1963
Ο Τζεφ Μπρίτζες με την κιθάρα του επί σκηνής. Γράφει συνεχώς. Τραγούδια γεμίζουν τα σημειωματάρια και τα αρχεία του στο γκαράζ | Kevin Winter/WireImage/ GettyImages/ Ideal Image

Ενας νεαρός μουσικός που τον έλεγαν Τζεφ Μπρίτζες

Protagon Team Protagon Team 31 Μαρτίου 2025, 19:12
Ο Τζεφ Μπρίτζες με την κιθάρα του επί σκηνής. Γράφει συνεχώς. Τραγούδια γεμίζουν τα σημειωματάρια και τα αρχεία του στο γκαράζ
|Kevin Winter/WireImage/ GettyImages/ Ideal Image

Ενας νεαρός μουσικός που τον έλεγαν Τζεφ Μπρίτζες

Protagon Team Protagon Team 31 Μαρτίου 2025, 19:12

Ο Τζεφ Μπρίτζες έχει εγκαταστήσει στο γκαράζ του ένα εργαστήριο κεραμικής. Είναι επίσης ο χώρος όπου τζαμάρει. Εχει στημένα ντραμς για τον εγγονό του και στον τοίχο είναι κρεμασμένη μια φωτογραφία του εκκεντρικού μουσικού της ροκ και των μπλουζ Κάπτεν Μπίφχαρτ. Από τον Δεκέμβριο, όταν ακυρώθηκε η σειρά «The Old Man» του FX, στις δύο σεζόν της οποίας πρωταγωνιστεί μεγαλουργώντας, ο 75χρονος Τζεφ Μπρίτζες περνάει τον περισσότερο καιρό του στο γκαράζ.

«Τώρα έχω λίγο χρόνο για να αφήσω κάποια άλλα πράγματα να ωριμάσουν και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό» λέει σε συνέντευξή του στον Guardian με αφορμή την κυκλοφορία ενός νέου άλμπουμ του. «Πολλή μουσική, κάποια πιο καλλιτεχνικά πράγματα» εξηγεί μιλώντας στη δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας, Λόρα Μπάρτον.

Ο Μπρίτζες είναι καλός στο να βρίσκει κάτι θετικό ακόμα και στην πιο άσχημη κατάσταση, όπως για παράδειγμα οι πρόσφατες πυρκαγιές στο Λος Αντζελες. Παρά την απώλεια του σπιτιού του στο Μαλιμπού, αισιοδοξεί. «Εχουμε χάσει πέντε σπίτια από πυρκαγιές, σεισμούς, πλημμύρες. Τώρα περιμένουμε τις ακρίδες» λέει στην Μπάρτον αστειευόμενος.

Η διάγνωσή λεμφώματος Non-Hodgkin (NHL) το 2020 και η επακόλουθη θεραπεία του –ή, με τα δικά του λόγια, «κάποια πραγματικά προβλήματα υγείας»– αναφέρεται μόνο παρεμπιπτόντως, ως ο καταλύτης για να κυκλοφορήσει περισσότερη μουσική: «Αν έχεις κάποια πράγματα που θέλεις να μοιραστείς, τώρα είναι η ώρα, φίλε!» Η δημοσιογράφος του Guardian παρατηρεί πως, παρ’ όλα αυτά, φαίνεται εξαιρετικά ευδιάθετος. «Απολύτως», της λέει χαμογελώντας. «Είμαι χαρούμενος».

Το βασικό αντικείμενο της συνέντευξης είναι το «Slow Magic», μια συλλογή τραγουδιών του Τζεφ Μπρίτζες που ήταν χαμένα για σχεδόν 50 χρόνια και τώρα πρόκειται να κυκλοφορήσουν την Record Store Day, ημέρα που γιορτάζουν τα δισκοπωλεία, η οποία για φέτος έχει προγραμματιστεί να είναι η 12η Απριλίου. Ο τρόπος που προέκυψε η κυκλοφορία, λέει ο σταρ, «είναι πολύ μυστηριώδης και υπέροχος. Να σας πω μια μικρή ιστορία;»

Και αρχίζει να αφηγείται μια ιστορία που περιλαμβάνει τους μουσικούς Κίφους Τσάιντσια και Τι-Μπόουν Μπερνέτ, μια διαφήμιση στην πλατφόρμα Squarespace για το Super Bowl, την κωμωδία «Ο τελευταίος κάουμποϊ» («Hearts of the West», 1975), τα μουσικά charts της New Age και μια κασέτα με μελωδίες που είχε γράψει ο Μπρίτζες μαζί με παλιούς συμμαθητές του στο λύκειο, με την ετικέτα «July 1978».

