Γιατί να πεθάνει κανείς σαν τον Τζιν Χάκμαν;
Γιατί να πεθάνει κανείς σαν τον Τζιν Χάκμαν;
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προσεγγίσει κανείς το θέμα του θανάτου του Τζιν Χάκμαν. Οχι το γεγονός ότι πέθανε αυτό καθαυτό, αλλά τον τρόπο με τον οποίο συνέβη: η σύζυγός του πέθανε πρώτη από κάποια ίωση κι εκείνος μερικές ημέρες αργότερα, από ασιτία, καθώς το Αλτσχάιμερ δεν του επέτρεψε να φροντίσει τον εαυτό του. «Μα, καλά, παιδιά δεν είχε;», ήταν το πρώτο που ακούστηκε. «Και πού ήταν τόσες ημέρες αυτά τα παιδιά;», ήταν το δεύτερο. Μετά ήρθαν οι λυρικές αναλύσεις του μοναχικού θανάτου, η μομφή για την «αποξένωση» της αμερικανικής κοινωνίας και η σύγκριση με την τέλεια ελληνική, στην οποία ακόμη η «οικογένεια λειτουργεί» και τα παιδιά «φροντίζουν τους ηλικιωμένους τους».
Ο θάνατος του Τζιν Χάκμαν εμένα μου έφερε στον νου δύο πράγματα. Το ένα είναι ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα, με τίτλο «Γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι κόβουν την επαφή με τους γονείς τους». Το δεύτερο είναι ο παππούς μου, από την πλευρά της μητέρας μου.
Δεν τον γνώρισα ποτέ. Ούτε η μητέρα μου καλά καλά, καθώς μετά τον πόλεμο, αφού είχε παίξει την παχυλή προίκα της γιαγιάς μου στα χαρτιά και είχε κάνει λαμπρή καριέρα ως μαυραγορίτης, τον έπιασαν οι αντάρτες και τον πήγαν για εκτέλεση. Κάπως τη γλίτωσε και αμέσως μετά έφυγε να πάει για τσιγάρα και δεν επέστρεψε ποτέ. Πιθανώς διότι το περίπτερο που επέλεξε ήταν στο Σικάγο.
Η αγράμματη γιαγιά μου, μένοντας άφραγκη με δύο παιδιά, έπιασε δουλειά ως εργάτρια στην αμερικανική πρεσβεία. Δούλευε στη USAID της εποχής, το σχέδιο Μάρσαλ, που διένειμε την αμερικανική βοήθεια στους εξαθλιωμένους Αθηναίους. Πού και πού μάθαιναν για τον παππού ότι είχε κάνει άλλη οικογένεια στην Αμερική, ότι δούλευε από ’δώ κι από ’κεί, σκόρπια νέα, αδιάφορα.
Ωσπου, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, είδα μια ημέρα τη μητέρα μου να κλαίει γοερά και να λέει στον πατέρα μου «τώρα που ήρθε, τι να τον κάνω;». Γέρος και μόνος ο παππούς, άφησε το Σικάγο στα τελευταία του και κατέφυγε σε εκείνους που είχε εγκαταλείψει, προκειμένου να τον γηροκομήσουν. Προκαλώντας τους μόνο δυστυχία και, εντελώς αχρείαστες, ενοχές.
Ο Ντοστογέφσκι θα έτριβε τα χέρια του με αυτήν την ιστορία. Και με εκείνη του Χάκμαν επίσης.
Η κόρη του Τζιν Χάκμαν, Λέσλι, είπε στην Daily Mail, μετά τον θάνατό του, ότι αυτός «δεν είναι τρομερά σοκαριστικός», καθώς ο πατέρας της ήταν 95 ετών. Ευχαρίστησε την τελευταία του σύζυγο «που τον κράτησε ζωντανό» και στις δηλώσεις τις έδειξε περισσότερη λύπη για τον δικό της θάνατο.
Η 58χρονη Λέσλι είναι το μικρότερο από τα τρία παιδιά του Χάκμαν από τον πρώτο του γάμο με την Φέι Μαλτίζ. Ο Χάκμαν άφησε τη Μαλτίζ το 1985, όταν γνώρισε την Μπέτσι Αρακάβα και αποφάσισε ότι θέλει να ζήσει μαζί της. Την οικογένεια δεν χώρισε η Αρακάβα, όμως, αλλά το Χόλιγουντ.
