2409
| Reuters/CreativeProtagon

Πώς η Αμερική χαράμισε το ισχυρότερο οικονομικό όπλο της

Protagon Team Protagon Team 4 Μαρτίου 2025, 12:45
|Reuters/CreativeProtagon

Πώς η Αμερική χαράμισε το ισχυρότερο οικονομικό όπλο της

Protagon Team Protagon Team 4 Μαρτίου 2025, 12:45

Γιατί οι οικονομικές κυρώσεις δεν γονάτισαν τη Ρωσία; Το ερώτημα φαίνεται κάπως ακαδημαϊκό, με τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, όμως παραμένει αναπάντητο. Οι κυρώσεις και τα εμπάργκο είναι το πιο ισχυρό οικονομικό όπλο των ΗΠΑ, όμως. είναι σαν την αντιβίωση: αν χορηγηθούν σωστά και τακτικά, ίσως κάνουν θαύματα. Εάν, πάλι, χορηγηθούν υπερβολικά ή λανθασμένα, μπορεί να αποβούν από άχρηστες έως καταστροφικές. Αυτά γράφει στο Atlantic ο Εντουαρντ Φίσμαν, ο οποίος διδάσκει στη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια και είναι ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, την ημέρα που ο Βλαντίμιρ Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία, ο Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε ότι μια τέτοια ενέργεια θα πυροδοτούσε «τις πιο αυστηρές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ», μια απειλή με την οποία συμφώνησαν πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες.

Οπως γράφει ο Φίσμαν, σύμφωνα με τον Νταλίπ Σινγκ, τον κορυφαίο διεθνή οικονομικό σύμβουλο του Λευκού Οίκου εκείνη την εποχή, η απειλή του Μπάιντεν θα μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πάγωμα των αποθεματικών της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, η οποία κατείχε περισσότερα από 630 δισ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο στόχο κυρώσεων στη σύγχρονη ιστορία.

Ο Πούτιν ήθελε να διατηρήσει τα ταμεία της Τράπεζας γεμάτα, ώστε να προστατεύσει την οικονομία του από τις κυρώσεις, διασφαλίζοντας ότι η Ρωσία θα μπορούσε να στηρίξει το ρούβλι και να πληρώνει για τις εισαγωγές της. Ωστόσο, περίπου το ήμισυ των αποθεματικών της Τράπεζας ήταν σε δολάρια, ευρώ και λίρες, γεγονός που στην πράξη την έκανε ευάλωτη στις δυτικές κυρώσεις. Με μια υπογραφή, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα μπορούσαν να διατάξουν τις τράπεζές τους να μπλοκάρουν τους λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, αφαιρώντας από τον Πούτιν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών του.

«Τα μεγάλα έθνη δεν μπλοφάρουν»: Ο Μπάιντεν επαναλάμβανε συχνά αυτή τη φράση, την οποία πίστεψε ο Σινγκ. Οι κυρώσεις στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, πίστευε, θα δοκίμαζαν την αποφασιστικότητα του αμερικανού προέδρου. Η επιλογή ήταν ακραία. Η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν ανησυχούσε ότι το πάγωμα των αποθεματικών της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας θα απωθούσε άλλες χώρες από το να χρησιμοποιήσουν το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα. Η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου επιτρέπει στην Αμερική να απορροφά οικονομικούς κραδασμούς, να δανείζεται φθηνά και να έχει μεγάλα ελλείμματα. Η Γέλεν δεν ήθελε να ρισκάρει αυτά τα προνόμια για να τιμωρήσει τον Πούτιν.

Την ίδια στιγμή, γράφει o Φίσμαν στο Atlantic, στην Ευρώπη, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν βγει στους δρόμους και διαδήλωναν κατά της ρωσικής εισβολής. Οι ευρωπαίοι ομόλογοι του Σινγκ τον διαβεβαίωναν ότι εάν ο Λευκός Οίκος ήταν έτοιμος να επιβάλει κυρώσεις στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, οι κυβερνήσεις τους θα ακολουθούσαν. Η Γέλεν ήταν δύσκολο να πειστεί, μέχρι που ένα τηλεφώνημα από τον τότε ιταλό πρωθυπουργό, Μάριο Ντράγκι, την έπεισε να υποχωρήσει. Μέσα σε λίγες ώρες, οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να επιβάλουν τις κυρώσεις.

