SPD: Η ιστορία μιας (μακράς) παρακμής
SPD: Η ιστορία μιας (μακράς) παρακμής
Το απόγευμα της Κυριακής, όταν άρχισαν να μεταδίδονται τα πρώτα exit polls από την γερμανική τηλεόραση, μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών επικράτησε βαθιά σιωπή, μια σιωπή που πρόδιδε μελαγχολία και παραίτηση, όπως αναφέρει ο Πάολο Βαλεντίνο της Corriere della Sera σε ανταπόκρισή του από το Βερολίνο.
«Αυτήν την κρύα χειμωνιάτικη Κυριακή ολοκληρώθηκε το λυκόφως του παλαιότερου κόμματος της Γερμανίας και της ηπειρωτικής Ευρώπης, το οποίο ιδρύθηκε το 1875 και άντεξε τις καταιγίδες της Ιστορίας, από την παρανομία υπό τον Μπίσμαρκ και την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έως τον ναζισμό και την Ωρα Μηδέν του 1945», γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Το SPD έλαβε μόλις το 16,5% των ψήφων, το οποίο συνιστά το χειρότερη επίδοσή του από την ίδρυσή του πριν από 150 χρόνια. Αυτό σημαίνει πως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας δεν είναι πια το Volkspartei, το κόμμα του λαού με ισχυρά ερείσματα στη γερμανική κοινωνία, εστιάζοντας καταρχάς στην κοινωνική δικαιοσύνη, στη δημοκρατία και στην ειρηνική συνύπαρξη.

Δεν πνέει τα λοίσθια η Σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία, αλλά το μίζερο 16,5% την καταδικάζει σε υποστηρικτικό ρόλο στο νέο πολιτικό σκηνικό, ακόμα και εάν μετέχει στην κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει πως οι Σοσιαλδημοκράτες καλούνται να αντιμετωπίσουν μια υπαρξιακή κρίση, στο πλαίσιο της οποίας επιβάλλεται να επανεξετάσουν συνολικά την πολιτική τους καθώς και το όραμά τους για τον κόσμο γενικά, αντιμετωπίζοντας, συγχρόνως, το προφανές έλλειμμα ηγεσίας.
Ο ιταλός ανταποκριτής στο Βερολίνο κάνει λόγο για ανάγκη επανίδρυσης, η οποία, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να είναι λιγότερο σύνθετη και τολμηρή από εκείνη που επιτεύχθηκε το 1959 στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου των Σοσιαλδημοκρατών στο οποίο αποφασίστηκε η εγκατάλειψη του μαρξισμού και η μετάλλαξη του κόμματος σε κεντροαριστερή παράταξη.
Πότε και γιατί άρχισε η παρακμή του SPD δεν είναι ξεκάθαρο. Εφταιξε η Agenda 2010, η πιο ριζική μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας στη Γερμανία, στην οποία προέβη το 2003 o Γκέρχαρντ Σρέντερ; Ο τότε Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Γερμανίας, περιορίζοντας τις δαπάνες για την επιδότηση των ανέργων και για την υγεία, έσωσε τη γερμανική οικονομία και την έβαλε σε τροχιά ανάπτυξης. Συγχρόνως, όμως, δίχασε το κόμμα και αποξένωσε εκατομμύρια υποστηρικτές του, μέλη της εργατικής τάξης.
Ζημιά στο κόμμα προκάλεσε σίγουρα και ο αποκαλούμενος «Μεγάλος Συνασπισμός» (από το 2005 έως το 2009 και από το 2013 έως το 2021) με τους Χριστιανοδημοκράτες υπό την Ανγκελα Μέρκελ. Η κραταιή γερμανίδα καγκελάριος ιδιοποιήθηκε πολλές από τις κοινωνικές πολιτικές των Σοσιαλδημοκρατών συμμάχων της, καθιστώντας το SPD τρόπον τινά δεκανίκι του CDU/CSU στα μάτια πολλών ψηφοφόρων του. Ζήτημα αποτελεί, φυσικά, και το διαρκές, όπως αποδείχθηκε, έλλειμμα ηγεσίας μετά από τους εμβληματικούς Σοσιαλδημοκράτες καγκελάριους που καθόρισαν με το έργο τους την ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. «Ελάχιστα ίχνη από τους γίγαντες του παρελθόντος υπάρχουν ακόμα στο SPD», σχολιάζει ο ανταποκριτής της La Repubblica στο Βερολίνο.

