31 Ιανουρίου 1993. Δέκα οχτώ χρόνια πίσω. Καλεσμένος μου στο ραδιόφωνο ο Ιάκωβος Καμπανέλης με αφορμή την συμπλήρωση εξήντα χρόνων από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, στην Γερμανία. Σκέφτομαι μία ερώτηση για πολλή ώρα αλλά δειλιάζω. Την βρίσκω προκλητική. Η γλυκύτητα του καλεσμένου μου και ο τρόπος που μιλούσε, εξαφάνισε τον δισταγμό μου και λίγο πριν το τέλος τον ρωτάω:
– Κύριε Καμπανέλη, συγγνώμη αν ακουστώ προκλητικός, υπήρχαν κάποιες στιγμές στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Μαουτχάουζεν που να τις θυμάστε με τρυφερότητα, που να τις νοσταλγείτε (ναι, ο αθεόφοβος, χρησιμοποίησα την λέξη “νοσταλγία”!) ή ήταν μία σκέτη κόλαση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό;
– Δεν είναι καθόλου προκλητική η ερώτησή σας. Υπήρχαν οι ανθρώπινες σχέσεις, οι φιλίες, η αυτοθυσία και οι πράξεις ανθρωπιάς ανάμεσα στους κρατουμένους.
Αλλά θα σας μιλήσω περισσότερο για τους “έρωτες” στο Μαουτχάουζεν. Ήταν στρατόπεδο μόνο για άντρες, όμως τον τελευταίο χρόνο είχαν φέρει και γυναίκες κρατούμενες.
Μας χώριζε ένα ηλεκτροφόρο σύρμα και μία απόσταση. Μαζεύομασταν εκατοντάδες άντρες από την μία πλευρά και εκατοντάδες γυναίκες από την άλλη. Κοιταζόμασταν. Μόνο. Απλά κοιταζόμασταν. Δεν μιλούσαμε, δεν μπορούσαμε να ακούσουμε ο ένας τον άλλο. Άγνωστοι άντρες κοιτούσαμε άγνωστες γυναίκες. Ήταν μία Θεία ερωτική ώρα. Αυτή η μορφή έρωτα είχε μία τραγικότητα. Το σύρμα ανάμεσά μας ήταν μία ύβρις που χώριζε ό,τι πιο φυσικό υπάρχει. Αυτή η σιωπή ήταν μία βουβή συναυλία που τραγουδούσε τον έρωτα σαν αρχή και τέλος της ζωής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News