Δύο ημέρες μετά την εισβολή, τα μέλη της G7 εξέδωσαν δήλωση με την οποία δεσμεύτηκαν να στοχοποιήσουν την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας. «Το πολεμικό σεντούκι των 630 δισ. δολαρίων είναι το “Φρούριο της Ρωσίας”», είπε τότε ο Σινγκ στους δημοσιογράφους. «Τώρα θα δείξουμε ότι η υποτιθέμενη προστασία της οικονομίας της Ρωσίας από τις κυρώσεις είναι μύθος».

Τρία χρόνια μετά, οι κυρώσεις κατά της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας αποτελούν ταυτόχρονα θρίαμβο και προειδοποίηση. Κατά μία έννοια, λειτούργησαν ακριβώς όπως ήλπιζε ο Σινγκ: έπιασαν τον Πούτιν απροετοίμαστο και του στέρησαν τη μεγαλύτερη δεξαμενή σκληρού νομίσματος. Τα παγωμένα αποθέματα, αξίας σχεδόν 300 δισ. δολαρίων, χρησίμευσαν επίσης ως εγγύηση για τα δεκάδες δισ. της δυτικής βοήθειας προς την Ουκρανία. Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκινά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις του, θα αποτελέσουν σημαντικό μοχλό πίεσης: ο Πούτιν θέλει απελπισμένα να τα ανακτήσει, ενώ ο ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, θα πιέσει να χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της χώρας του.

Τι δεν πέτυχαν οι κυρώσεις

Ομως οι κυρώσεις σε έναν βαθμό απέτυχαν να κάνουν το πιο σημαντικό: το γεγονός ότι η Μόσχα πιάστηκε απροετοίμαστη υποδηλώνει ότι υποτίμησε κατάφωρα τη σοβαρότητα των συνεπειών που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Αν και οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είχαν αναπτύξει ένα εκτενές μενού πιθανών κυρώσεων πριν από την εισβολή, δεν κατέληξαν ποτέ σε συναίνεση για το πόσο μακριά ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν. Αφησαν τον Πούτιν να μαντεύει διαρκώς το περιεχόμενο των «πιο αυστηρών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί ποτέ» και εκείνος, όπως συνηθίζει, ερμήνευσε τη δυτική ασάφεια ως αδυναμία.

Με λίγα λόγια, εξηγεί ο Φίσμαν, εάν ο Μπάιντεν και άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες είχαν δεσμευτεί εκ των προτέρων για τις ενέργειες που θα έκαναν, θα είχαν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να αποτρέψουν την εισβολή. Η αποτροπή δεν μπορεί να λειτουργήσει εάν ο αντίπαλός σου υποτιμά την ικανότητα ή την προθυμία σου να δράσεις. Ο Πούτιν δεν είδε ποτέ τις κυρώσεις να έρχονται και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα.

Ιστορικά, σύμφωνα με τον Φίσμαν, η επιβολή σοβαρής οικονομικής πίεσης απαιτούσε παράλληλα την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων: Πλοία που απέκλειαν λιμάνια και στρατούς που πολιορκούσαν πόλεις. Στη δεκαετία του 1990, το εμπάργκο του ΟΗΕ στο Ιράκ βασίστηκε σε πολεμικά πλοία που περιπολούσαν στον Περσικό Κόλπο. Ομως, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Αμερική έχει πρωτοπορήσει σε ένα πιο ευέλικτο στιλ οικονομικού πολέμου. Σε έναν κόσμο όπου οι αλυσίδες χρηματοδότησης και εφοδιασμού είναι βαθιά παγκοσμιοποιημένες, η Ουάσιγκτον έμαθε να αξιοποιεί τα εργαλεία οικονομικής ασφυξίας, όπως το δολάριο ΗΠΑ και την προηγμένη τεχνολογία ημιαγωγών, έναντι των αντιπάλων της. Πλέον, απλώς υπογράφοντας έγγραφα στο Οβάλ Γραφείο, ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις πολύ πιο αυστηρές από τους παλιούς αποκλεισμούς και εμπάργκο.

