Είναι μια αναδρομή σε πρώτο πρόσωπο, εφάμιλλη με τις καλύτερες αφηγήσεις που μας έχει χαρίσει στις κατά καιρούς εμφανίσεις του. Εκεί όπου ανασύρει από το συναισθηματικό αρχείο ιστορίες που ξεκινούν με τη Θεσσαλονίκη του Τσιτσάνη, περνούν από τους ποιητές και τους αντιήρωες της δεκαετίας του 1960 και καταλήγουν στους νεότερους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζεται το τελευταίο διάστημα. Ετσι κι αλλιώς δύο από τα επόμενα ραντεβού, πάλι με τη νεότερη γενιά, έχουν κλειστεί: στις 14 Ιουνίου ο Διονύσης Σαββόπουλος αναμένεται στο Terra Vibe της Μαλακάσας και στις 21 Ιουνίου στην Πύδνα Κολινδρού. Υπόσχεται και ο ίδιος άλλωστε αυτό το νέο «σάλπισμα της γιορτής», όπως του αρέσει να λέει.
Τις διαφορετικές διαδρομές μέσα σε μια καλλιτεχνική πορεία περίπου 60 ετών αφηγείται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο ίδιος ο στίχος είναι ένα κλείσιμο του ματιού στους ακροατές του, καθώς προέρχεται από το τραγούδι «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου»: «Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει/
Χρονοποιός ας είναι η λέξη/ Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα/ Κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα» (από το άλμπουμ «Ο χρονοποιός» του 2000). Και ύστερα ο τρόπος με τον οποίο συστήνει το βιβλίο ο δημιουργός του είναι –πώς να το πούμε;– εντελώς σαββοπουλικός: «Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες… Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός».
Γι’ αυτό αποφάσισε να μιλήσει τώρα ο Νιόνιος. Και να αφηγηθεί ιστορίες από διαφορετικές φάσεις της διαδρομής του. Δεν είναι τυχαίο ότι η αρχή γίνεται «με την πρώτη φορά που χάθηκε» σε μια νυχτερινή βόλτα της Θεσσαλονίκης για να ξαναβρεί τελικά το σπίτι της οδού Ιατρού Ζάννα (χωρίς να φάει την κατσάδα της μητέρας του). Γι’ αυτό πηγαίνει όσο το δυνατό βαθύτερα στη μνήμη και μαζί με τη δική του ζωή ανασυνθέτει διαφορετικές εποχές, διαφορετικές γειτονιές και μουσικές. Θυμάται έτσι τα αρχοντορεμπέτικα του Μουζάκη και του Σουγιούλ που άκουγε στο ραδιόφωνο την περίοδο 1945-1955, αλλά και την πρώτη φορά που άκουσε την «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη –αυτό το αριστούργημα, όπως το χαρακτηρίζει. Φυσικά και την πρώτη στιγμή που τον πλημμύρισε η δική του μουσική, αυτή που ένιωσε ότι μπορούσε να γίνει η ζωή του:
«Ενα απόγευμα, εκεί που παίζαμε στη γειτονιά, ακούμε μουσικές στη λεωφόρο. Ολα τα παιδιά παρατήσαμε το παιχνίδι και τρέξαμε. Περνούσε η Φιλαρμονική… Τα χάλκινα λαμποκοπούσαν στον ήλιο· οι σάλπιγγες, οι τρομπέτες, τα τρομπόνια, τα μεγάλα χάλκινα μπάσα… ο ήχος, πλούσιος, αντανακλούσε στα παλιά διώροφα της λεωφόρου με τα πεύκα… Τα παιδιά σώπασαν, αλλά μόνο ένα βούρκωσε: εγώ. Η μπάντα έφυγε, τα παιδιά ξαναγύρισαν στο παιχνίδι, αλλά εγώ πήγα σπίτι. Διέσχισα αμίλητος το σαλόνι, πήγα στην κουζίνα, ανέβηκα σε μια καρέκλα, πήρα δυο καπάκια από τους μεγάλους τεντζερέδες της μαμάς, πήγα στην πίσω αυλή και σήκωσα αργά αργά τα χέρια για να κρούσω τα δυο καπάκια. Νόμιζα ότι, αν μιμηθώ τη μεγαλειώδη κίνηση του μουσικού, θα παραχθεί ο ίδιος πλούσιος ήχος. Αντ’ αυτού, ακούστηκε ένα απαίσιο “πλαφ”, που στη μουσική ονομάζεται ψόφος».
