Ηρθε το τέλος των αντιβιοτικών;
Ηρθε το τέλος των αντιβιοτικών;
Μπορείτε να φανταστείτε έναν κόσμο όπου ένα όχι και τόσο βαθύ κόψιμο στο χέρι θα οδηγούσε σε σηψαιμία; Και ένας τοκετός, χωρίς επιπλοκές, σε μόλυνση και σίγουρο θάνατο; Κι όμως, αυτή θα ήταν η μόνιμη αγωνία μας, εάν δεν είχαν αναπτυχθεί τα αντιβιοτικά, καθώς ακόμη και μια απλή ουρολοίμωξη θα μπορούσε να μας στερήσει τη ζωή. Εξ ου και δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως μία από τις μεγαλύτερες ιατρικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα. Εφόσον, όμως, μιλάμε για επιστημονικό θαύμα, γιατί η φαρμακοβιομηχανία… απεπενδύει από ένα φαρμακευτικό προϊόν που στη συνείδηση των ασθενών αποτελεί «blockbuster»;
Με άλλα λόγια, γιατί δεν παρασκευάζονται πλέον νέα αντιβιοτικά;
Η απάντηση, εάν επιχειρηθεί να αναλυθεί με επιστημονικά κριτήρια, είναι αρκετά σύνθετη. Εάν όμως, απαντηθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν αποκλειστικά και μόνον οικονομικά κριτήρια, τότε είναι πιο απλή: η απόδοση της επένδυσης εκτιμάται ως πολύ μικρή. Και κάπως έτσι, οι επιστήμονες αναλώνονται ολοένα και συχνότερα σε εφιαλτικά σενάρια που περιγράφουν μια ζοφερή καθημερινότητα σε ένα μέλλον, όχι και τόσο μακρινό, όπου η δράση των διαθέσιμων αντιβιοτικών θα έχει λήξει και τα μικρόβια θα έχουν κυριαρχήσει έναντι της ανθρωπότητας… Και τότε η απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου θα μηδενιστεί…
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Είναι γεγονός ότι τα αντιβιοτικά κατέστησαν δυνατές πολλές σύγχρονες ιατρικές πράξεις. Από την άλλη όμως, η ευρεία χρήση τους έχει οδηγήσει τα μικρόβια, τα βακτήρια, τους μύκητες και τα παράσιτα να αναπτύσσουν μηχανισμούς αντίστασης έναντι αυτών των φαρμάκων. Το αποτέλεσμα είναι ότι κοινές λοιμώξεις, που κάποτε ήταν εύκολα αντιμετωπίσιμες, γίνονται όλο και πιο δύσκολα θεραπεύσιμες και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποβούν μοιραίες.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του The Conversation, ότι οι ανθεκτικές στα φάρμακα λοιμώξεις αναμένεται να στοιχίσουν περισσότερες από 39 εκατομμύρια ζωές από τώρα έως το 2050, εάν στο μεταξύ δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.
Τι φέρνει το μέλλον;
Εκθεση (policy brief) του ευρωπαϊκού παραρτήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) – εκδόθηκε το καλοκαίρι 2023 και τη συνυπογραφεί ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE, Ηλίας Μόσιαλος – καταλήγει πως μόνον μια «χούφτα» νέα αντιβιοτικά έχουν αναπτυχθεί και έχουν κυκλοφορήσει τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμη πιο απογοητευτική είναι όμως η παρατήρηση ότι ακόμη πιο λίγα είναι καινοτόμα και άρα δυνητικά ικανά να ξεπεράσουν την μικροβιακή αντοχή – δηλαδή, στηρίζονται σε έναν άγνωστο μηχανισμό που δεν έχουν… ξεκλειδώσει ήδη οι παθογόνοι μηχανισμοί.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως σύμφωνα με τα δεδομένα που παρέθετε εκείνη η Εκθεση, μόλις δώδεκα νέα αντιβιοτικά έγιναν διαθέσιμα την πενταετία 2017-21, ενώ μόνο έξι από τα 27 αντιβιοτικά που δοκιμάζονταν εκείνη την εποχή θεωρούνταν αρκετά καινοτόμα για να ξεπεράσουν την αντοχή που έχουν αναπτύξει τα παθογόνα. Επιπλέον μόνο δύο από αυτά ήταν ικανά να στοχεύουν σε εξαιρετικά ανθεκτικές στα φάρμακα μορφές αυτών των μικροβίων.