Σύντομα αντιλαμβάνεται κανείς ότι μεγάλο μέρος της ζωής του Μπρίτζες έχει κυλήσει με αυτόν τον τρόπο: με εκρήξεις αυτού που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κοσμική απροσδόκητη τύχη και σύνδεση, παρατηρεί η Λόρα Μπάρτον στον Guardian.

Μποέμ καλλιτέχνες

Ο Τζεφ Μπρίτζες είναι γόνος γνωστής οικογένειας του Χόλιγουντ. Η μητέρα του, Ντόροθι, και ο πατέρας του, Λόιντ, ήταν και οι δύο ηθοποιοί, όπως και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μπο. Αν και ο νεαρός Τζεφ ήταν πολλά υποσχόμενος στα καλλιτεχνικά και στη μουσική, ο πατέρας του τον ενθάρρυνε να ενταχθεί στην οικογενειακή δουλειά, παίρνοντάς τον μαζί του στα γυρίσματα και εξασφαλίζοντάς του μικρούς ρόλους στις παραγωγές του.

«Είχα απορίες για το τι θα κάνω και ο πατέρας μου έλεγε: “Τζεφ, μην είσαι γελοίος, το υπέροχο πράγμα με την υποκριτική είναι ότι θα καλύψει όλα σου τα ενδιαφέροντα”». Ωστόσο η οικογένεια αγαπούσε και τη μουσική. Κάθονταν γύρω από το πιάνο τραγουδώντας όλοι μαζί μελωδίες από μιούζικαλ.

Ο Τζέφ Μπρίτζες ήταν έφηβος τη δεκαετία του 1960, ακριβώς τότε που η μουσική άλλαζε ταχύτητα, περνώντας από το πρώιμο rock’n’roll του Τσακ Μπέρι και των Everly Brothers σε καλλιτέχνες όπως οι Beatles, ο Μπομπ Ντίλαν και οι Rolling Stones. «Μπορείς να το φανταστείς, να ξυπνάς κάθε μέρα και πηγαίνοντας στο σχολείο να ακούς τα καινούργια τραγούδια των Beatles;» λέει στον Guardian. «Και αυτό συνέβαινε ξανά και ξανά! Το θεωρούσες κατά κάποιο τρόπο δεδομένο, αλλά είναι εκπληκτικό!»

Στο σχολείο του Μπρίτζες πήγαιναν κυρίως παιδιά οικογενειών από τη βιομηχανία του θεάματος. Εκανε παρέα με μποέμ καλλιτέχνες και κάθε σχολική μέρα ξεκινούσε μαστουρώνοντας με τους φίλους του στην Buick του, ενώ άκουγαν ραδιόφωνο: «[Υπήρχε] πολύς πειραματισμός με ναρκωτικά, ξέρετε, εκείνη την εποχή» εξηγεί.

Τα βράδια της Τετάρτης συναντιόνταν για τζαμάρισμα στο σπίτι του φίλου του Στιβ Μπάιμ. Οταν τέλειωσαν το σχολείο και προχώρησαν στη ζωή τους, οι βραδιές της Τετάρτης για τζαμάρισμα συνεχίστηκαν. Ηταν ένας τρόπος να ριζώσει το συγκρότημα στην πόλη τους, στη φιλία και στη δημιουργικότητά τους. Κάποια στιγμή, γύρω στο 1977, ο Μπρίτζες, που έγραφε μουσική παράλληλα με την υποκριτική, κάλεσε τους φίλους του να ηχογραφήσουν μερικά από τα τραγούδια του. «Το άλμπουμ είναι το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος».

