Ο Κρίστοφερ Χίτσενς για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Ο Κρίστοφερ Χίτσενς για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Για πολλούς φιλελεύθερους και ριζοσπάστες, αρχής γενομένης από τον Λόρδο Βύρωνα, ο Ελγιν ήταν ένας βάνδαλος που διέπραξε ιεροσυλία όταν έδωσε εντολή να αποξηλωθούν βιαίως –με λοστούς και με πριόνια– έργα τέχνης από την Ακρόπολη και να μεταφερθούν στη Βρετανία. Αλλοι, πάλι, υποστήριξαν ότι ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Ελγιν, είχε αποκτήσει νόμιμα τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Είπαν ακόμη και ότι τα έσωσε από την αναπόφευκτη παραμέλησή τους υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην πραγματικότητα ο Ελγιν ήθελε να στολίσει το σπίτι του, αλλά αναγκάστηκε να τα πουλήσει στο Βρετανικό Μουσείο για να αποφύγει την χρεοκοπία μετά από ένα δαπανηρό διαζύγιο. Εκτοτε οι Βρετανοί έχουν πολωθεί έντονα για το αν τα Γλυπτά ανήκουν στη Βρετανία ή στην Ελλάδα. Μπορούν να είναι άλλα κομμάτια εδώ και άλλα εκεί;
Για τον Κρίστοφερ Χίτσενς, η απάντηση ήταν «Φανταστείτε τον πίνακα της “Μόνα Λίζα” κομμένο στη μέση με πριόνι», όπως του άρεσε να λέει αναφορικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ο πολιτικός επιστήμονας, αρθρογράφος, συγγραφέας και ένας από τους πιο μαχητικούς υποστηρικτές της επανένωσή τους.
Μια υπόθεση πολιτική και πολύ προσωπική
Η αφοσίωση του Χίτσενς σε αυτή την υπόθεση δεν οφειλόταν απλώς σε έναν ρομαντικό φιλελληνισμό που είχε τις ρίζες του στο κλασικό πρόγραμμα σπουδών των βρετανικών ιδιωτικών σχολείων. Η ζωή του ήταν συνυφασμένη με τον ελληνικό κόσμο. Ως νεαρός σοσιαλιστής και διεθνιστής, τη δεκαετία του 1970, είχε γράψει και μιλήσει ενάντια στην ελληνική στρατιωτική χούντα, που καταδίωκε τους αριστερούς συναδέλφους του. Η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν ένα από τα πολύτιμα αιτήματά του, μαζί με την αυτοδιάθεση των Κούρδων και των Παλαιστινίων, οι οποίοι υπήρξαν επί μακρόν θύματα κατοχής και ιμπεριαλιστικών παιχνιδιών εξουσίας.
Η πρώτη του σύζυγος, Ελένη Μελεάγρου, ήταν Ελληνοκύπρια και, όπως σημειώνει συγκινητικά στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Hitch-22» (εκδόθηκαν στα ελληνικά από το Μεταίχμιο), η μητέρα του αυτοκτόνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με θέα στην Ακρόπολη, εν μέσω της φοιτητικής εξέγερσης κατά της χούντας το 1973.
Η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, επομένως, ήταν για τον Χίτσενς μια υπόθεση τόσο προσωπική όσο και πολιτική, εμβληματική «μιας μακράς και έντιμης αλληλεγγύης μεταξύ των βρετανών φιλελευθέρων και ριζοσπαστών και της υπόθεσης μιας ελεύθερης και ανεξάρτητης Ελλάδας», όπως έγραψε στην εισαγωγή του έργου του «The Parthenon Marbles: The Case for Reunification» (2008).
Πρόσφατα, μάλιστα, επανεκδόθηκε από τον οίκο Verso Books. Το βιβλίο προλογίζει η Ναντίν Γκόρντιμερ (1923-2014), κορυφαία νοτιοαφρικανή συγγραφέας και ακτιβίστρια, βραβευμένη με Νομπέλ Λογοτεχνίας (1991), ενώ συμπεριλαμβάνονται επίσης δύο δοκίμια, του αείμνηστου καθηγητή στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, αρχιτέκτονα και αναστηλωτή μνημείων Χαράλαμπου Μπούρα (1933-2016), και του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (1914-1997), καθηγητή Κλασικών Σπουδών και Αρχαίας Ιστορίας στο κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, και προέδρου της αγγλικής επιτροπής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα.