Νέα εποχή στον οικονομικό πόλεμο

Αυτή η νέα εποχή του οικονομικού πολέμου, σημειώνει το άρθρο στο Atlantic, ξεκίνησε αρκετά ακίνδυνα: Με τον Στούαρτ Λίβι, έναν ελάχιστα γνωστό δικηγόρο που ηγήθηκε ενός ολοκαίνουργιου τμήματος του υπουργείου Οικονομικών από το 2004 έως το 2011, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο πρόεδρος Μπους έκανε λάθος. Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν προχωρούσε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και ο Μπους παραπονιόταν ότι η Αμερική είχε «επιβάλει κυρώσεις στον εαυτό της, χωρίς τελικά να ασκήσει επιρροή» στη χώρα. Οι μόνες επιλογές, φαινομενικά, ήταν να πάει σε πόλεμο ή να αφήσει το Ιράν να ενταχθεί στις τάξεις των κρατών με πυρηνικά όπλα. Ο Λίβι αποφάσισε να δείξει ότι υπήρχε κι άλλος τρόπος.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του αναθεώρησαν την πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ. Βασίστηκαν στη νομική τους πείρα και στην κατανόησή τους για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να στρατολογήσουν πολυεθνικές τράπεζες σε μια εκστρατεία απομόνωσης του Ιράν από την παγκόσμια οικονομία. Με ώθηση από το Κογκρέσο, δοκίμασαν τα όρια των νέων οικονομικών τους όπλων· βρήκαν ακόμη και έναν τρόπο να παγώσουν περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα του Ιράν που βρίσκονταν σε λογαριασμούς μεσεγγύησης για τα πετρέλαιά του, στο εξωτερικό. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η οικονομική πίεση οδήγησε σε πολιτικές αλλαγές στο Ιράν και άνοιξε τον δρόμο προς την πυρηνική συμφωνία του 2015. Οι ΗΠΑ κατάφεραν να φρενάρουν τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, όπως καυχιόταν ο Μπαράκ Ομπάμα, «χωρίς να ρίξουν ούτε μια πιστολιά».

Η συμφωνία με το Ιράν επικρίθηκε από κάποιους, όμως ένα πράγμα ήταν αδιαμφισβήτητο: Οι κυρώσεις λειτούργησαν. Στην πραγματικότητα, οι πιο σκληροί αντίπαλοι της συμφωνίας υποστήριξαν ότι η Αμερική τις απέσυρε πολύ νωρίς: Η πίεση λειτουργούσε τόσο καλά που αν οι ΗΠΑ την είχαν διατηρήσει, το ιρανικό καθεστώς μπορεί να είχε εγκαταλείψει οριστικά το πυρηνικό του πρόγραμμα ή, ακόμη καλύτερα, να είχε καταρρεύσει.

Ενας βασικός λόγος που οι κυρώσεις ήταν τόσο επιτυχείς και κέρδισαν την αποδοχή ακόμη και από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία, ήταν ότι ο Ομπάμα τις χρησιμοποίησε ρητά ως μέσον πίεσης: Είχαν στόχο να πιέσουν το Ιράν να παραχωρήσει τους πυρηνικούς περιορισμούς και στη συνέχεια να αρθούν. Και έτσι έγινε.

Καθώς η συμφωνία με το Ιράν βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση, ο Πούτιν σόκαρε τον κόσμο εισβάλοντας στην Κριμαία και προσαρτώντας την ταχύτατα. Αποφασισμένοι να τιμωρήσουν τη Ρωσία για αυτή την κατάφωρη αρπαγή γης, αλλά απρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τον πόλεμο με μια συνάδελφο πυρηνική δύναμη, οι αμερικανοί αξιωματούχοι κατέφυγαν και πάλι στο οικονομικό τους οπλοστάσιο.

Η Ρωσία ήταν πιο δύσκολος στόχος από το Ιράν: ήταν πολύ μεγαλύτερη και πιο δεμένη με την παγκόσμια οικονομία. Οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Εάν οι κυρώσεις προκαλούσαν υπερβολική ζημιά στη Ρωσία, οι επιπτώσεις θα έφταναν γρήγορα στην Ευρώπη και μετά στις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση Ομπάμα συνέταξε έναν συνασπισμό κυρώσεων με την ΕΕ και την υπόλοιπη G7. Αυτή η συμμαχία επέβαλε κυρώσεις που, παρότι ήταν χειρουργικές, οδήγησαν γρήγορα την οικονομία της Ρωσίας σε καθοδική τροχιά. Η κατάρρευση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, το δεύτερο εξάμηνο του 2014, σύμφωνα με το Atlantic, ενίσχυσε τον αντίκτυπό τους και στις αρχές του επόμενου έτους, ο Πούτιν ήταν πρόθυμος για μια εκεχειρία.

Μέχρι εκείνο το σημείο, οι ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει το οικονομικό τους οπλοστάσιο με σύνεση. Στη συνέχεια όμως έκαναν ένα λάθος που τους κόστισε πολύ. Η απροσδόκητη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης της Ρωσίας τρόμαξε τους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα μεταφερόταν στις δικές τους χώρες. Ο Ομπάμα ενέκρινε μια κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση της Ευρώπης για να παγώσει η σύγκρουση στην Ουκρανία και απέφυγε να αυξήσει την πίεση, ακόμα και μετά την παραβίαση της εκεχειρίας από τη Ρωσία και τις παρεμβάσεις της στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, το 2016. Ο Πούτιν έμαθε κάτι σημαντικό από αυτή την εμπειρία: Οι δυτικοί ηγέτες δεν είχαν το θάρρος να διατηρήσουν την πραγματική οικονομική πίεση στη Ρωσία.