Παρά τις συμβουλές του πατέρα του, η μουσική παρέμενε πάντα ένας γοητευτικός και βιώσιμος δρόμος παράλληλης καριέρας για τον Τζεφ Μπρίτζες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 πούλησε μάλιστα δύο τραγούδια του στον Κουίνσι Τζόουνς, ο οποίος χρησιμοποίησε το ένα από αυτά, το «Lost in Space», για το soundtrack της ταινίας «Τζον και Μαίρη» (1969) του Πίτερ Γέιτς, με πρωταγωνιστές τους Ντάστιν Χόφμαν και Μία Φάροου.

Οσο περνούσε ο καιρός η αναποφασιστικότητα συνεχιζόταν. «Είχα κάνει 10 ταινίες, είχα προταθεί για Οσκαρ [καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου για την “Τελευταία Παράσταση”, 1971] και ακόμα δεν…» Δεν ήταν σίγουρος αν θα ακολουθούσε καριέρα ηθοποιού, παραδέχεται.

Το σημείο καμπής

Μια αλλαγή συνέβη μετά την παραγωγή του «Τελευταίου από τους Ηρωες» («The Last American Hero», 1973), μιας ταινίας του Λαμόντ Τζόνσον για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό. «Πέρασα υπέροχα κάνοντάς την, αλλά συνήθως μετά από μια ταινία ο μυς της προσποίησης εξαντλείται» λέει ο Μπρίτζες. «Δεν θέλεις πια να προσποιείσαι, θέλεις απλά να είσαι αυτός που είσαι πραγματικά, και όχι μέσα στον ρόλο».

Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης Τζον Φρανκενχάιμερ προσέγγισε τον ατζέντη του για έναν ρόλο στη διασκευή του έργου «Ο Παγοπώλης Ερχεται», του Ευγένιου Ο’Νιλ. Ο Μπρίτζες ήξερε ότι θα ήταν μεγάλη υπόθεση, οι Φρέντερικ Μαρτς, Ρόμπερτ Ράιαν και Λι Μάρβιν είχαν ήδη υπογράψει. Ωστόσο δεν ήταν σίγουρος. Είπε στον ατζέντη του να απορρίψει τον ρόλο. Πέντε λεπτά αργότερα, του τηλεφώνησε ο Λαμόντ Τζόνσον. «Μου είπε: “Ακουσα ότι απέρριψες το “The Iceman Cometh”;” Είπα “ναι, Μόντι, είμαι εξαντλημένος, φίλε”. Μου λέει “εξαντλημένος; Μαλάκας είσαι!” Και μου έκλεισε το τηλέφωνο!»

Ο Μπρίτζες το σκέφτηκε προσεκτικά και «αποφάσισα να κάνω ένα μικρό πείραμα με τον εαυτό μου και να πάω κατά κάποιον τρόπο ενάντια σε αυτό που μου έλεγε η διαίσθησή μου» λέει στον Guardian. Ετσι, δέχτηκε τον ρόλο, λάτρεψε την ταινία και αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο ρινγκ της υποκριτικής.

Hταν ένα πρώιμο παράδειγμα τού πώς ο Τζεφ Μπρίτζες εξερευνά αυτό που θεωρεί αντιδραστικό στοιχείο του εαυτού του. «Διαπιστώνω ότι έχω πολλή αντίσταση, κάπως έτσι προχωράω» λέει. «Για να κάνω μια ταινία, για να με φέρω στο πάρτι, αντιστέκομαι, αντιστέκομαι. Και υπάρχει μεγάλη ικανοποίηση στο να εξερευνάς αυτή την αντίσταση και να φτάνεις στην άλλη πλευρά χωρίς να τη φοβάσαι».

Τον τελευταίο καιρό εξετάζει την αντοχή του στο κρύο. «Αρχίζω να ασχολούμαι με την καταβύθιση σε κρύο νερό, το κάνω εδώ και λίγο καιρό και η σχέση μου με το κρύο έχει αλλάξει λίγο» λέει. «Κανονικά θεωρείς εχθρό το κρύο, αλλά είναι απλώς μια αίσθηση. Ολες αυτές οι διαφορετικές αισθήσεις που προκύπτουν δεν είναι τίποτα σπουδαίο, φίλε! Ελα τώρα!». Προσθέτει πως ήταν πάντα ανθεκτικός. «Δεν νομίζω ότι έχω αλλάξει πολύ από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Βασικά το ίδιο νιώθω».