Η οικογένεια Χάκμαν είχε περάσει δύσκολα όσο εκείνος προσπαθούσε να κάνει καριέρα. Συχνά έλειπε για μήνες από το σπίτι. «Αν και είχα οικογένεια, αναλάμβανα δουλειές που θα μας χώριζαν για τρεις ή τέσσερις μήνες κάθε φορά. Ο πειρασμός για χρήματα και αναγνώριση, ήταν υπερβολικός για το φτωχό αγόρι μέσα μου. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ», είχε πει ο ίδιος στους New York Times. Ο Χάκμαν είχε, πράγματι, μεγαλώσει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει τον ίδιο και τη μητέρα του, όταν ο ηθοποιός ήταν πολύ μικρός.
«Δεν το χειρίστηκα καθόλου καλά. Φρόντισα την οικογένειά μου οικονομικά», είχε πει στον Λάρι Κινγκ, «όμως ήμουν τόσο ερωτευμένος με το Χόλιγουντ, με τη γοητεία του, που με απορρόφησε τελείως».
Τα παιδιά του Χάκμαν, αντίθετα με όσα γράφονται από ’δώ κι από ’κεί, δεν διέρρηξαν ποτέ τους δεσμούς τους μαζί του, ούτε τον «εγκατέλειψαν». Ακολούθησαν, απλώς τον τρόπο της σχέσης που εκείνος είχε δημιουργήσει: αραιές επαφές και εξίσου αραιό συναίσθημα.
Το Χόλιγουντ σκοτώνει τις οικογενειακές σχέσεις, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις· η Αντζελίνα Τζολί με τον πατέρα της, Γιον Βόιτ, είναι μία από αυτές, και τα παιδιά της Αντζελίνα με τον δικό τους πατέρα, Μπραντ Πιτ, μια άλλη. Οι παθογένειες διαιωνίζονται διαγενεακώς, έως ότου κάποιος αποφασίσει να τις κόψει, είτε με τον τρόπο της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη είτε διαρρηγνύοντας τους δεσμούς του με το μέλος/τα μέλη της οικογένειας που τις τροφοδοτούν.
Δεν σκοτώνει μόνο το Χόλιγουντ, όμως, τους οικογενειακούς δεσμούς.
«Η οικογενειακή αποξένωση –η διαδικασία με την οποία τα μέλη της οικογένειας γίνονται ξένα μεταξύ τους– εξακολουθεί να είναι ταμπού», γράφει το New Yorker στο άρθρο που προανέφερα. Και συνεχίζει: «Ομως, σε ορισμένους κύκλους, αυτό αλλάζει. Τα τελευταία χρόνια, έχει ξεκινήσει μια συντονισμένη προσπάθεια από τους ειδικούς ώστε αυτή η αποξένωση να θεωρείται φυσιολογική. Η απαλλαγή από το στίγμα, υποστηρίζουν, θα επιτρέψει σε περισσότερους ανθρώπους να βγουν από τις ανθυγιεινές ή και καταστροφικές οικογενειακές τους δυναμικές, χωρίς ντροπή».
Και όχι μόνο χωρίς ντροπή, να προσθέσω. Ο μύθος της «αγίας ελληνικής οικογένειας», στην οποία «κανένα μέλος δεν θα άφηνε κανένα άλλο να πεθάνει σαν τον Τζιν Χάκμαν», ισχύει. Μέχρι να διαλυθεί στα δικαστήρια, πάνω στη διαμάχη για ένα χωράφι, ή στο ίδιο το χωράφι, με αδέλφια, γονείς και παιδιά να εξοντώνουν αλλήλους για μερικά τετραγωνικά μέτρα γης.