Ο Χίτσενς, που απεβίωσε το 2011 σε ηλικία 63 ετών, είχε εκδώσει για πρώτη φορά το 1987 το «The Elgin Marbles: Should They Βe Returned to Greece?». Ηταν ένα συλλογικό έργο σε συνεργασία με τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και τον Γκρέιαμ Μπινς (1925-2003), οποίος είχε γράψει ένα κεφάλαιο για την αποκατάσταση και είχε δραστηριοποιηθεί επίσης ενεργά για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη με τίτλο «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα: Πρέπει να Επιστραφούν στην Ελλάδα;» και με πρόλογο της Μελίνας Μερκούρη και του Μανώλη Ανδρόνικου.
Η επανέκδοση του 2008 είχε πλέον τον σημερινό του τίτλο. Η μετονομασία («Μάρμαρα του Παρθενώνα: Η Υπόθεση της Επανένωσης») ακολούθησε την αλλαγή των εποχών, καθώς η αναφορά στα «Ελγίνεια Μάρμαρα» δεν ήταν πλέον πολιτικά ορθή, παρατηρεί ο Ραλφ Λέοναρντ στο Atlantic. Ο βρετανός – νιγηριανός δημοσιογράφος σχολιάζει ακόμα ότι to timing της νέας επανέκδοσης είναι εξαιρετικό, καθώς οι συνομιλίες μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Βρετανικού Μουσείου σχετικά με την πιθανή επιστροφή των Γλυπτών «έχουν προχωρήσει αρκετά».
Η τελική συμφωνία δεν αναμένεται σύντομα, ωστόσο πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, που βασίζονται σε παρατεταμένο δάνειο των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα με αντάλλαγμα την προσωρινή μεταφορά ορισμένων ελληνικών θησαυρών στη Βρετανία. Και η κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ φαίνεται πιο δεκτική από την προηγούμενη σε μια τελική συμφωνία (αν και δεν σκοπεύει να αλλάξει τον νόμο που απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο να δώσει μόνιμα πίσω τα Γλυπτά του Παρθενώνα).
Μετά από σχεδόν δύο αιώνες, λοιπόν, πικρών αλλά άχρηστων καυγάδων, μπορεί σύντομα να γραφτεί ο επίλογος σε μια από τις πιο μακροχρόνιες πολιτιστικές διαμάχες στην Ευρώπη, γράφει ο Λέοναρντ στο Atlantic. Προσθέτει, δε, ότι και ο ίδιος ήταν για πολύ καιρό αβέβαιος σχετικά με το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο Χίτσενς όμως τον βοήθησε να στραφεί υπέρ αυτού.
Από τη μια πλευρά, λέει, είναι σαφές ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν στερήσει από πολλά έθνη μεγάλο μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Η σημερινή κατανομή θησαυρών σε μουσεία όλου του κόσμου αντανακλά την παγκόσμια ανισότητα πλούτου και δύναμης υπέρ της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Και οι εκστρατείες για τον επαναπατρισμό τους θεωρούνται προσπάθειες αποκατάστασης αυτής της ανισορροπίας, επιτρέποντας στους πολίτες πρώην αποικιών να διεκδικήσουν τη νόμιμη ιδιοκτησία τους.
Πολλοί Ελληνες πιστεύουν ότι το ίδιο ισχύει και για αυτούς, με βάση το επιχείρημα ότι τα Γλυπτά αποτελούν ιδιοκτησία του ελληνικού έθνους, το οποίο απελευθερώθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1832, μετά από αιώνες υποτέλειας. Αυτό μοιάζει αυτονόητα αληθές μέχρι να ακούσει κανείς το αντεπιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου, που ισχυρίζεται ότι είναι ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει την κληρονομιά πολλών αρχαίων πολιτισμών, τονίζοντας τη διασύνδεση της ανθρωπότητας, παρατηρεί ο βρετανός-νιγηριανός δημοσιογράφος και σχολιαστής στο Atlantic.
