Το 1893 ο Τζιάκομο Πουτσίνι είχε παρουσιάσει ήδη τη «Μανόν Λεσκώ» και το 1896 την «Μποέμ». Με την «Τόσκα» και τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» (1904) θα έπαιρνε τη θέση του στο πάνθεον της όπερας ως ο «διάδοχος» του Βέρντι. Το 1900 ειδικά ήταν η μεγάλη στγμή της τρίπρακτης «Τόσκα», βασισμένης στο ποιητικό κείμενο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα, εμπνευσμένης από το θεατρικό έργο του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού. Στην υπόθεση, που εξελίσσεται το 1800 στη Ρώμη των Ναπολεόντειων Πολέμων, ο ζωγράφος και δημοκράτης Μάριο Καβαραντόσι, εραστής της Τόσκα, συλλαμβάνεται εξαιτίας της συμπάθειάς του προς τον Ναπολέοντα από τον βαρόνο Σκάρπια, αρχηγό της Αστυνομίας. Ο τελευταίος προθυμοποιείται να τον αφήσει ελεύθερο με αντάλλαγμα μια δική του ερωτική συνεύρεση με την Τόσκα. Εκείνη υποκύπτει φαινομενικά, αλλά σκοτώνει τον Σκάρπια όταν την πλησιάζει. Κυνηγημένη από την Αστυνομία αυτοκτονεί πέφτοντας από τις επάλξεις του φρουρίου των φυλακών όπου λίγο νωρίτερα έχει εκτελεστεί ο Καβαραντόσι. Την πρώτη περίοδο που παίχτηκε η όπερα στη Ρώμη δόθηκαν 20 παραστάσεις και κάθε βράδυ το θέατρο ήταν γεμάτο. Ο θρίαμβος επαναλήφτηκε αργότερα στο Μιλάνο, όπου η όπερα ανέβηκε υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι.
Πρεμιέρα με ελληνικό χρώμα
Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επί ιταλικού εδάφους στο Θέατρο Κονστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900, παρουσία της βασίλισσας Μαργαρίτας (Margherita di Savoia), του πρωθυπουργού και του συνθέτη Αλμπέρτο Φρανκέτι, ο οποίος είχε αναλάβει αρχικά να συνθέσει το έργο. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ (το γένος Χαρικλή, με ρίζες στην οικογένεια Μαυροκορδάτου από την πλευρά της μητέρας της), που μάλιστα υπήρξε επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι. Τον Καβαραντόσι ερμήνευε ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Στη μουσική διεύθυνση ήταν ο Λεοπόλντο Μουνιόνε, τον οποίο η Αστυνομία είχε προειδοποιήσει να διακόψει την παράσταση σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης και να ανακρούσει τον εθνικό ύμνο. Κι αυτό επειδή υπήρχαν φόβοι για τη ζωή της βασίλισσας, ενώ μέλη της διανομής είχαν λάβει ανυπόγραφες απειλητικές επιστολές περί βομβιστικής επίθεσης.
Πρεμιέρα με Κάλλας
Υπάρχει καταγεγραμμένη μία παρουσίαση της «Τόσκα» από τον ιδιωτικό θίασο του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος κατά την καλλιτεχνική σεζόν 1916/1917 στο πρώτο θέατρο «Ολύμπια».
Η Εθνική Λυρική Σκηνή, πάντως, τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942 στο θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη τότε Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Είχε προσληφθεί δύο χρόνια νωρίτερα και αυτός πέρασε στην Ιστορία ως ο πρώτος μεγάλος επαγγελματικός της ρόλος. Διευθυντής ορχήστρας ήταν ο Σώτος Βασιλειάδης.
Η περίφημη άρια που θα κοβόταν
Ανάμεσα στις άριες που ταυτίζονται απολύτως με μια κεντρική ηρωίδα η «Τόσκα» έχει σίγουρα τη δική της: το περίφημο «Vissi d’ arte…». «Έζησα για την τέχνη/ έζησα για τον έρωτα/ ποτέ δεν έκανα κακό σε ψυχή ζώσα» (μτφ. Έφη Καλλιφατίδη). Κι όμως, λίγο έλειψε να μην περάσει στην πλοκή, καθώς ο Πουτσίνι ήθελε τα πάντα να προκύπτουν από τη ρεαλιστική δράση χωρίς τίποτε να την παρακωλύει. Ο ίδιος, λοιπόν, επιθυμούσε να αφαιρέσει και αυτή την άρια προς απογοήτευση του λιμπρετίστα Τζακόζα. Τελικά, ύστερα από πολλή σκέψη «επέτρεψε» στην ηρωίδα να αποκαλύψει μέρος του εσωτερικού της κόσμου λίγο πριν από το τέλος της Β’ Πράξης.
