Η Κίνα ανακοίνωσε ότι το εμπορικό της πλεόνασμα έφτασε σχεδόν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2024, καθώς οι εξαγωγές της κατέκλυσαν τον πλανήτη, ενώ οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της χώρας ξόδευαν προσεκτικά για εισαγωγές.
Οπως σημειώνουν οι New York Times, το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας, με την αναγκαία προσαρμογή για τον πληθωρισμό, ξεπέρασε πέρυσι κατά πολύ «οποιοδήποτε άλλο έχει καταγραφεί τον περασμένο αιώνα σε ολόκληρο τον κόσμο, ακόμη και εκείνο των μεγάλων εξαγωγικών δυνάμεων όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες».
Οπως είναι γνωστό, τα κινεζικά εργοστάσια κυριαρχούν στην παγκόσμια μεταποίηση σε μια κλίμακα που δεν έχει βιώσει καμία χώρα μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πλημμυρίδα των αγαθών από τα κινεζικά εργοστάσια έχει προκαλέσει επικρίσεις από πολλούς εμπορικούς εταίρους της Κίνας. Τόσο οι βιομηχανικές όσο και οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν επιβάλει δασμούς, προσπαθώντας να επιβραδύνουν το κύμα των κινεζικών εξαγωγών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η Κίνα έχει προβεί σε αντίποινα, φέρνοντας τον κόσμο πιο κοντά σε έναν εμπορικό πόλεμο που θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την παγκόσμια οικονομία.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα αναλάβει τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου, έχει απειλήσει να κλιμακώσει τις —ήδη επιθετικές κατά τους ΝΥΤimes- αμερικανικές εμπορικές πολιτικές με στόχο την Κίνα.
H Κίνα δήλωσε, λοιπόν, επισήμως ότι εξήγαγε το 2024 αγαθά και υπηρεσίες ύψους 3,58 τρισ. δολαρίων, ενώ οι εισαγωγές έφτασαν τα 2,59 τρισ. δολάρια. Το πλεόνασμα των 990 δισεκατομμυρίων δολαρίων έσπασε το προηγούμενο ρεκόρ της Κίνας, το οποίο ήταν 838 δισ. δολάρια το 2022.
Οι ισχυρές εξαγωγές τον μήνα Δεκέμβριο, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που σύμφωνα με τους New York Times μπορεί να εστάλησαν εσπευσμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες, προτού ο Τραμπ αναλάβει καθήκοντά και αρχίσει να αυξάνει τους δασμούς, ώθησαν την Κίνα σε νέο ρεκόρ μηνιαίου πλεονάσματος ύψους 104,8 δισ. δολαρίων. Παρότι δε η Κίνα είχε έλλειμμα στο πετρέλαιο και σε άλλους φυσικούς πόρους, το εμπορικό της πλεόνασμα σε ό,τι αφορά τα βιομηχανικά της προϊόντα αντιπροσώπευε το 10% της κινεζικής οικονομίας.
Τα ιστορικά προηγούμενα
Συγκριτικά, σύμφωνα με τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, η εξάρτηση των ΗΠΑ από τα εμπορικά τους πλεονάσματα στα βιομηχανικά αγαθά κορυφώθηκε στο 6% της αμερικανικής παραγωγής στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (αντί 10% της Κίνας σήμερα). Αυτό συνέβη όμως όταν τα εργοστάσια στην Ευρώπη είχαν ως επί το πλείστον σταματήσει τις εξαγωγές και είχαν στραφεί στην παραγωγή των αναγκαίων για τον πόλεμο.
Οπως εξηγεί ο δημοσιογράφος Κιθ Μπράντσερ, που υπογράφει το κείμενο των NYTimes και καλύπτει την κινεζική οικονομία από το 1991, «πολλές χώρες επιδιώκουν εμπορικά πλεονάσματα στα βιομηχανικά αγαθά επειδή τα εργοστάσια δημιουργούν θέσεις εργασίας και είναι σημαντικά για την εθνική ασφάλεια. Το εμπορικό πλεόνασμα είναι το ποσό κατά το οποίο οι εξαγωγές υπερβαίνουν τις εισαγωγές». Οι εξαγωγές της Κίνας, από αυτοκίνητα μέχρι ηλιακούς συλλέκτες, έχουν δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας όχι μόνο για τους εργάτες εργοστασίων, των οποίων οι μισθοί προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό έχουν περίπου διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Η ανάπτυξη ωφέλησε επίσης τους υψηλόμισθους μηχανικούς, τους σχεδιαστές και τους επιστήμονες που ασχολούνται με την έρευνα και την ανάπτυξη.
Την ίδια στιγμή, οι εισαγωγές προϊόντων από τα εργοστάσια της Κίνας έχουν επιβραδυνθεί απότομα. Η χώρα έχει επιδιώξει την εθνική αυτοδυναμία τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κυρίως μέσω της πολιτικής «Made in China 2025», για την οποία το Πεκίνο δεσμεύτηκε να διαθέσει 300 δισεκατομμύρια δολάρια για την προώθηση της προηγμένης μεταποίησης.