Και προσθέτει ότι σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή των Γλυπτών (στην Αθήνα) θα ήταν αντιδραστική και εθνικιστική, ενώ η παραμονή τους (στο Λονδίνο) είναι προοδευτική και κοσμοπολίτικη. Η τέχνη ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα ή είναι θεμελιωδώς ριζωμένη στον συγκεκριμένο πολιτισμό που την παρήγαγε;
Το αδιαίρετο της τέχνης
Ο Κρίστοφερ Χίτσενς υποστηρίζει με πάθος τον επαναπατρισμό των Γλυπτών αλλά το κάνει σχεδόν αποκλειστικά για καλλιτεχνικούς λόγους. Το επιχείρημα είναι απλό και, όπως το θέτει, «αναπάντητο». Ο Παρθενώνας, ένα από τα πιο σπουδαία μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού –ένας ναός στολισμένος με αριστουργηματικά γλυπτά– σχεδιάστηκε από τον Φειδία για να εξυμνήσει τη δόξα της Αθήνας. Η ζωφόρος του είναι μια συνεχής ζώνη που απεικονίζει μια πομπή θεών, πολεμιστών και μυθικών ζώων. Και οι μετόπες του, ανάγλυφες ορθογώνιες πλάκες που εναλλάσσονται με τρίγλυφα στο διάζωμα του ναού πάνω από τα επιστύλια, αφηγούνται μυθολογικές μάχες των Αθηναίων εναντίον των Αμαζόνων και των Κενταύρων, παραπέμποντας στους Ελληνοπερσικούς Πολέμους.
Οι περισσότερες από αυτές τις σκηνές ήταν –και παραμένουν– ακρωτηριασμένες, παραμορφωμένες και διασκορπισμένες. Για παράδειγμα, το σώμα της θεάς Ιριδας βρίσκεται σήμερα στο Λονδίνο, ενώ το κεφάλι της στην Αθήνα. Ο μπροστινός κορμός του Ποσειδώνα βρίσκεται στην Αθήνα, ενώ το πίσω μέρος στο Λονδίνο. Οι ιππείς που καλπάζουν σε ιπποδρομία είναι κατακερματισμένοι σε διάφορα έθνη. Η αποκατάσταση αυτής της παρωδίας, στον βαθμό που είναι εφικτή, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί αισθητικά ως ενιαίο σύνολο, έχει καθυστερήσει πάρα πολύ.
Πολλά από τα επιχειρήματα κατά της επανένωσης που αντιμετώπισε ο Χίτσενς τη δεκαετία του 1980 έχουν γεράσει πλέον άσχημα, με κυριότερο τον ισχυρισμό ότι η Αθήνα δεν είναι το κατάλληλο «σπίτι» για να στεγάσει τα Γλυπτά, λόγω της αστάθειας, της ρύπανσης και της έλλειψης υποδομών.
Σήμερα είναι αυτονόητο, ότι η Ελλάδα είναι μια σταθερή σύγχρονη δημοκρατία για περισσότερα από 50 χρόνια και το υπερσύγχρονο Μουσείο της Ακρόπολης, που άνοιξε το 2009, έχει αποδείξει ότι οι Ελληνες δεν είναι απλώς άξιοι, αλλά εξαιρετικοί θεματοφύλακες της αρχαιότητάς τους, υπογραμμίζει ο Λέοναρντ στο Atlantic.

Η επανατοποθέτηση των Γλυπτών στα εύθραυστα ερείπια του ναού, του οποίου η στέγη ανατινάχθηκε από τους Ενετούς το 1687, θα ήταν αδύνατη. Αλλά μέσα στο ευρύχωρο μουσείο, ορατό από την Ακρόπολη, τα επανενωμένα Γλυπτά θα προστατεύονταν από τα στοιχεία της φύσης, θα ήταν προσβάσιμα στους επισκέπτες και θα τοποθετούνταν με την αρχική σειρά σε ένα μοντέλο κλίμακας του άνω τμήματος του Παρθενώνα.
Υπάρχει, όμως, ένα επιχείρημα υπέρ της παραμονής των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, που έχει αντέξει στον χρόνο. Η επανένωσή τους θα πυροδοτήσει μια χιονοστιβάδα αιτημάτων για την επιστροφή κάθε αρχαίου τεχνουργήματος στη χώρα προέλευσής του, κάτι που θα καταργούσε την ίδια την ιδέα του κοσμοπολίτικου μουσείου, γράφει ο Λέοναρντ στο Atlantic, σημειώνοντας ότι ο Χίτσενς απέρριψε κάποτε αυτό το σκεπτικό ως το «γνωστό από παλιά τελευταίο επιχείρημα που έχει ως standby ο γραφειοκράτης». Πρώτον, έγραψε σαρδόνια, «δεν υπάρχουν Ασσύριοι, Χετταίοι ή Βαβυλώνιοι για να υιοθετήσουν την κραυγή του “προηγούμενου”».
Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Χίτσενς, αυτό το επιχείρημα απέκτησε κάποια αξιοπιστία. Τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία έχουν πληγεί από εκστρατείες για την «αποαποικιοποίησή» τους. Ορισμένα τεχνουργήματα, όπως τα Μπρούντζινα του Μπενίν, κατέληξαν σε αυτά ως λάφυρα μετά από ληστείες αποικιοκρατών πολύ πιο θρασείς από τα κατορθώματα του Ελγιν. Ως εκ τούτου, ισχυρίζονται οι ένθερμοι υποστηρικτές της αποαποικιοποίησης, τα μουσεία είναι σύμβολα πολιτιστικής κυριαρχίας.
Πολλές από αυτές τις εκστρατείες έχουν μια εθνοκεντρική διάσταση, στην οποία το volksgeist (το εθνικό πνεύμα) της τέχνης τοποθετείται πάνω από τις αισθητικές αρετές της. Το παράδειγμα των Μπρούντζινων του Μπενίν αντιπροσωπεύει τον πιθανό κίνδυνο τέτοιων εκστρατειών. Η κυβέρνηση της Νιγηρίας, η οποία περιλαμβάνει το πρώην βασίλειο του Μπενίν, απέρριψε το ενδεχόμενο μιας εθνικής επιτροπής που είχε ως στόχο να στεγάσει τα έργα σε ένα νέο μουσείο, αποφασίζοντας αντ’ αυτού ότι όλα τα επαναπατριζόμενα μπρούντζινα έργα αποτελούν στο εξής προσωπική ιδιοκτησία ενός ανίσχυρου δυνάστη, του Ομπα του Μπενίν, ο οποίος μπορεί να τα κάνει ό,τι θέλει.
Γιατί τα Γλυπτά δεν είναι σαν τις άλλες ξενιτεμένες αρχαιότητες
Σε τι διαφέρουν, λοιπόν, τα Γλυπτά του Παρθενώνα από τα Μπρούντζινα του Μπενίν, τα οποία επίσης λεηλατήθηκαν αρχικά από τους βρετανούς αποικιοκράτες; Μπορεί το συμπέρασμα ότι ο ένας ισχυρισμός είναι πιο έγκυρος από τον άλλον να αποδοθεί σε Δυτική προκατάληψη;
Πρώτον, υπογραμμίζει ο Λέοναρντ στο Atlantic, αν και μερικά από τα Μπρούντζινα ήταν μέρος ενός ενιαίου έργου που απεικόνιζε την ιστορία και τη μυθολογία του βασιλείου (το οποίο προσαρτήθηκε από τη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1897), τα περισσότερα είναι μεμονωμένα έργα. Ο κόσμος μπορεί να θαυμάσει τη λαμπρότητα των βραχιολιών και των αγαλμάτων ως διακριτών αντικειμένων στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στο Λάγκος, και ίσως ακόμη περισσότερο όταν τα βλέπει σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, με δεδομένο ότι τα ίδια τα Μπρούντζινα ήταν προϊόν ανταλλαγής με έναν άλλο πολιτισμό, τον πορτογαλικό.
Δεύτερον, δεν υπάρχει κίνδυνος τα Γλυπτά του Παρθενώνα να βρεθούν εκτός δημόσιας έκθεσης. Κατά γενικό κανόνα, ο πολιτισμός του κόσμου μας πρέπει να είναι προσβάσιμος σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τοποθετείται σε δημόσια μουσεία και όχι σε παραδοσιακά παλάτια τελετουργικών μοναρχών.
Στο υποθετικό παράδειγμα της κομματιασμένης «Μόνα Λίζα», που άρεσε στον Χίτσενς ο Λέοναρντ αντιπαραθέτει τέλος μια πιο εύστοχη υπόθεση: Τι θα γινόταν, αν, κατά τη διάρκεια του κράτους των Βρετανικών Ινδιών (British Raj, μεταξύ 1858-1947), είχε αποσυναρμολογηθεί ο θόλος του Ταζ Μαχάλ και μεταφερθεί στο Βρετανικό Μουσείο;
Δεν πρόκειται απλώς για μια επιπόλαιη αναλογία, υπογραμμίζει ο Λέοναρντ στο Atlantic. Κατά τη διάρκεια της ινδικής ανταρσίας του 1857, βρετανοί στρατιώτες λεηλάτησαν το Ταζ Μαχάλ αφαιρώντας σπάνιους πολύτιμους λίθους και λάπις λάζουλι. Δεκαετίες αργότερα, ο λόρδος Κέρζον, τότε αντιβασιλέας της Ινδίας, είχε την ευθυκρισία να τα αποκαταστήσει.