Η δημοσιογράφος του Guardian ρωτάει κατόπιν τον Μπρίτζες πώς θα περιέγραφε τον εαυτό του στην ουσία του. Ο σταρ σκέφτεται για λίγο, χαμογελάει πλατιά και λέει: «Φοβισμένος και παιχνίδι».

Ο διάσημος αμερικανός καλλιτέχνης είναι απρόθυμος να μιλήσει για το πόσο μπορεί να διαφέρει η σχέση του με τη μουσική από εκείνη με την υποκριτική, αν εξακολουθεί να έχει την ίδια αντίσταση, αν η μουσική απαιτεί επίσης από αυτόν να χρησιμοποιήσει τον μυ της «προσποίησης». «Είναι μια πτυχή του εαυτού μου», λέει. «Δεν νομίζω ότι ξέρουμε τελικά ποιοι είμαστε πραγματικά όλη την ώρα.

»Το καθήκον για όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα, είτε πρόκειται για την υποκριτική, τη μουσική, τη ζωγραφική ή την κεραμική, το κύριο καθήκον είναι να φύγεις από τη μέση, να αφήσεις το πράγμα να σε διαπεράσει. Και αυτό μπορεί μερικές φορές να είναι τρομακτικό. Αλλά μερικές φορές έχεις απλά ένα ένστικτο και όταν συμβαίνει, φίλε, είναι φοβερό. Και όταν αυτό συμβαίνει μαζί με ένα μάτσο άλλους καλλιτέχνες και το κάνετε όλοι μαζί, είναι πραγματική μαγεία. Είναι η μαγεία των δέντρων και των λουλουδιών».

Τζαμάρισμα ανάμεσα στα γυρίσματα

Η μουσική, εξάλλου, ήταν αυτό που συχνά συνέδεε τις διάφορες πτυχές του εαυτού του και τον συνέδεε επίσης με τους άλλους. «Είτε φτιάχνεις ταινία είτε μουσική, εναρμονίζεσαι» λέει ο Μπρίτζες. «Λες: ας συνδυάσουμε τις δυνάμεις μας εδώ και ας δούμε τι μπορούμε να φτιάξουμε μαζί και να το κάνουμε όμορφο και πραγματικό».

Συχνά, δε, φτιάχνει μια λίστα αναπαραγωγής για τον χαρακτήρα που υποδύεται (για τον Ντιουντ στον «Μεγάλο Λεμπόφσκι», για παράδειγμα, ήταν «πολλά κομμάτια των Creedence»). «Μετά τα παίζεις στο makeup trailer. Φτιάχνεσαι μαζί με όλα τα παιδιά της παράστασης, κάνεις τη μετάβαση από το ποιος είσαι στον χαρακτήρα που θα υποδυθείς. Μακιγιάρεσαι, μοιράζεσαι μουσική».

Μιλώντας με τη Λόρα Μπάρτον του Guardian, θυμάται τα γυρίσματα του «Ερωτα Δίχως Αύριο» («Against All Odds», 1984) στο Μεξικό, με τον Τέιλορ Χάκφορντ, και πώς την πρώτη τους νύχτα εκεί «μοιραστήκαμε ένα μπουκάλι τεκίλα και περάσαμε ολόκληρο τον κατάλογο των Beatles». Πώς όταν ήταν καθηλωμένοι για εννέα μήνες στη Μοντάνα για τα γυρίσματα της «Πύλης της Δύσης» («Heaven’s Gate», 1980), ο Κρις Κριστόφερσον και ο Τι-Μπόουν Μπερνέτ κάλεσαν μια σειρά από φίλους μουσικούς να τους ακολουθήσουν.

«Απλώς τζαμάραμε όλη την ώρα. Οταν δεν δουλεύαμε, παίζαμε». Αργότερα, δε, όταν του πρότειναν να πρωταγωνιστήσει στο «Crazy Heart» (2009) υποδυόμενος έναν αλκοολικό τραγουδιστή της κάντρι που προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή του, δέχτηκε τον ρόλο επειδή ο Μπερνέτ συμφώνησε να γράψει τη μουσική. Και κέρδισε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.