Η ταινία του Ρενουάρ που δεν γυρίστηκε
Το 1939 ο μεγάλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ («Η μεγάλη χίμαιρα», «Ο κανόνας του παιχνιδιού») αποφασίζει να μεταφέρει την «Τόσκα» στη μεγάλη οθόνη και γι’ αυτό τον λόγο μετακομίζει στη Ρώμη. Μαζί του έρχεται ως βοηθός από το Μιλάνο ο νεαρός τότε Λουκίνο Βισκόντι, δηλωμένος λάτρης του λυρικού θεάτρου, ο οποίος βίωνε τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του. Το σχέδιο φαίνεται να έχει αποκτήσει προοπτικές μέχρι τη στιγμή που η Γκεστάπο κάνει εμφανή την παρουσία της σχεδόν καθημερινά στο πλατό. Ο Ρενουάρ εγκαταλείπει την Ιταλία, ενώ η μεταφορά του έργου ολοκληρώνεται σκηνοθετικά από τον Καρλ Κοχ, συνεργάτη των συντελεστών στη συγγραφή του σεναρίου.
Το διαμάντι των ηχογραφήσεων
Η πιο ενδιαφέρουσα ηχογράφηση θεωρείται διαχρονικά εκείνη του 1953 (ΕΜΙ) με την Μαρία Κάλλας σε υψηλή φωνητική στιγμή και συναισθηματική αμεσότητα. Αν και μονοφωνική, παραμένει μέχρι σήμερα ένα ορόσημο και για τον Καβαραντόσι του νεότατου τότε Τζουζέπε ντι Στέφανο, αλλά και τον Σκάρπια του Τίτο Γκόμπι. Ο τελευταίος θα ηχογραφήσει ξανά μαζί με την Κάλλας το 1964 για την ίδια εταιρεία, αλλά αυτή τη φορά φωνητικά θα είναι και οι δύο πιο ευάλωτοι.
«Τι πιστεύεις για τον Μουσολίνι;»
Οι αρχές του 20ού αιώνα, οπότε ο Πουτσίνι δουλεύει τα έργα του, δεν παύει να είναι μια ταραχώδης περίοδος για την Ιταλία, καθώς η οικονομική διαίρεση Βορρά και Νότου κρατάει από παλιά. Η διάθεση για παράκαμψη του Κοινοβουλίου και η άνοδος του φασισμού είναι οι δυνάμεις που δρούσαν στο παρασκήνιο. Το 1922 ο Πουτσίνι γράφει στον φίλο του Αντάμι: «Τι πιστεύεις για τον Μουσολίνι; Ελπίζω να αποδεχθεί πως είναι ο άνθρωπος που χρειαζόμαστε. Εύχομαι πραγματικά να πετύχει, αν προβεί σε μεταρρυθμίσεις ώστε να φέρει στη χώρα μας σχετική ειρήνη».
Δύο χρόνια αργότερα ο συνθέτης φεύγει από τη ζωή χωρίς να δει τη συνέχεια. Ο Πιέτρο Μασκάνι, από την άλλη, της «Καβαλερία ρουστικάνα» θα επιλέξει να στηρίξει επισήμως το νέο καθεστώς.
Η «Τόσκα» στον Τζέιμς Μποντ
Σκηνικό της όπερας που ανέβηκε το 2008 στο Μπρέγκεντς της Αυστρίας χρησιμοποιείται αυτούσιο στην ταινία «Quantum of solace», τη δεύτερη στην ανανεωμένη σειρά του Τζέιμς Μποντ με τον Ντάνιελ Κρεγκ. Ο 007 φτάνει στην όπερα ακολουθώντας τον Ντόμινικ Γκριν (τον υποδύεται ο Ματιέ Αμαλρίκ) και εκεί ανακαλύπτει και άλλα μέλη της οργάνωσης Quantum σε μυστική συνάντηση. Όλα αυτά πριν ξεκινήσει το συνηθισμένο κυνηγητό με πιστολίδια την ώρα που η κορύφωση στην όπερα καταφτάνει με το «Te Deum» και την εκτέλεση του Σκάρπια από την Τόσκα. Χρήση μοτίβων από την όπερα γίνεται και στις δύο πρώτες σεζόν του «Peaky blinders».
Σημείωση: Αντλήθηκαν στοιχεία από το πρόγραμμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το ανέβασμα της «Τόσκα» τη σεζόν 2017/18.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News