Αυτή του η υπόθεση ενισχύθηκε όταν ο Τραμπ ανέβηκε στην εξουσία. Οχι μόνο δεν ενίσχυσε τις κυρώσεις προς τη Ρωσία, αλλά τις άφησε και να ατροφήσουν. Ταυτόχρονα, διέλυσε τη συμφωνία με το Ιράν και προσπάθησε να πλήξει την Τεχεράνη με κυρώσεις «μέγιστης πίεσης», οδηγώντας το Ιράν να επανεκκινήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Οι πολιτικές του Τραμπ για τη Ρωσία και το Ιράν υπονόμευσαν πολύ τη στρατηγική αξία των αμερικανικών κυρώσεων. Ο Πούτιν χωρίς να κάνει σχεδόν τίποτε για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ΗΠΑ, ανταμείφθηκε με μια αναβολή. Το Ιράν, αντίθετα, είχε συμμορφωθεί με μια συμφωνία για την εξάρθρωση βασικών τμημάτων του πυρηνικού του προγράμματος και οι ΗΠΑ του επέβαλαν εκ νέου κυρώσεις, δύο χρόνια αργότερα.

Οι παγκόσμιοι ηγέτες άντλησαν ένα άλλο ανησυχητικό μάθημα: Ακόμα κι αν έκαναν ακριβώς αυτό που τους ζητούσε η Ουάσιγκτον, μπορεί να τιμωρούνταν.

Στο σήμερα

Η πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ έγινε πιο αυθαίρετη υπό τον Τραμπ, συνεχίζει ο Φίσμαν στο Atlantic. Με εξαίρεση τη Ρωσία, ήταν ο αμερικανός πρόεδρος που επέβαλε περισσότερες κυρώσεις από οποίονδήποτε άλλον. Επέβαλε τόσες πολλές κυρώσεις -κατά του Ιράν, της Βενεζουέλας, της Κίνας και άλλων- που χώρες σε όλο τον κόσμο έλαβαν μέτρα για να προστατευθούν. Η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα αντάλλαξε το μεγαλύτερο μέρος των δολαρίων της, με ευρώ και χρυσό. Η Κίνα αναζήτησε νέους τρόπους για να προωθήσει το δικό της νόμισμα διεθνώς, κυκλοφορώντας μια ψηφιακή έκδοση του ρενμινμπί και δημιουργώντας μια εγχώρια πλατφόρμα οικονομικών διακανονισμών.

Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ συχνά ξεκινούν εκστρατείες κυρώσεων εν μέσω κάποιας κρίσης. Το τελευταίο επεισόδιο του αμερικανικού οικονομικού πολέμου, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, ήταν διαφορετικό: Οι αμερικανοί αξιωματούχοι γνώριζαν μήνες νωρίτερα ότι η Ρωσία ετοιμαζόταν να εισβάλει. Είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν κυρώσεις για να αποτρέψουν τη ρωσική επιθετικότητα αντί να την τιμωρήσουν εκ των υστέρων. Αλλά μετά από χρόνια χρήσης των οικονομικών τους όπλων με ασυνάρτητο τρόπο, η ευκαιρία πήγε χαμένη.

Μετά το πάγωμα των αποθεματικών της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι επακόλουθες κυρώσεις, γράφει το Atlantic, ήταν απογοητευτικές. Η Μόσχα δεν προέβλεψε τη μία μεγάλη κύρωση που θα μπορούσε να αποτρέψει την εισβολή, όμως προέβλεψε τις μικρότερες που θα ερχόντουσαν μετά και είχε άφθονο χρόνο και πόρους για να προετοιμαστεί.

Τον Δεκέμβριο του 2022, μήνες μετά την κίνηση κατά της Κεντρικής Τράπεζας, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έκαναν την πρώτη τους σοβαρή απόπειρα να στοχεύσουν στην καρδιά της οικονομίας της Ρωσίας: Τις πωλήσεις πετρελαίου. Σύμφωνα με τους νέους κανονισμούς, γνωστούς ως «ανώτατο όριο τιμών», οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες δεν μπορούσαν πλέον να αποστέλλουν, να ασφαλίζουν ή να χρηματοδοτούν φορτία ρωσικού πετρελαίου που πωλούνταν για οποιαδήποτε τιμή άνω των 60 δολαρίων το βαρέλι.