Ολοι γνωρίζουν πόσο διαστροφικός θα ήταν ο κατακερματισμός του Ταζ Μαχάλ, ενός από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονήματα του κόσμου, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Δεν θα το εκτιμούσαμε με το δέος που το εκτιμούμε σήμερα ως την «παγωμένη μουσική» (όπως όρισε κάποτε ο Γκαίτε την αρχιτεκτονική) της ινδομογγολικής αρχιτεκτονικής. Θα ανυπομονούσαμε να δούμε πώς θα έμοιαζε το μαυσωλείο με τον θόλο του επανατοποθετημένο, και στην πόλη Αγκρα της Ινδίας, γιατί μόνο εκεί μπορεί κανείς να δει σωστά τις υπέροχες αναλογίες του Ταζ Μαχάλ και να εκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο το λευκό μάρμαρο αλληλεπιδρά με το φως και τις ανακλαστικές πισίνες, αλλάζοντας απόχρωση ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Αυτή η σχεδόν μαγική εμπειρία δεν θα μπορούσε να αναδημιουργηθεί, ας πούμε, στο Μάντσεστερ.
Είτε ως μαρτυρία του αθηναϊκού διαφωτισμού ή του ιμπεριαλισμού του Περικλέους, ο Παρθενώνας είναι ένα μνημείο πολιτισμού. Για όσους από εμάς αντλούμε ένα ανθρωπιστικό και δημοκρατικό ήθος από την κλασική Αθήνα, ο ναός έχει μεγάλη σημασία, τονίζει ο Ραλφ Λέοναρντ στο Atlantic. Υπό αυτή την έννοια, τα Γλυπτά δεν είναι απλώς ελληνικά, αλλά ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα. Και η επανένωση πρέπει να γίνει σε αυτή την κοσμοπολίτικη βάση. Ο κόσμος αξίζει να δει την ιστορία που ήθελε να αφηγηθεί ο Φειδίας στο σύνολό της.
Εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα έχει αναλάβει το επίπονο έργο της συντήρησης και αποκατάστασης του Παρθενώνα. Φυσικά, οι αντιξοότητες της Ιστορίας έχουν αφήσει το αμετάκλητο σημάδι τους. Ο ναός δεν θα ξαναφτιαχτεί κυριολεκτικά όπως ήταν κάποτε. Οι Βυζαντινοί, οι Ενετοί και οι Οθωμανοί φρόντισαν γι’ αυτό. Η πιο κοντινή εικόνα του Παρθενώνα στην αρχική, άθικτη μορφή του, που μπορεί να δει κανείς ποτέ, είναι παίζοντας «Assassin’s Creed Odyssey» στο Play Station ή επισκεπτόμενος το αντίγραφο του Παρθενώνα στο Νάσβιλ του Τενεσί, στις ΗΠΑ (κάτι σαν εμπειρία του Ταζ Μαχάλ στο Μάντσεστερ, δηλαδή).
Ωστόσο, χάρη στο ευρύχωρο Μουσείο της Ακρόπολης, οι επισκέπτες θα μπορούσαν να δουν τα ερείπια του ναού και στη συνέχεια τα Γλυπτά του Παρθενώνα μέσα στο ίδιο απόγευμα. Θα μπορούσαν επίσης να εκτιμήσουν την ειρωνεία του γεγονότος ότι τα Γλυπτά απεικονίζουν τις δόξες των Αθηναίων, ενώ ο ίδιος ο ναός φέρει τα σημάδια από τις πολλαπλές ήττες των Ελλήνων. Αυτή η ορατή ζημιά είναι μέρος της μεγάλης και τραγικής αφήγησης αυτού του θαύματος, πάντα θα είναι. Και θα μπορεί να εκτιμηθεί πραγματικά μόνο αφού ολοκληρωθεί η επανένωση.
Η Γερμανία και η Ιταλία έχουν ήδη επιστρέψει στην Αθήνα θραύσματα από τον Παρθενώνα. Και η Βρετανία θα πρέπει να κάνει αυτό που της αναλογεί, από μια παρόρμηση για την αποκατάσταση με την πιο γενναιόδωρη έννοια. Ο Χίτσενς –όπως έκανε συχνά άλλωστε– το διατύπωσε με τα κατάλληλα λόγια: «Υπάρχει ακόμα χρόνος για να γίνει η πράξη της επιστροφής: όχι εκβιαστικά, με πιέσεις ή καταγγελίες, αλλά προσφερόμενη ελεύθερα, ως φόρος τιμής στο αδιαίρετο της Τέχνης και –γιατί να μην το πούμε χωρίς αμηχανία;– της Δικαιοσύνης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ο Κρίστοφερ Χίτσενς για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.