Εναν χρόνο μετά, ο ΠΟΥ περιγράφει μια αντίστοιχη εικόνα: «Από τα 32 αντιβιοτικά που βρίσκονται υπό ανάπτυξη για την αντιμετώπιση ανθεκτικών παθογόνων (λίστα BPPL), μόνο 12 μπορούν να θεωρηθούν καινοτόμα. Επιπλέον, μόλις τέσσερα από αυτά τα δώδεκα είναι δραστικά έναντι τουλάχιστον ενός “κρίσιμου” παθογόνου – που συγκαταλέγεται δηλαδή στην κορυφαία κατηγορία κινδύνου». Παράλληλα, διαπιστώνοντα κενά στην αντιμετώπιση παιδιατρικών λοιμώξεων, όπως και σε θεραπείες από του στόματος που είναι πιο βολικές για τους εξωτερικούς (μη νοσηλευόμενους) ασθενείς.
Μήπως τα σενάρια είναι τραβηγμένα;
Μόλις στις αρχές του μήνα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) σήμανε νέο συναγερμό για την ανθεκτικότητα των βακτηρίων.
Συγκεκριμένα οι ειδικοί του Κέντρου εστίασαν στην αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης λοιμώξεων του αίματος από βακτήρια ανθεκτικά στις καρβαπενέμες (αντιβιοτικά ευρείας χρήσης), γεγονός που «αποτελεί σημαντική απειλή για τους ασθενείς και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στην ΕΕ/ΕΟΧ». Μάλιστα, η εικόνα παρουσιάζει σταθερή επιδείνωση από το 2019 και έπειτα, με τα βακτήρια Klebsiella pneumoniae και Escherichia coli να πρωταγωνιστούν.
Και δυστυχώς η χώρα μας, όπως προκύπτει από τα ίδια δεδομένα, ακολουθεί τον προβληματικό αυτόν κανόνα δεδομένου ότι το ποσοστό αύξησης τέτοιων περιστατικών κατά το χρονικό διάστημα 2019 – 2023 άγγιξε το 64%.
Στην πραγματικότητα όμως, τα στοιχεία αυτά δεν προκαλούν ιδιαίτερη έκπληξη. Η Ελλάδα σύμφωνα με σχετικές επιστημονικές εκτιμήσεις, ανήκει στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τέτοιου είδους λοιμώξεις, καθώς υπολογίζεται πως καταγράφονται τουλάχιστον 18.000 περιπτώσεις πολυανθεκτικών λοιμώξεων στα νοσοκομεία, ενώ περισσότεροι από 1.600 θάνατοι ανά έτος σχετίζονται με τα πολυανθεκτικά μικρόβια.
Εχουν χαθεί όλα;
Η ανάπτυξη ενός νέου φαρμάκου είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, εξαιρετικά δαπανηρή και χρονοβόρα. Μπορεί να διαρκέσει 10 έως 15 χρόνια από την αρχική ανακάλυψη μέχρι την έγκριση και κοστίζει πάνω από 1 δισ. δολάρια.
Εν τω μεταξύ, τα ήδη υπάρχοντα αντιβιοτικά είναι φθηνά και άμεσα διαθέσιμα. Τα νεότερης γενιάς, πάλι, όπως σημειώνεται στο The Conversation, είναι φάρμακα «έσχατης ανάγκης», δεδομένου πως χρησιμοποιούνται μόνο όταν έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες θεραπευτικές επιλογές. Αυτό γίνεται για να αποφευχθεί η ανάπτυξη ανθεκτικότητας εναντίον τους.