Το ανώτατο όριο των τιμών δεν ήταν τόσο ακραίο μέτρο όσο το πάγωμα της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά είχε σημαντικές συνέπειες. Το ρωσικό πετρέλαιο μεταφερόταν από ευρωπαϊκά τάνκερ με βρετανική ασφάλιση και το φορτίο του πληρωνόταν σε δολάρια ΗΠΑ. Η Δύση είχε σχεδόν μονοπώλιο στη ναυτιλιακή ασφάλιση· οι ασφαλιστές της κάλυπταν περισσότερο από το 95% όλων των φορτίων πετρελαίου. Οι δυτικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύτηκαν αυτή την κυριαρχία για να ανακόψουν τη ροή πετροδολαρίων προς το Κρεμλίνο.

Ομως, όπως και με τις κυρώσεις εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, η Αμερική και οι σύμμαχοί της ανησυχούσαν υπερβολικά για τις ευρύτερες οικονομικές συνέπειες και δεν έδρασαν αποφασιστικά. Χρειάστηκαν σχεδόν 10 μήνες από την έναρξη της εισβολής μέχρι να επιβληθεί το ανώτατο όριο τιμών. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία συγκέντρωσε ένα τεράστιο ποσό, 220 δισεκατομμυρίων δολαρίων, από τις εξαγωγές πετρελαίου το 2022, τα υψηλότερα ενεργειακά έσοδα που έχει συγκεντρώσει ποτέ σε μια χρονιά.

Πήρε πίσω, λοιπόν, σχεδόν το ισόποσο σε σκληρό νόμισμα αυτού που της είχε στερήσει η Δύση όταν επέβαλε κυρώσεις στην Κεντρική της Τράπεζα. Η Δύση δημιούργησε, επίσης, παραθυράκια στην πολιτική, για να αποφύγει έστω και την παραμικρή πιθανότητα να προκαλέσει συρρίκνωση της προσφοράς πετρελαίου και επιδείνωση του πληθωρισμου. Η Ρωσία τα εκμεταλλεύτηκε πλήρως, συγκεντρώνοντας έναν «σκιώδη στόλο» μεταχειρισμένων δεξαμενόπλοιων πετρελαίου και σχεδίασε ασφαλιστικά προγράμματα που υποστηρίζονται από το κράτος. Ετσι, ο αντίκτυπος του ανώτατου ορίου τιμών μειώθηκε. Σήμερα, με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι προοπτικές ενίσχυσης της πολιτικής φαίνονται πολύ μακρινές.

Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν αρκετά τις κυρώσεις, αλλά δεν έχουν τελειοποιήσει την τέχνη του οικονομικού πολέμου. Σε σύγκριση με τον τρόπο με τον οποίο το Πεντάγωνο προετοιμάζεται για συμβατικό πόλεμο, εξηγεί το Atlantic, οι υπηρεσίες των ΗΠΑ που είναι υπεύθυνες για τον οικονομικό πόλεμο εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ad hoc διαδικασίες και έναν στοιχειώδη μηχανισμό πολιτικής.

Οι κυρώσεις είναι σαν τα αντιβιοτικά: Λειτουργούν καλά όταν χρησιμοποιούνται σωστά, αλλά προκαλούν πολλά προβλήματα όταν χρησιμοποιούνται υπερβολικά ή ακατάλληλα. Για ορισμένους σκοπούς, είναι το λάθος εργαλείο. Οι κυρώσεις δεν άλλαξαν τα καθεστώτα στο Ιράν ή στη Βενεζουέλα, παρά τις προσπάθειες της προηγούμενης κυβέρνησης Τραμπ, ούτε και ήταν αναμενόμενο να το κάνουν.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι κυρώσεις έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν, αλλά μόνο εάν χορηγούνται σε αρκετά ισχυρές δόσεις για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της Ρωσίας: Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της αύξησαν σταδιακά τις κυρώσεις, δίνοντας στη Ρωσία χρόνο να προσαρμοστεί και να δημιουργήσει αντισώματα στην πορεία. Ως αποτέλεσμα, καταλήγει το Atlantic, ο Μπάιντεν απέτυχε να επιφέρει ένα καθοριστικό πλήγμα στην οικονομία της Ρωσίας και ο Πούτιν, για άλλη μια φορά, φαίνεται βέβαιος ότι μπορεί να γλιτώσει, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει στην Ουκρανία.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...