1095
Οπως συμβαίνει με το έγκλημα, έτσι και η ύπαρξη της Κωνσταντοπούλου τροφοδοτεί μια ολόκληρη πολιτική οικονομία | Intimenews / CreativeProtagon

Βγάζουμε όλοι μεροκάματο από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου;

Οπως συμβαίνει με το έγκλημα, έτσι και η ύπαρξη της Κωνσταντοπούλου τροφοδοτεί μια ολόκληρη πολιτική οικονομία
|Intimenews / CreativeProtagon

Βγάζουμε όλοι μεροκάματο από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου;

Σε ένα από τα πιο σκανδαλιάρικα κείμενά του στην άσκηση διαλεκτικής, το «Εγκώμιο του Εγκλήματος», ο Καρλ Μαρξ εικονογραφεί μια απολογία του εγκληματία, εξηγώντας ότι, ανεξάρτητα από την ηθική του υπόσταση, ο εγκληματίας αποτελεί ένα σημαντικό γρανάζι της παραγωγικής διαδικασίας. Παράγοντας εγκλήματα, ο εγκληματίας συνεισφέρει επίσης στην παραγωγή ποινικού δικαίου και προκαλεί τη δημιουργία των σχετικών με αυτό συγγραμμάτων, των καθηγητών που καλούνται να τα διδάξουν, της αστυνομίας, των δικαστών, των δικηγόρων, των δημίων, και ακόμα επίσης των αστυνομικών μυθιστορημάτων και μερικών από τις σπουδαιότερες θεατρικές τραγωδίες. Τέλος, οξύνοντας την εφευρετικότητα όσων καλούνται να τον αντιμετωπίσουν, ευνοεί τη μηχανική και την τεχνολογική πρόοδο. Είναι, λοιπόν, χρήσιμος.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν έχει μελετήσει καθόλου Μαρξ και εντελώς προφανές ότι δεν τον συμπεριλαμβάνει στις επιρροές της. Αυτό, ωστόσο, δεν την εμποδίζει να είναι υποκείμενο της ίδιας διαλεκτικής ανάλυσης. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου παράγει σαματά. Αντίθετα με τη βεβαιότητα των θαυμαστών της (σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς, η πρώην πρόεδρος της Βουλής έχει μόνο τέτοιους και όχι υποστηρικτές ή φίλους), ο σαματάς αυτός δεν είναι διόλου δημιουργικός για τους σκοπούς που παριστάνει ότι γίνεται. Είναι δημιουργικός μόνο για να κρατάει την ίδια τη θορυβώδη γεννήτριά του στον αφρό της επικαιρότητας.

Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι έχουν να θυμούνται παραληρηματικά θορυβώδη επεισόδια της κυρίας Κωνσταντοπούλου, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα: Το 2000 έγινε το πρώτο μέλος μετά τη χούντα που διαγράφηκε δια παντός από τον Σύλλογο Ελλήνων Φοιτητών στο Παρίσι, όταν κατά τη διάρκεια μιας εκλογικής διαδικασίας στην οποία ο σχηματισμός της έχανε την έδρα του, έστησε ανεπιτυχώς μια ολόκληρη επιχείρηση για να κλέψει την κάλπη.

Το 2015, επιχείρησε να αλλάξει τον Κανονισμό της Βουλής, προκειμένου να στερήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας στην αντιπολίτευση – αφού απέτυχαν να την πείσουν ότι αυτό είναι αντιδημοκρατικό, πιο φρόνιμες συναδέλφισσές της τής εξήγησαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι για πάντα στην εξουσία. Το 2017 έγινε ρεζίλι προσπαθώντας να εμποδίσει τον γερμανό πρεσβευτή να αποτίσει αντιναζιστικό φόρο τιμής στο Δίστομο, μέχρι που επενέβη ο Μανόλης Γλέζος και σταμάτησε την κωμωδία. Το 2019, κατά την επανεξέταση στον Αρειο Πάγο μιας εντελώς σκανδαλώδους αναγνώρισης ελαφρυντικού, επέμενε επί μία ώρα να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή – δεν χρειάζεται να είναι καν πρωτοετής φοιτητής Νομικής κάποιος για να ξέρει ότι αυτό δεν προβλέπεται.

Και στις τέσσερις προηγούμενες περιπτώσεις, η κυρία Κωνσταντοπούλου απέτυχε σε αυτό που προσπάθησε να κάνει. Τι πέτυχε; Να αναγνωριστεί ως εκπρόσωπος ενός ανορίωτου και ακατάσχετου εκνευρισμού, τον οποίον εκδηλώνει φωνάζοντας διαρκώς, σχεδόν για τα πάντα, και αξιώνοντας αυθαίρετα κάποια «αποζημίωση» της οργής της. Ακούγεται πολύ άσχημο και όντως είναι. Αλλά στην κατάσταση χρόνιας ιδιοσυγκρασιακής αγανάκτησης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, αποκτά το κοινό της. Και με την παροιμιώδη ανεπάρκεια των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης να μετατρέψουν σε συνεκτική εναλλακτική πρόταση την κριτική τους για τα Τέμπη και συνολικά την κυβερνητική πολιτική, η απογείωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας των τελευταίων εβδομάδων καταλήγει να υπερτροφοδοτεί το λυόμενο ΙΧ κόμμα της Κωνσταντοπούλου.

Στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και με το έγκλημα, έτσι και η ύπαρξη της Κωνσταντοπούλου τροφοδοτεί μια ολόκληρη πολιτική οικονομία. Η πρώην Πρόεδρος της Βουλής δεν παράγει μόνο σαματά, αλλά και εκπομπές πρωινάδικων που της αφιερώνουν το πολιτικό τους μερίδιο, δημοσιογράφους που συζητούν το φαινόμενο, συνταξιούχους χωροφύλακες που βρίσκουν έξυπνο να της φωνάξουν «πάνε κάνε κάνα παιδί», πρωθυπουργούς που αδράχνουν την ευκαιρία και διαγράφουν τους χωροφύλακες, αριστερούς διανοούμενους που αναλύουν το πρόβλημα, κεντρώους και δεξιούς opinion makers που προειδοποιούν για τον κίνδυνο, χρήστες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης που βρίσκουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το «τσαγανό» ως υπέρτατη αξία, αφού έτσι κι αλλιώς δεν απέκτησαν ποτέ μεγάλη εξοικείωση με τον λόγο, τον Διαμαντή που παρουσιάζεται ως τιμωρός – γενικά βγαίνει μεροκάματο για όλους μας.

Αυτό, αντίθετα, που διόλου υπηρετείται είναι η απάντηση στα ζητήματα που εύλογα εμφανίζονται να απασχολούν την ελληνική κοινωνία, και με οξυμένο τρόπο, τις τελευταίες εβδομάδες.

Εάν βάσιμα θεωρούμε ότι η ελληνική Πολιτεία πάσχει διαχρονικά στο πεδίο της λογοδοσίας και της θωράκισης από την αυθαιρεσία της εξουσίας και το πλέγμα σχέσεων και προνομίων τύπου κάστας που αυτή δημιουργεί, υπάρχει ένας άνθρωπος που να πιστεύει στα σοβαρά ότι η απάντηση είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία στις εκλογές του 2023 αντικατέστησε αυτούς που πρώτευσαν σε σταυρούς στο ψηφοδέλτιό της χωρίς να τους ρωτήσει, για να τοποθετήσει στη θέση τους τον σύντροφό της, τον γυμναστή της και κάποιους φίλους της, και που ως καταλληλότερο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας ονομάτισε τον μπαμπά της;

Η απάντηση είναι, ναι, υπάρχει. Γιατί δεν πρέπει να υποτιμάμε ποτέ τη γοητεία που ασκεί, ιδιαίτερα –αλλά όχι περιοριστικά– σε ανθρώπους που δεν προτίθενται να το ψάξουν πολύ, η ιδέα «να έρθει κάποιος να βάλει τάξη». Ειδικά σε περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης που προκαλούν κοινωνική ασφυξία, η ιδέα αυτή είναι ο βασικός τροφοδότης των αναδυόμενων αυταρχικών ρευμάτων, στην παράδοση των οποίων ανήκει και η Κωνσταντοπούλου.

Η πρώην Πρόεδρος της Βουλής έχει ένα πολύ οξυμένο αυταρχικό ένστικτο, έτσι ώστε να καταλαβαίνει ότι ο αυταρχισμός είναι ένα φαινόμενο σύμφυτο και όχι αντιθετικό με τη μετα-νεωτερικότητα. Οι αυταρχικές ηγετικές προσωπικότητες σήμερα απέχουν πολύ από την τυποποιημένη ανάλυση της Σχολής της Φρανκφούρτης και δεν βανδαλίζουν κατ’ ανάγκην έργα χαρακτικής στην Εθνική Πινακοθήκη. Είναι η Αλις Βάιντελ, που συζεί με τη μετανάστρια σύντροφό της, και η Τζόρτζια Μελόνι, από την οποία η Κωνσταντοπούλου ξεσήκωσε το κόλπο με τις καρδούλες. Η Αριστερά θα μπορούσε ήδη να έχει πονηρευτεί για την ευκολία με την οποία τέτοια φαινόμενα ξεπηδούν από το εσωτερικό της, ήδη από την περίπτωση Κασσελάκη. Πλην, όμως, προτίμησε να θάψει το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα παίξει στο επόμενο διάστημα το χαρτί της Κωνσταντοπούλου, καλώντας το μετριοπαθές κοινό να επιλέξει ανάμεσα σε αυτήν και την ίδια – ήδη κάποια σχετικά πρωτοσέλιδα έκαναν την εμφάνισή τους. Ωστόσο η Γαλλία δεν είναι τόσο μακριά ώστε να μην μπορεί να δει κανείς τους κινδύνους αυτής της τακτικής. Οταν μια κυβέρνηση που δεν είναι δημοφιλής επιχειρεί να διασωθεί επικαλούμενη έναν μπαμπούλα, απλώς μετατρέπει τον μπαμπούλα σε εναλλακτική.

Οσο για την Αριστερά, μπορεί να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της τακτικής να είναι αντισυστημική στα πίτουρα και συστημική στο αλεύρι. Η δυσανάλογα πολλή φασαρία για ζητήματα ελάσσονος υλικής σημασίας, παράλληλα με την ουσιαστική αποδοχή της μίας και μόνης πολιτικής στην οικονομία, βρίσκει στην Κωνσταντοπούλου τον καλύτερο εκπρόσωπό της. Για να αλλάξει αυτό, η αντιπολίτευση θα πρέπει να παρουσιάσει ένα εναλλακτικό σχέδιο για την οικονομία, το κράτος, το περιβάλλον, τις διεθνείς σχέσεις. Είναι ήδη αργά για αυτό; Οχι. Ίσως όμως να είναι αργά για τα πολιτικά πρόσωπα που αυτή τη στιγμή παριστάνουν την εναλλακτική.

Παραφράζοντας τον Μαρξ, ξανά από το «Εγκώμιο του Εγκλήματος», αν η Κωνσταντοπούλου επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να κερδίζει έδαφος στην κοινωνία, η Αριστερά οφείλει να επινοήσει αποτελεσματικότερα αμυντικά μέσα για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...