Συνεπώς, η απόδοση της επένδυσης για την φαρμακοβιομηχανία είναι πολύ χαμηλότερη για τα αντιβιοτικά σε σύγκριση με τα σκευάσματα για πολλές άλλες ασθένειες.
Κάπως έτσι, τα πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα και οι μικρές εταιρείες έχουν αναλάβει σχεδόν το σύνολο του έργου που αφορά στην ανάπτυξη αντιβιοτικών σε πρώιμο στάδιο.
Ευτυχώς εκεί, οι επιστήμονες εργάζονται άοκνα. Για παράδειγμα στο Ινστιτούτο αντιμικροβιακής έρευνας της Ineos στην Οξφόρδη αναπτύσσονται νέες κατηγορίες αντιβιοτικών και νέα συνδυαστικά σχήματα, έχοντας στην κυριολεξία κηρύξει πόλεμο στα «σούπερ μικρόβια». Περιγράφοντας μερικές από τις πιο πρόσφατες εξελίξεις οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Αλιστερ Φάρλεϊ (επιστημονικά υπεύθυνος) και Ελεν Σμιθ (μεταδιδακτορική ερευνήτρια) εξηγούν πως πλέον η νέα τάση είναι οι συμμαχίες.
«Σε μια συνδυαστική θεραπεία, δύο ή περισσότερα φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα σε έναν ασθενή, με κάθε φάρμακο να έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Το ένα φάρμακο είναι το αντιβιοτικό, όπως για παράδειγμα η πενικιλίνη, που στόχος της είναι να εξολοθρεύσει τα βακτήρια. Το δεύτερο φάρμακο στοχεύει στον μηχανισμό ανθεκτικότητας που έχουν αναπτύξει τα βακτήρια για να αποφεύγουν το αντιβιοτικό και δρα ως φύλακας του αντιβιοτικού».
Σε μια νέα δυνητική θεραπεία, όμως, οι ίδιοι δοκίμασαν μια ακόμη πιο διευρυμένη συμμαχία με «τη χορήγηση δύο μορίων που δρουν ως φύλακες, μαζί με ένα υπάρχον αντιβιοτικό. Αυτός ο τριπλός συνδυασμός έδειξε μια πολλά υποσχόμενη δράση έναντι ενός ευρέος φάσματος βακτηρίων ανθεκτικών στις θεραπείες».
Οι ίδιοι, εν τούτοις, επισημαίνουν πως απαιτείται δέσμευση από τις κυβερνήσεις, τη φαρμακοβιομηχανία και τους παγκόσμιους φορείς δημόσιας υγείας ώστε να ευδοκιμήσουν οι έρευνες και να μεταφραστούν σε φάρμακα για όλους.
Και ένα διαφορετικό μοντέλο…
Μια στρατηγική, στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο είναι παγκόσμιος ηγέτης, είναι η δημιουργία ενός μοντέλου συνδρομής για την αγορά αντιβιοτικών, το οποίο δεν συνδέεται με τον αριθμό των αντιβιοτικών που πωλούνται. Αντιθέτως, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πληρώνουν στη φαρμακευτική εταιρεία μια σταθερή αμοιβή για τα αντιβιοτικά με βάση τη χρησιμότητά τους και όχι την ποσότητα που καταναλώνεται.
Με τον τρόπο αυτόν, διαχωρίζεται η ζήτηση από το κέρδος, καθιστώντας οικονομικά πιο βιώσιμη για τις εταιρείες την ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών που αποτελούν μονόδρομο για τη διατήρηση της παγκόσμιας Δημόσιας Υγείας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ηρθε το τέλος των αντιβιοτικών;
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.