Το 2003 ο Μπρίτζες εμφανίστηκε μαζί με τον Μπομπ Ντίλαν στο «Μασκαρεμένοι και Ανώνυμοι». Μια μέρα, ο σκηνοθέτης Λάρι Τσαρλς τού πρότεινε: «Γιατί δεν φεύγετε εσύ και ο Μπομπ και να του διδάξεις λίγη υποκριτική; Πηγαίνετε και κάντε λίγο αυτοσχεδιασμό ή κάτι τέτοιο». Ο Μπρίτζες αντιστάθηκε αλλά τελικά συμφώνησε. «Ηταν υπέροχο να δουλεύεις μαζί του» λέει. «Είναι απίστευτος ηθοποιός. Εννοώ η παρουσία του, σωστά;»

Λίγο αργότερα ο Μπρίτζες βρισκόταν στο τροχόσπιτό του και έπαιζε κιθάρα, όταν εμφανίστηκε στην πόρτα ο Ντίλαν. «Είπε “Γεια σου φίλε, θέλεις να τζαμάρουμε;”» Ο Μπρίτζες εξακολουθεί να μένει εμβρόντητος από εκείνο το γεγονός. Η δημοσιογράφος του Guardian τον ρωτάει τότε αν είδε το «A Complete Unknown». «Ναι, ναι», απαντά, «όλοι τους έκαναν σπουδαία δουλειά, αλλά…» Αλλά δείχνει μπερδεμένος για την ταινία. «Ξέρετε, όταν έχεις το αυθεντικό πράγμα…»

Τον τελευταίο καιρό περνάει χρόνο ψάχνοντας αυτό που αποκαλεί «ορυχείο τραγουδιών», διερωτώμενος τι να κάνει με όλες αυτές τις μελωδίες που έχει γράψει. Γράφει ακόμα. Τραγούδια γεμίζουν τα σημειωματάρια και τα αρχεία του στο γκαράζ. Μερικές φορές τα βάζει κάτω μαζί με τον Τσάιντσια από το νεανικό τους συγκρότημα, The Abiders. Αλλοτε τα βγάζει ως πρόχειρα σκίτσα στην ιστοσελίδα του κάτω από τον τίτλο «Emergent Behaviour». Το μόνο που ζητάει είναι, σε οποίον αρέσουν, να κάνει μια δωρεά στις φιλανθρωπικές οργανώσεις που ο ίδιος έχει επιλέξει, τις No Kid Hungry και Amazon Conservation Team. «Ας δημιουργήσουμε κάτι όμορφο μαζί» προτείνει η ιστοσελίδα.

«Πρόσφατα έγραψα ένα τραγούδι για τον παλιό μου φίλο Τζον Γκούντγουιν» λέει, τέλος, ο Μπρίτζες. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά και ο Γκούντγουιν έγινε επαγγελματίας τραγουδοποιός – έδωσε το υλικό για το soundtrack του «Crazy Heart», που κέρδισε ένα Οσκαρ και δύο Grammy, και για το ομώνυμο άλμπουμ του Μπρίτζες το 2011, που ηχογραφήθηκε μετά την επιτυχία της ταινίας.

Ο Μπρίτζες τιτλοφόρησε το τραγούδι που αφιέρωσε στον Γκούντγουιν «We Know That One». «Δεν ξέρω τι στυλ θα το αποκαλούσες. Είναι το δικό μου στυλ, κατά κάποιον τρόπο. Ασε με να δω αν μπορώ να το βρω…» Παίρνει ένα tablet, κοιτάζει στην οθόνη. «Εντάξει. Ας δούμε εδώ. Μουσική, στίχοι, οι στίχοι μου, το ρεφρέν μου, στίχοι…»

Στην ησυχία του γκαράζ του ο Τζεφ Μπριτζες γέρνει πολύ πίσω στην καρέκλα, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι του, και αρχίζει να τραγουδάει. Η φωνή του είναι σκοτεινή, ζεστή και ευγενική, και καθώς τραγουδάει κάτι πάνω του μοιάζει να λάμπει. Η μουσική έχει τον τρόπο της μαζί του, και είναι πραγματική μαγεία, γράφει η Λόρα Μπάρτον στον Guardian. Είναι η μαγεία των δέντρων και των λουλουδιών.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...