Eθνικό πένθος: «τα Ελληνικά τής πίκρας» (Οδυσσέας Ελύτης)
Eθνικό πένθος: «τα Ελληνικά τής πίκρας» (Οδυσσέας Ελύτης)
Η σημερινή εκδήλωση είναι προϊόν πρωτοβουλίας να δηλωθεί το εθνικό πένθος και ο σεβασμός στη μνήμη των συμπολιτών μας, θυμάτων που χάθηκαν από ασυγχώρητα λάθη, αδικαιολόγητες ελλείψεις και θανατηφόρες παραλείψεις. Δικαιούμεθα να αναμένουμε ότι η Δικαιοσύνη θα τα μελετήσει ενδελεχώς, θα κρίνει δίκαια, θα αποδώσει ευθύνες όπου υπάρχουν και θα τιμωρήσει αυστηρά τους ενόχους.
Εχει, νομίζω, ενδιαφέρον από γλωσσικής πλευράς ως ημέρα μνήμης να αναφερθούμε στην πανάρχαια ελληνική λέξη πένθος και να περιπλανηθούμε γενικότερα στο σημασιολογικό πεδίο της λύπης όπως το νιὠσαμε και το δηλώσαμε γλωσσικά οι Ελληνες.
Η λέξη πένθος απαντά ήδη στον Ομηρο: Ἰλ. Α 362: τέκνον τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος; Εξ αρχής η λέξη δηλώνει τον πόνο, όχι τον φυσικό, αλλά την οδύνη που οφείλεται σε απώλεια αγαπημένου προσώπου. Αυτό εξηγεί και η προέλευσή της από το ρήμα πάσχω, από του οποίου το θέμα παράγονται τόσο το πένθος όσο και το πάθος. Ο τύπος πενθ- έδωσε και τον μέλλοντα τού πάσχω, το πείσομαι από το *πενθ-σομαι και το θυμίζει και ο ομόρριζος τύπος πέ-πονθ-α του παρακειμένου.
Η λ. πένθος σημαίνει: 1. βαθιά θλίψη, μεγάλη ψυχική οδύνη λόγω δυστυχίας ή συμφοράς και κυρίως εξαιτίας τού θανάτου συγγενικού, προσφιλούς προσώπου: η οικογένειά μας ευχαριστεί όλους όσοι συμμετείχαν στο ~ μας || βυθίζομαι στο ~ || εκδήλωση / ημέρα πένθους || βαρύ / επίσημο / δημόσιο / πανελλήνιο ~ ΦΡ. εθνικό πένθος περίοδος συνήθως μιας, δύο ή τριών ημερών, που καθορίζεται επίσημα από την κυβέρνηση για όλη την επικράτεια, λόγω του θανάτου μεγάλης προσωπικότητας ή εξαιτίας θλιβερών συμβάντων πανεθνικής σημασίας: οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες λόγω εθνικού πένθους 2. (συνεκδ.) τα εξωτερικά σημεία που δηλώνουν θλίψη για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου, δηλαδή τα μαύρα ρούχα, η μαύρη γραβάτα, η μαύρη ταινία στον βραχίονα ή/και στο καπέλο, παλαιότερα τα μαύρα κρέπια στα παράθυρα, κ.λπ.: Γιατί φοράς ~; Ποιον έχασες; 3. (συνεκδ.) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πενθεί κανείς τον θάνατο προσφιλούς προσώπου σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας (λ.χ. φορώντας πένθιμη ενδυμασία, απέχοντας από κοινωνικές εκδηλώσεις, γιορτές κ.λπ.): τρίμηνο / ετήσιο ~ || έναρξη / λήξη πένθους || δεν θα γιορτάσει φέτος λόγω πένθους.
Το σημασιολογικό πεδίο τής λύπης.
«ποῦ νὰ τὰ πῶ τὰ Ἑλληνικὰ τῆς πίκρας
μὲ δέντρα κεφαλαῖα ποῦ νὰ τὰ γράψω
οἱ σοφοὶ νὰ ξέρουν ν’ ἀποκρυπτογραφήσουν»
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ὁ μικρὸς ναυτίλος, Καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ θάνατον
Το συναίσθημα τής λύπης, απότοκο τού άδικου χαμού τόσων νέων ανθρώπων, αρμόζει να αναλογισθούμε πώς εκφράζεται στη γλώσσα ενός λαού όπως ο ελληνικός, που έχει συχνά δοκιμαστεί και δοκιμάζεται από αλλεπάλληλα πλήγματα. Η σημασιολογική περιοχή τής «λύπης» είναι πλούσια και κυρίως σύνθετη, τόσο λόγω της καθημερινής παρουσίας αντίστοιχων βιωμάτων και συναισθημάτων στη ζωή, όσο και (κυρίως) λόγω τής ποικιλίας τους, καθώς αυτά μπορεί να κυμαίνονται από την απλή ανησυχία μέχρι τη μεγάλη και μακρόχρονη ψυχική ένταση.
Οι κυριότερες σχετικές λέξεις είναι λύπη, θλίψη, στενοχώρια, πικρία, απογοήτευση, πένθος, οδύνη, συντριβή, σπαραγμός, πόνος, καημός, πίκρα, μαράζι, σαράκι, φαρμάκι, ντέρτι, σεκλέτι, μελαγχολία, κατάθλιψη.