Πολλές κοινωνίες –εκείνες του ευρωπαϊκού Νότου ανάμεσά τους– προωθούν την αντίληψη ότι ένα άτομο πρέπει να διατηρήσει τους οικογενειακούς δεσμούς του «με κάθε κόστος». Το κόστος αυτό, συνήθως, αν όχι πάντα, βαραίνει τις νεότερες γενιές. Δεν γινόμαστε όλοι σαν τον Αντονι Πέρκινς στο «Ψυχώ», που έτρωγε κάθε βράδυ με τη μούμια της μαμάς του, όμως η γενική απαίτηση είναι να περιέλθουν συχνά οι ίδιοι οι άνθρωποι σε μια «νεκροζώντανη» κατάσταση, προκειμένου είτε να φροντίσουν έναν ηλικιωμένο που εμφανώς χρειάζεται επαγγελματική φροντίδα είτε να παραμείνουν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που τους κάνει κακό.
Τι σημαίνει «μου κάνει κακό» το οικογενειακό μου περιβάλλον, είναι ένα πολύ ευρύ θέμα. Για περισσότερες λεπτομέρειες, μπορεί κανείς να ανατρέξει στην ιστορία της νομπελίστας συγγραφέως Αλις Μονρό, η οποία επέτρεπε σιωπηρά επί χρόνια στον σύντροφό της να παρενοχλεί σεξουαλικά την κόρη της. Εάν, πάλι, δεν σας αρέσουν οι ιστορίες από την αλλοδαπή, μπορείτε να διαβάσετε τα βιβλία της Μαργαρίτας Καραπάνου, στα οποία μιλάει για τη μητέρα της.
Κακό κάνει στα παιδιά ένα πολύ αυταρχικό περιβάλλον, ένα θρησκόληπτο περιβάλλον, ένα περιβάλλον που τα εμποδίζει να κάνουν αυτό που θέλουν στη ζωή τους, ένα χειριστικό περιβάλλον ή, στον αντίποδα, ένα πολύ αδιάφορο περιβάλλον. Οικογένειες που εμφανίζουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά απορούν, στην πορεία, γιατί κάποιο από τα παιδιά τους θέλει να φύγει τρέχοντας και δεν επιθυμεί ούτε να τους ξαναδεί ούτε να τους ξανακούσει.
Ο «κανόνας» με τον οποίο μεγαλώνουμε λέει ότι «τα παιδιά έχουν υποχρέωση στους γονείς τους» και όχι το αντίστροφο, που θα ήταν πιο σωστό. Αυτό αλλάζει ταχύτατα, όμως, καθώς αντιλαμβανόμαστε καλύτερα ορισμένα πράγματα: ο ορισμός της «κακοποίησης» και του «τραύματος» έχει διευρυνθεί και πλέον ξέρουμε ότι δεν είναι εντάξει να μας υπαγορεύουν οι γονείς μας τη σεξουαλικότητά μας, για παράδειγμα, ή να παραβιάζουν τα όριά μας.
«Το φαινόμενο μπορεί επίσης να σχετίζεται με ευρύτερες αλλαγές στον τρόπο που σκεφτόμαστε για την οικογένεια», γράφει ο Νew Yorker. «Οι πιο ηλικιωμένοι έχουν συχνά την αίσθηση του καθήκοντος όσον αφορά την οικογένεια, κι αυτό σημαίνει ότι δεν θα διακόψουν τις σχέσεις τους, ακόμα κι αν τις βρίσκουν πολύ δυσλειτουργικές. Οι γονείς λένε –πάντα– ότι ανέχτηκαν χειρότερη συμπεριφορά από τους δικούς τους γονείς. Ομως, τα μέλη των νεότερων γενεών αισθάνονται ότι χρειάζονται υγιείς σχέσεις και όχι οποιαδήποτε σχέση».
Θα συμπλεύσω απόλυτα με τις νεότερες γενιές σε αυτό. «Καλά, περίμενε να γεράσεις και να σου γυρίσουν την πλάτη τα παιδιά σου», θα πείτε.
Μπορεί να συμβεί. Εάν συμβεί, όμως, θα αναζητήσω τις ευθύνες πρωτίστως στον εαυτό μου. Διότι, όπως λέει ο σοφός λαός, όπως στρώνεις κοιμάσαι.
Ή, εν προκειμένω, όπως ζεις, πεθαίνεις κιόλας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Γιατί να πεθάνει κανείς σαν τον Τζιν Χάκμαν;
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.