Ό,τι χαρακτηρίζει σήμερα την εποχή μας ή καλύτερα την κοινωνία μας: η αλλαξοκωλιά. Για να μην πω σε όλους τους τομείς, θα προτιμήσω τον πιο ελαφρύ χαρακτηρισμό: στους περισσότερους. Στον επαγγελματικό, στο «φιλικό», στον ερωτικό, στον κοινωνικό. Στον συγγενικό δεν το κάνω θέμα, διότι δεν πιστεύω καν στους συγγενείς, αλλά στους φίλους.
Η μέθοδος της αλλαξοκωλιάς ευνοεί τους μετριότατους και τους κακούς. Ό,τι υπήρξαμε τις τελευταίες δεκαετίες δηλαδή. Ο ένας στηρίζει τον άλλο για να μην πέσει γιατί τότε καταστρέφεται το ντόμινο. Και αν δεν καταστραφεί, τότε δε θα διευκολυνθεί η όποια προώθηση. Δε σας λέω κάτι καινούριο. Έτσι στηρίζονται χρόνια τώρα κάποια ΜΜΕ, κάποιων οι καρέκλες στις διευθύνσεις και στις προϊστάμενες αρχές, πολλών άλλων οι καρέκλες στα πολιτικά κόμματα, πολλοί εκπαιδευτικοί στα σχολεία, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Μου δίνεις, σου δίνω, όλοι σκαρφιζόμαστε κάτι δήθεν μαγκιόρικο, το μαγειρεύουμε παρέα και τσουπ: να’ μαστε στην επιφάνεια ως φελλοί. Επιπλέουμε. Ζούμε στην κοινωνία των φελλών, γιατί ζούμε στην κοινωνία της αλλαξοκωλιάς. Χαϊδεύουμε τα αυτιά εκείνων που έχουμε συμφέρον, εκείνοι με τη σειρά τους μας ‘προστατεύουν’ γιατί χρειάζονται κόλακες και αυλικούς και πάει λέγοντας. Ο ένας βάζει πλάτη εν γνώσει του στον άλλο, γιατί δεν μπορούμε την μοναξιά αφ΄ ενός και είναι δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες αφ΄ ετέρου.
Γεμίσαμε λαμόγια, όχι αλήτες. Οι αλήτες έχουν μια στάση ζωής, έχουν μια φιλοσοφία. Τα λαμόγια δεν έχουν. Είναι άδεια βαρέλια, κάνουν μόνο θόρυβο. Άκουγα τις προάλλες ένα δημοτικό αστυνόμο να διηγείται την ιστορία δυο δημοσίων υπαλλήλων οι οποίες κανόνιζαν ποιες ώρες θα λείψουν εναλλάξ από το γραφείο για να ψωνίσουν από τη λαϊκή αγορά Και στο τέλος, λέει τσακώθηκαν γιατί η πρώτη που την «έκανε» από το πόστο της, άργησε μια ώρα παραπάνω από την συμφωνηθείσα ώρα. Αυτή είναι η ελαφριά εκδοχή της αλλαξοκωλιάς. Ακολουθεί η κοινωνική-«φιλική»: χαμόγελα, στησίματα, φιλοφρονήσεις. Έπεται η ερωτική, εδώ θα γράψω επί ταύτης κάτι, το κρατώ για τη στήλη του σεξ. Η βαριά μορφή αλλαξοκωλιάς έχει να κάνει με παραγραφές αδικημάτων, κλοπών, γενοκτονιών κλπ.
Ε, λοιπόν, όσο συντηρούμε αυτή τη χυδαιότητα, τίποτα δεν θα αλλάξει. Δε λέω να μετατραπούμε όλοι σε Αρτέμης Μάτσας του ελληνικού κινηματογράφου – θυμάστε ο κατάπτυστος προδότης- αλλά το να παραδεχτούμε τι μας καθορίζει τόσα χρόνια ως πολίτες, είναι μια καλή αρχή. Και χρειάζεται να λέμε μεγάλα «όχι». Όχι στο βόλεμα, όχι στην κοροϊδία, όχι στην ψευτιά, όχι στην υποκρισία, όχι στην άρνηση να δούμε τον ίδιο μας τον εαυτό έτσι όπως πραγματικά είναι. (σημ: κάποιοι έχουν επιδοθεί στην καταγραφή αρνητικών απόψεων για τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου. Γιατί άραγε; Μήπως επειδή δεν αντέχουν να βλέπουν στοιχεία του εαυτού τους;)
Χρειαζόμαστε το «σκάπτειν ένδον» που λέει και ο «πολύτιμος» δεν έχει σημασία ποιος προς το παρόν. Τι γουστάρουμε και τι δεν γουστάρουμε. Και εννοώ απόλυτα την έννοια του λήμματος: ‘‘γουστάρω’’ θα πει, θέλω, ποθώ κάτι διακαώς. Αυτό το διακαώς, λοιπόν, απαιτεί και το «σκάπτειν ένδον», εσωτερικώς και αμειλίκτως. Σας θυμίζω τον Νίτσε: «Η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News