Θυμάται, όμως, και τον καθηγητή του των Αρχαίων Ελληνικών στην πέμπτη και έκτη του εξαταξίου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, τον Δημήτρη Βαφειάδη, που τον «έκανε καλόν στ’ αρχαία» και σ’ αυτόν αφιέρωσε τον δίσκο «Αχαρνής» το 1977. Οπως και τους φίλους του, πρωτοετείς στη Νομική Θεσσαλονίκης: τον Τάκη Σιμώτα, τον οποίο είχε γνωρίσει στην κατασκήνωση της Χριστιανικής Στέγης Αναλήψεως, τον Χαράλαμπο Καλλιπολίτη, τον Αλκη Σαχίνη, τον Ντίνο Κουκουβό. Είναι η παρέα που θα κρατήσει αποστάσεις από την «κομματίλα» της Μεταπολίτευσης, όπως γράφει.
Το κόκκινο Volvo
Σε περίοπτη θέση στο βιβλίο και η κάθοδος στην Αθήνα με το φορτηγό –ένα κόκκινο Volvo που ερχόταν από τη Γερμανία και ο οδηγός είχε όρεξη για κουβέντα. «Γιατί πας Αθήνα;» τον ρωτά ο τελευταίος. «Για να συναντήσω τον Μίκη Θεοδωράκη» απαντά ο Νιόνιος. «Κομμουνιστής είσαι;» έρχεται η δεύτερη ερώτηση. Στην Αθήνα τον φιλοξενεί ο φίλος του ζωγράφος Αγγελος Ραζής, αλλά αρκετές φορές κοιμάται στην πλατεία Συντάγματος ή στα γραφεία του «Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής». Εκεί γνωρίζει τους Μάνο Λοΐζο («μ’ αυτόν ταίριαξα ιδιαίτερα»), Φώντα Λάδη, Γιάννη Μαρκόπουλο (ο οποίος αργότερα θα του προτείνει να τραγουδήσει το κομμάτι «Την εικόνα σου σεβάστηκα», αλλά ο Σαββόπουλος ηχογραφεί τα δικά του και δεν προλαβαίνει). Ο συνονόματος Διονύσης Φωτόπουλος θα τον πάει στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να γίνει γυμνό μοντέλο –έως και στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη θα μπει–, ενώ θα δουλέψει ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή», όπου γνωρίζεται στενά με τον Αλέκο Κυριτσόπουλο.
Τελικά η πρόταση για τα πρώτα τέσσερα τραγούδια του θα έρθει από τον Αλέκο Πατσιφά, διευθυντή της Lyra, ο οποίος επιμένει να τα πει μόνος του ο Σαββόπουλος –με κιθάρα, χωρίς ορχήστρα– και επιστρατεύει τους Μάνο Χατζιδάκι και Βασίλη Τσιτσάνη για να τον πείσουν:
«Ετσι κυκλοφόρησε, άνοιξη του ’65, το πρώτο μου σαρανταπεντάρι. Το δισκάκι δεν πήγε άσχημα. Εμφανίστηκαν φιλικά δημοσιεύματα, κάτι έκανε και στα δισκάδικα του κέντρου. Αρχισα να βλέπω χαμόγελα γύρω μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω την ευτυχία να περιμένω στη στάση του λεωφορείου και δίπλα μου ξαφνικά ένας άγνωστος να σφυρίζει το “Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη”. Ή να περνάω από ένα δισκοπωλείο και να βλέπω στη βιτρίνα τη φάτσα μου ανάμεσα σε διασημότητες».
