Οι συνομήλικοί μου θα θυμούνται, εκεί γύρω στα μέσα 90’ς, το σταδιακό κλείσιμο των ντίσκο και τη μεταφορά του κόσμου στην παραλιακή. Ο μεγάλος δρόμος με τα ξεσκέπαστα μαγαζιά και τα ακριβά αυτοκίνητα παρκαρισμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο δεν ήταν φαινόμενο μόνο αθηναϊκό. Όλες οι πόλεις που είχαν τα προσόντα εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία.
Ο κόσμος ήθελε να βγει στα μοδάτα μαγαζιά που η μουσική εξυπηρετούσε όλα τα γούστα και μια ευρύτερη γκάμα ηλικιών. Από τέκνο μέχρι ελληνικά και ενδιάμεσα ένα διάλειμμα ροκ. Καρβέλας και The Wall.
Όσο πιο ιν ήταν το μαγαζί τόσο πιο δύσκολη πόρτα είχε. Για να μπεις ήθελες μέσο. Έτσι μέσα σε μία σεζόν, χρήστηκαν άρχοντες της νύχτας οι πορτιέρηδες. Φορούσαν λευκά, ήταν ψηλοί, καλογυμνασμένοι, με όγκο στα μπράτσα και κοντά μαλλιά. Ενίοτε φορούσαν γυαλιά ηλίου και είχαν ενδοσυνεννόηση με ένα μικρόφωνο σαν της Μαντόνα στο αυτί. Είχαν ύφος και βλέμμα αυστηρό και σε ζύγιζαν στην ουρά. Ήσουν γυναικοπαρέα με μίνι; Έμπαινες. Συνοδευόσουν με κανα χυμαδιό; Περίμενες. Άμα έσκαγες με μουράτο αυτοκίνητο, σε έβαζαν μπροστά να φαίνεσαι, σου άνοιγαν την πόρτα και δρόμο για να προσπεράσεις την πλέμπα.
Η διασκέδαση της νύχτας αφέθηκε στα χέρια των σκληρών αντρών με το φοβιστικό παρουσιαστικό. Όπως όλοι οι άρχοντες έτσι κι αυτοί ήταν πλημμυρισμένοι από διάφορους μύθους και πραγματικότητες. Γυναίκες, χρήματα σε σακούλες σκουπιδιών, ναρκωτικά, όπλα, εκβιασμοί, λίγο μπουνίδι ξημερώματα και πρώτη ξαπλώστρα το επόμενο μεσημέρι στην πλαζ. Οι πορτιέρηδες κυκλοφορούσαν σαν σεβαστοί επιχειρηματίες, κερνούσαν κίτρινη τεκίλα και πούρα και διηγούνταν ιστορίες της προηγούμενης βραδιάς.
Τον σωματότυπο του μπράβου αλλά και την ξεχειλωμένη νοοτροπία του επαναφέρουν ως εικόνα σήμερα οι άρχοντες του ποδοσφαίρου που ποζάρουν στα πλάνα αρχείου των δελτίων ειδήσεων. Φρουροί της ανέραστης νύχτας έχουν ανεξίτηλα χαραγμένη στη φάτσα τους τη φράση «η επόμενή μου προσφορά θα τα εξαφανίσει όλα». Έτσι έμαθαν, έτσι πορεύθηκαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News