Ετσι, συνεχίζει ο Μπράντσερ στους NYTimes, η Κίνα από εισαγωγέας αυτοκινήτων έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτοκινήτων στον κόσμο, ξεπερνώντας την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Μεξικό και τη Γερμανία. Παράλληλα, μια κινεζική κρατική επιχείρηση άρχισε να κατασκευάζει εμπορικά αεροσκάφη, σε μια προσπάθεια να αντικαταστήσει στο μέλλον τα αεροσκάφη της Airbus και της Boeing. Ενώ κινεζικές εταιρείες παράγουν σχεδόν όλους τους ηλιακούς συλλέκτες παγκοσμίως.
Οι εξαγωγές της Κίνας ανθούν, παρότι η εγχώρια οικονομία της υποφέρει. Το εμπορικό πλεόνασμα έχει αντισταθμίσει μέρος της ζημίας από την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων που έχει πλήξει επιχειρήσεις και καταναλωτές. Εκατομμύρια οικοδόμοι έχασαν τη δουλειά τους, ενώ η μεσαία τάξη της Κίνας έχασε μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών της. «Αυτό έχει καταστήσει πολλές οικογένειες απρόθυμες να ξοδέψουν είτε για εισαγωγές είτε για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες» σημειώνεται στο ρεπορτάζ των NYTimes.
Ωστόσο η υπερπαραγωγή των κινεζικών εργοστασίων έχει αρχίσει να πλήττει πολλές κινεζικές εταιρείες, οι οποίες αντιμετωπίζουν πτώση των τιμών, μεγάλες ζημίες, ακόμη και αθέτηση δανείων. Ενώ η αντίδραση στην εμπορική ανισορροπία της Κίνας, δηλαδή στο υπερβολικό εμπορικό πλεόνασμα, προέρχεται τόσο από τις βιομηχανικές όσο και από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Γιατί αντιδρούν ΗΠΑ, ΕΕ αλλά και Τουρκία
Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών ανησυχούν για το κλείσιμο εργοστασίων και για τις απώλειες θέσεων εργασίας σε μεταποιητικούς τομείς που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις χαμηλές τιμές των προϊόντων από την Κίνα.
«Η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν πέρυσι τους δασμούς στα αυτοκίνητα από την Κίνα. Αλλά ορισμένα από τα ευρύτερα εμπόδια στις εξαγωγές της Κίνας έχουν τεθεί από λιγότερο εύπορες χώρες με μεταποιητικούς τομείς μεσαίου εισοδήματος, όπως η Βραζιλία, η Τουρκία, η Ινδία και η Ινδονησία. Βρίσκονται στο κατώφλι της εκβιομηχάνισης, αλλά φοβούνται ότι η ευκαιρία μπορεί να χαθεί. Ο όγκος των εξαγωγών της Κίνας αυξάνεται περισσότερο από 12% ετησίως. Η αξία των εξαγωγών της σε δολάρια αυξάνεται με το μισό ρυθμό, καθώς οι τιμές έπεσαν, επειδή οι κινεζικές εταιρείες παρήγαγαν ακόμη περισσότερα αγαθά από όσα οι ξένοι αγοραστές ήταν έτοιμοι να αγοράσουν» εξηγεί ο Μπράντσερ.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, συνεχίζοντας από εκεί που άφησε τα πράγματα στην πρώτη του θητεία ο Τραμπ, κατηγορεί το Πεκίνο ότι χρησιμοποιεί τον έλεγχό του επί των κρατικών τραπεζών της Κίνας για να επενδύσει υπερβολικά στην παραγωγική ικανότητα των εργοστασίων. Ο καθαρός δανεισμός των τραπεζών προς τη βιομηχανία ήταν 83 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019, πριν από την πανδημία. Αυτός αυξήθηκε σε 670 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2023, αν και ο ρυθμός επιβραδύνθηκε κάπως τους πρώτους εννέα μήνες του περασμένου έτους σύμφωνα με τους NYTimes.
«Η Κίνα κάνει ένα μεγάλο λάθος παράγοντας δύο έως τρεις φορές την εγχώρια ζήτηση σε διάφορους τομείς, είτε πρόκειται για χάλυβα είτε για ρομποτική είτε για ηλεκτρικά οχήματα, είτε για μπαταρίες λιθίου και ηλιακούς συλλέκτες, και στη συνέχεια εξάγει το πλεόνασμα σε όλο τον κόσμο», δήλωσε στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα ο Νίκολας Μπερνς, πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κίνα και γνωστός στην Ελλάδα από τη θητεία του ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στη χώρα μας (1997-2001).
Σε ενημέρωση των δημοσιογράφων τη Δευτέρα (13/1), ο Γουάνγκ Λινγκτζούν, αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων στην Κίνα, απέρριψε τις αιτιάσεις από αμερικανικής πλευράς. «Πρόκειται ουσιαστικά για προστατευτισμό για να αντιμετωπιστεί η ανάπτυξη της Κίνας», δήλωσε.