«Θάρρος για περισσότερη δημοκρατία» ήταν το σύνθημα με το οποίο ο Βίλι Μπραντ -δήμαρχος του Βερολίνου την εποχή της επίσκεψης του Τζον Κένεντι και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών στον πρώτο Μεγάλο Συνασπισμό- κέρδισε την καγκελαρία το 1969. Το όνομά του εξακολουθεί να συνδέεται με τη διαδικασία της συμφιλίωσης και εξομάλυνσης των σχέσεων της Δυτικής Γερμανίας με τις χώρες πέρα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, την περίφημη Ostpolitik, στο πλαίσιο της οποίας το 1970 ο γερμανός καγκελάριος γονάτισε μπροστά στο μνημείο των θυμάτων του γκέτο της Βαρσοβίας, ζητώντας συγχώρεση για τα εγκλήματα του ναζισμού.
Μετά από τον Μπραντ, τα ηνία της Γερμανίας πήρε στα χέρια του ο Χέλμουτ Σμιτ (1974-1982), τον οποίο ο Πάολο Βαλεντίνο χαρακτηρίζει ως «τεράστιο ηγέτη». Οντας περισσότερο πραγματιστής παρά ιδεολόγος, συμβούλευε τους «πολιτικούς με οράματα να πάνε στον γιατρό». Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να υποστηρίζει την εργασία και να μάχεται τον πληθωρισμό. Ο Σμιτ κέρδισε επίσης τη μάχη κατά της τρομοκρατίας της RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) ενώ, όντας επίσης υπέρμαχος του Ατλαντισμού, άρχισε μια εκστρατεία με στόχο την εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων στη Δυτική Γερμανία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και αποτέλεσαν, τελικά, ένα από τα ερεθίσματα για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά αποξένωσαν την ειρηνιστική πτέρυγα του κόμματος.

Οσο για τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος κυβέρνησε τη Γερμανία από το 1998 έως το 2005, το όνομά του έχει αμαυρωθεί από τους στενούς δεσμούς του με τη Ρωσία, τους οποίους καλλιέργησε μετέχοντας στα διοικητικά συμβούλια ρωσικών ενεργειακών κολοσσών και εκτελώντας χρέη αρχιλομπίστα του Πούτιν στη Γερμανία και στην Ευρώπη.
Ωστόσο ως καγκελάριος της Γερμανίας κατάφερε να εκσυγχρονίσει τη χώρα, είπε όχι στην αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003 και, εφαρμόζοντας την Ατζέντα 2010, έσωσε την οικονομία, αν και, τελικά, αυτό του κόστισε την καγκελαρία: η μεταρρύθμιση άρχισε να εφαρμόζεται το 2003, δυσαρεστώντας εκατομμύρια βιομηχανικούς εργάτες και ψηφοφόρους χαμηλών εισοδημάτων, οι οποίοι γύρισαν την πλάτη στο SPD, πυροδοτώντας μια κρίση ταυτότητας την οποία το κόμμα εξακολουθεί ακόμα να μην καταφέρνει να ξεπεράσει. Από αυτήν την άποψη ο Ολαφ Σολτς δεν υπήρξε τίποτα παραπάνω από ένας χείριστος διαχειριστής μιας διαρκούς αγωνίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: SPD: Η ιστορία μιας (μακράς) παρακμής
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.