα και την πόλη.
Όταν κατηφορίσεις την Αριστοτέλους, όταν την ακούσεις και την μυρίσεις, αντιλαμβάνεσαι την ιστορία, την ανθρωπογεωγραφία της πόλης, τα χούγια και τα κουσούρια της. Μοιάζει με κουρελού πλεγμένη από αλλοπρόσαλλα και αταίριαστα κομμάτια υφάσματος. Όλα τα χωρά η Αριστοτέλους. Από την Εγνατία όπου βρίσκεται η αφετηρία των λεωφορείων για τις λαϊκότερες δυτικές συνοικίες μέχρι τη Μητροπόλεως απ’ όπου περνούν τα λεωφορεία για την κοσμικότερη Κρήνη, η Θεσσαλονίκη σου φανερώνεται.
Η τσίκνα των μεζεδοπωλείων της πλατείας Άθωνος μπερδεύεται με την ψαρίλα των αγορών του Καπανίου και του Μοδιάνο. Ακολουθεί η πιάτσα των πλανόδιων κοσμηματοπωλών. Πάντα πολύχρωμοι και γελαστοί. Με όλα αυτά τα τζίτζιλα μίτζιλα που έλεγε κι η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου, τα μικροπράγματα δηλαδή, στολίστηκαν τα χέρια, τα πόδια, οι αφαλοί, οι λαιμοί και τα πολυτρυπημένα αυτιά της εφηβείας μας. Πιο κάτω, το «Κατώι του βιβλίου», το υπόγειο βιβλιοπωλείο που έχει ποτίσει, δεκαετίες ολόκληρες, από τη μυρωδιά του χαρτιού και της υγρασίας στην οποία παραμένουν εθισμένοι οι παλιομοδίτες βιβλιοφάγοι. Απέναντι, ακόμη ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο της πόλης, ο Ιανός, μοντέρνος και ανακαινισμένος, μαρτυρά την ανάγκη της Θεσσαλονίκης να βρει νέες αλλά οικίες αναφορές.
Περνώντας την Τσιμισκή, εκεί που δίνονται τα ραντεβού των Θεσσαλονικέων, μια στάση στο Stereodisc, το δισκάδικο-σχολείο για όλα, μα όλα τα είδη μουσικής εδώ και πάνω από 40 χρόνια. Εκεί γνώρισα τα Μωρά στη φωτιά και τους Στέρεο Νόβα, από εκεί αγόρασα τους πρώτους δίσκους των Massive Attack και των Smashing Pumpkins, εκεί με πλάνεψαν οι Cinematic Orchestra, εκεί άκουσα τις πιο τσαχπίνες μποσανόβες και τα πιο σπάνια ρεμίξ της ηλεκτρόνικα. Δυο βήματα πιο πέρα, αμέτρητες είναι οι ώρες στις σκοτεινές αίθουσες του φεστιβαλικού Ολύμπιον. Αμέτρητα και τα τραπεζοκαθίσματα των χλιδάτων καφετεριών στην τελευταία ζώνη της πλατείας, από τη Μητροπόλεως και κάτω. Εκεί όμως είναι που η Αριστοτέλους ανοίγει μια μεγάλη αγκαλιά. Για τα παιδάκια που τρέχουν γύρω-γύρω, τα ερωτευμένα ζευγαράκια που λιγώνονται από τα φιλιά, τους ηλικιωμένους που απολαμβάνουν τον αργό περίπατο τους. Για όλους.
Φτάνω στην παραλία, στη θάλασσα με τα ακουστικά στα αυτιά μου. Όπως έκανα από μικρή. Απέναντι μου βλέπω πεντακάθαρα την κορυφή του Ολύμπου. Πόση ελευθερία κρύβει η Αριστοτέλους στην άκρη της. Γυρίζω πλάτη στον Δία και ρίχνω μια τελευταία ματιά στην Αριστοτέλους μέχρι να εντοπίσω στο βάθος της, το πατρικό μου. Τι πλατεία είναι αυτή; Αριστοκράτισσα και λαϊκή. Αρχόντισσα και αλήτισσα. Ράθυμη και φασαρτζού. Ξεροκέφαλη και ανοιχτόμυαλη.
Ευχή και κατάρα να είσαι γέννημα θρέμμα της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News