Η Κίνα δεν έχει παρουσιάσει εμπορικό έλλειμμα από το 1993. Το εμπορικό πλεόνασμα του 2024 επισκιάζει τα προηγούμενα ρεκόρ, μετά την προσαρμογή για τον πληθωρισμό. Το πλεόνασμα της Ιαπωνίας, π.χ., κορυφώθηκε το 1993 στα 96 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό ισοδυναμεί με 185 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινά δολάρια, ή λιγότερο από το ένα πέμπτο του πλεονάσματος της Κίνας πέρυσι…
Η Γερμανία είχε τεράστια εμπορικά πλεονάσματα τα χρόνια που ακολούθησαν την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική κρίση πριν από μια δεκαετία. Αλλά το πλεόνασμά της κορυφώθηκε το 2017 σε ένα ποσό ίσο με 326 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινά χρήματα. Τα εμπορικά πλεονάσματα της Ιαπωνίας και της Γερμανίας ξεπέρασαν το καθένα περίπου το 1% της οικονομικής παραγωγής του υπόλοιπου κόσμου. Τα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας είναι δύο φορές μεγαλύτερα με βάση αυτό το μέτρο (δηλαδή σε σύγκριση με την οικονομική παραγωγή του υπόλοιπου κόσμου), δήλωσε στους NYTimes ο Μπραντ Σέτσερ, ανώτερος συνεργάτης του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων(CFR), ενός από τα κορυφαία think tank των ΗΠΑ.
«Από το 2021, η Κίνα έχει στραφεί ξανά σε μεγάλο βαθμό προς τις εξαγωγές —και η αύξηση των εξαγωγών της συμβαίνει όλο και περισσότερο σε βάρος άλλων οικονομιών με μεγάλη μεταποιητική δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο», πρόσθεσε ο Σέτσερ.
Σύμφωνα με τους New York Times, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συνεχή εμπορικά πλεονάσματα από το 1870 έως το 1970. Τα περισσότερα ήταν σχετικά μικρά, σε σημερινά δολάρια (με βάση την προσαρμογή για τον πληθωρισμό). Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας ήταν γεμάτο ερείπια, τα αμερικανικά εργοστάσια μετατοπίστηκαν από την παραγωγή τανκς και τουφεκίων στην παραγωγή αυτοκινήτων και πλυντηρίων ρούχων. Το μεταπολεμικό εμπορικό πλεόνασμα των ΗΠΑ κορυφώθηκε έτσι στα 12 δισεκατομμύρια δολάρια το 1947, το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 130 δισ. σε σημερινά δολάρια. Αλλά επειδή η παραγωγή του υπόλοιπου κόσμου ήταν σοβαρά συμπιεσμένη εκείνο το έτος, το αμερικανικό εμπορικό πλεόνασμα αντιστοιχούσε περίπου στο 4% της παγκόσμιας οικονομίας. «Αυτό είναι ένα επίπεδο που η Κίνα δεν έχει φτάσει ακόμη» σχολιάζει ο Μπράντσερ.
Η διεύρυνση του εμπορικού πλεονάσματος της Κίνας αντιστοιχούσε έως και στο ήμισυ της οικονομικής ανάπτυξης ολόκληρης της χώρας το 2024. Ενώ οι επενδύσεις σε νέα εργοστάσια για εξαγωγές αντιπροσώπευαν μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ανάπτυξης. Σε έκθεση που έχει προγραμματιστεί για την Παρασκευή, η κυβέρνηση της Κίνας αναμένεται σύμφωνα με τους NYTimes να αναφέρει ότι η οικονομία της χώρας σημείωσε ανάπτυξη περίπου 5% πέρυσι.
Παράγουν ένα στα τρία βιομηχανικά προϊόντα παγκοσμίως
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, η Κίνα παράγει σήμερα περίπου το ένα τρίτο των βιομηχανικών προϊόντων παγκοσμίως. Δηλαδή περισσότερα από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Νότια Κορέα και η Βρετανία μαζί Επίσης, η Κίνα αύξησε τις εξαγωγές της μέσω των τεράστιων επενδύσεων που έκανε στην εκπαίδευση, τα εργοστάσια και τις υποδομές, διατηρώντας παράλληλα αρκετά υψηλούς δασμούς και άλλα εμπόδια στις εισαγωγές.
Οπως τονίζει η αμερικανική εφημερίδα, τα κινεζικά πανεπιστήμια βγάζουν κάθε χρόνο περισσότερους μηχανολόγους μηχανικούς και αποφοίτους σε συναφή αντικείμενα από το σύνολο των αποφοίτων όλων των ειδικοτήτων από τα αμερικανικά κολέγια και πανεπιστήμια.
«Το ερώτημα είναι αν η Κίνα μπορεί να διατηρήσει το προβάδισμά της αν άλλες χώρες αυξήσουν τους δασμούς» σημειώνει ο Μπράντσερ στους New York Times. Από την άλλη πλευρά, πολλοί εισαγωγείς διαπιστώνουν ότι η Κίνα παραμένει το πιο ανταγωνιστικό μέρος για την αγορά αγαθών που έχουν ανάγκη…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News