Η λύπη είναι η αντιπροσωπευτικότερη λέξη, με την οποία δηλώνεται γενικά το συναίσθημα το αντίθετο προς τη χαρά (είναι σωστό ότι χαρά και λύπη μπορούν να προκληθούν από τη μουσική σε μεγάλο βαθμό). Χρησιμοποιείται για τα πιο απλά περιστατικά (όπως τις συμβατικές και όχι πάντα ειλικρινείς εκφράσεις λύπης, π.χ. εκφράζουμε τη λύπη μας κ.λπ.) μέχρι γεγονότα με σημαντικές υπαρξιακές διαστάσεις (σε όλη μου τη ζωή ζυμώθηκα με τη λύπη – τα κείμενά του αποπνέουν βαθιά λύπη – η ζωή του είναι συνυφασμένη με τη λύπη).
Η θλίψη δηλώνει το ίδιο συναίσθημα σε μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση, που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στην κατάθλιψη (υπάρχει μονάχα δυστυχία στο να μην αγαπιέσαι, υπάρχει θλίψη στο να μην αγαπάς). Γι’ αυτό σε ηπιότερες ψυχικές καταστάσεις ταιριάζει περισσότερο η λύπη και όχι η θλίψη (διαπιστώνει κανείς με λύπη ότι οι πολιτικοί μας είναι διχασμένοι σε τόσο δύσκολες ώρες), εκτός αν χρειάζεται να δοθεί έμφαση (τέτοια φαινόμενα προκαλούν θλίψη).
Η στενοχώρια δηλώνει επίσης δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, αλλά όχι τόσο διαρκή και έντονη (αμηχανία και στενοχώρια μού προκαλούν τα λόγια σου, όχι θυμό), συνδέεται δε συνήθως με συγκεκριμένα γεγονότα, πρόσωπα ή καταστάσεις (χθες δεν κοιμήθηκα από τη στενοχώρια μου).
Η πικρία σχολιάζει διακριτικά τη λύπη που προξενείται από μια μορφή συμπεριφοράς που θίγει κάποιον (χαμογέλασε χωρίς πικρία για το σχόλιο), μπορεί να είναι το συναίσθημά της.
Η απογοήτευση είναι πιο βαθύ από όλα αυτά, καθώς συνδέεται με τη διάψευση ελπίδων ή ματαίωση προσδοκιών (φανταστείτε την απογοήτευσή του όταν έμαθε πως όλα ήταν ψεύτικα), κυρίως όταν αυτή έχει επιπτώσεις βαθύτερες για τη ζωή κάποιου (τον έχει κυριεύσει η απογοήτευση και έχει πέσει ψυχολογικά).
Πένθος (που συνδέεται με τη λύπη για προσφιλές πρόσωπο που πέθανε), οδύνη, συντριβή και σπαραγμός δηλώνουν με παραστατικά μεταφορικό τρόπο την κορύφωση της λύπης, ιδίως όταν προκαλείται από συγκεκριμένο δυσάρεστο γεγονός. Οι ίδιες λέξεις (εκτός ίσως από το πολύ εμφατικό σπαραγμός) χρησιμοποιούνται πολλές φορές σε επίσημο, σχεδόν τυποποιημένο λόγο, για την έκφραση λύπης για έναν νεκρό ή για ανάλογο δυσάρεστο συμβάν (με βαθιά ψυχική οδύνη/συντριβή πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του σπουδαίου καλλιτέχνη).
Πόνος και καημός είναι λέξεις που χρησιμοποιούνται όταν η θλίψη έχει μεγάλη διάρκεια και βάθος.
Πίκρα, μαράζι, σαράκι, φαρμάκι χρησιμοποιούνται σε λαϊκό, εκφραστικό ύφος, συχνά μεταφορικά, αυτές οι πολύ εκφραστικές λέξεις, που όλες απεικονίζουν είτε δυσάρεστη από τη λύπη γεύση είτε αργή (ψυχική) φθορά: (βάσανα, πίκρες, στεναγμοί, αφήστε με να ζήσω, λαϊκό τραγούδι – η γυναίκα του πέθανε από το μαράζι που δεν είδε εγγόνια – τον έτρωγε το σαράκι για το παιδί του).
Ντέρτι (τουρκικής προελεύσεως) λέξη που χρησιμοποιείται σπανιότερα, μόνο σε λαϊκό λόγο και κυρίως σε συμφραζόμενα σχετικά με την επιθυμία για παρηγοριά κάποιου μέσα από το τραγούδι, το ποτό κ.λπ., π.χ. «φίλος» σημαίνει να μοιράζεσαι χαρές και λύπες, ντέρτια και καημούς.
Μελαγχολία και κατάθλιψη συνδέονται συχνά (ιδίως η δεύτερη) με παθολογικές ψυχικές καταστάσεις. Η κατάθλιψη μπορεί να είναι εμφατικός χαρακτηρισμός μιας θλιβερής κατάστασης (η εικόνα τού καμένου δάσους σού προκαλούσε κατάθλιψη), αλλά συχνότερα αναφέρεται σε παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με αισθήματα βαθιάς απογοήτευσης και απαισιοδοξίας για τη ζωή (νευρωτική / ψυχωτική κατάθλιψη). Η μελαγχολία χαρακτηρίζεται περισσότερο από γενικευμένα υποτονική διάθεση και τάση απομόνωσης (μετά τον χαμό του άνδρα της βυθίστηκε σε μελαγχολία). Διαφέρει από όλες τις άλλες λέξεις στο ότι μπορεί να συνδέεται αιτιωδώς με αναμνήσεις, συναισθήματα ή βιώματα και συχνά με ποιητική διάθεση που μπορεί να είναι και αφορμή δημιουργίας (αν και η μελαγχολία είναι διάχυτη στα τραγούδια του, η μουσική του δεν είναι καταθλιπτική).
* Ο Γ. Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην Πρύτανης τού ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Eθνικό πένθος: «τα Ελληνικά τής πίκρας» (Οδυσσέας Ελύτης)
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.