Τα παιδιά των λουλουδιών
Μια σχετικά άγνωστη ιστορία προέρχεται από την περίοδο που πηγαίνουν με τη γυναίκα του, Ασπα, στο Παρίσι, μετά το 1968:
«Κοντά στην Παναγία των Παρισίων, μες στον Σηκουάνα, ήταν ένα νησάκι. Το Ιλ ντε λα Σιτέ. Ενα βράδυ είδα να έχουν μαζευτεί κάτι παιδιά των λουλουδιών… Κατεβήκαμε απ’ τη σκαλίτσα, να δείξω στην Ασπα τι καλά παιδιά είναι αυτά, που κανέναν δεν πειράζουν, μόνο αγάπη και ειρήνη είναι ο καημός τους κ.τ.λ. Και μόλις φθάνουμε, μ’ αρπάζουν απ’ τον γιακά και μου ζητούν τη δόση τους! Με πέρασαν για έμπορο ναρκωτικών, μόνο και μόνο επειδή δεν τους έμοιαζα, οπότε τι γύρευα στα μέρη τους; Ενας έβγαλε σουγιά, του ’δωσα κάτι δολάρια που είχα και μ’ αφήσανε. Η Ασπα κατατρόμαξε. Ηταν και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου μαζί μας».
Οταν έρχεται η ώρα να μιλήσει για τους μεγάλους ομοτέχνους του και άλλες τέχνες, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Χατζιδάκι, τον Τσιτσάνη και τον ποιητή Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου («ό,τι έμαθα από ποίηση το χρωστώ σ’ αυτόν»). Εχει ενδιαφέρον πάντως και η αποστροφή του για τον κινηματογράφο: «Δεν συμπαθούσα πολύ τις ταινίες του λεγόμενου “νέου ελληνικού κινηματογράφου”. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, όλες οι άλλες ήταν συνήθως βαρύγδουπες, ακατάληπτες και ερωτευμένες με τoν εαυτό τους». Βλέπει ξανά πάντως ταινίες των Γιάννη Φάγκρα, Κων. Γιάνναρη, Φίλιππου Τσίτου, Πάνου Κούτρα. «Και ο Γιώργος Λάνθιμος, που στην αρχή είχα επιφυλάξεις με το “Poor Τhings”, καλός είναι».
Μία συγγνώμη
Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους συνεργάτες του και φίλους μουσικούς. Από τον Νίκο Παπάζογλου και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη –«τον αισθάνθηκα τον πιο κοντινό»– έως τον Μανώλη Ρασούλη, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τους Γιώτη Κιουρτσόγλου και Σταύρο Λάντσια. Κάπου εκεί έρχεται και η ανάγκη μιας συγγνώμης, από αρκετές που ζητάει μέσα στο βιβλίο:
«Στον Θάνο Μικρούτσικο (δεν) ήμουν εντάξει. Είχε πει ο Θάνος κάτι κουβέντες για μένα στα “Νέα” που με στεναχώρησαν, θύμωσα πάρα πολύ και του ’κοψα την καλημέρα. Περνούσε δίπλα μου και έστριβα το κεφάλι. Εκανε κάποιες προσπάθειες προσέγγισης, με κάλεσε στο Φεστιβάλ της Πάτρας, όπου ήταν διευθυντής· πήγα, έπαιξα, τον ίδιον όμως δεν τον χαιρέτησα. Ε, γαϊδουριά μου βέβαια. Αυτή η στρίφνα μου άρχισε να μ‘ ενοχλεί κι εμένα, και σε μια κοινωνική εκδήλωση πήγα και του μίλησα και πιάσαμε λίγη κουβέντα σαν να μην τρέχει τίποτα… Ο Θάνος ήρθε σπίτι μου, έφερε δίσκους του, σε μια περίπτωση ζήτησε να συνεργαστούμε, εγώ δεν ανταποκρίθηκα. Τι τσιγκουνιά ήταν αυτή εκ μέρους μου; Αυτό έγινε, πολύ λυπάμαι».
Ο τόνος του είναι συνεχώς εξομολογητικός μέσα στο βιβλίο, αλλά ειδικά στα κεφάλαια που αφορούν τα παιδιά και τη σύζυγό του. Ομολογεί ότι δεν ήταν πάντα έτοιμος για πατέρας, ότι χαστούκιζε τα παιδιά, πετούσε το ποδηλατάκι τους στην αυλή όταν φώναζαν και δεν τον άφηναν να γράψει μουσική. Αναζητάει και εδώ τη συγχώρεση –«αλλά δεν ξέρω πώς να τη ζητήσω»–, επιστρέφει σε αναμνήσεις έντασης. Και ύστερα έρχεται η τέχνη και η ανάγκη να τραγουδήσεις την πληγή. «Τότε η θυσία που δεν έκανες είναι λίγο σαν να την έκανες. Η πληγή μαλακώνει, η ζωή αλαφραίνει και συνεχίζεται».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News