Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να μην εκφωνήσει επικήδειο λόγο για τον Κώστα Σημίτη. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα θέμα πρωτοκόλλου- άλλωστε πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι ένας νυν πρωθυπουργός οφείλει να τιμήσει με αυτόν τον τρόπο κάποιον πρώην πρωθυπουργό. Η κίνηση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας εμπεριέχει σαφέστατα σημαινόμενα- ή σύμφωνα με το διαχρονικό κλισέ «εκπέμπει πολιτικά μηνύματα».
Ο Μητσοτάκης δεν δείχνει απλώς σεβασμό στο πρόσωπο του ανθρώπου Κώστα Σημίτη. Εξαίρει την πολιτική ιδεολογία, τη φιλοσοφία, αλλά και την πρακτική του επί οκτώ συναπτά έτη πρωθυπουργού της χώρας: Ευρωπαϊσμός και συμπόρευση με τη διεθνή τάση, εκσυγχρονισμός και τεχνοκρατισμός, εξειδίκευση προκειμένου να επιτυγχάνεται το μέγιστο και πάντα μετρήσιμο αποτέλεσμα, ανάπτυξη με στόχο τη μετεξέλιξη της κοινωνίας, μεταρρύθμιση του κράτους. Έννοιες κοινές στο πρωθυπουργικό σκεπτικό, είτε τότε του Σημίτη, είτε σήμερα του Μητσοτάκη.
Αν τα παραπάνω αποτελούν τον πυρήνα αυτού που στην Ελλάδα αποκαλείται «πολιτικό κέντρο», τότε η στάση του Μητσοτάκη κατά τον θάνατο του Σημίτη είναι μια καθαρή δήλωση προς ψηφοφόρους και κόμμα: Όσο κυβερνά και εφόσον διεκδικήσει τρίτη θητεία θα παραμείνει στρατηγικά προσηλωμένος στον κεντρώο χώρο. Χωρίς πολλή ιδεολογία, με πρόταγμα την οικονομία, μετριοπάθεια στην εξωτερική πολιτική, μακριά από ό,τι ορίζεται ως «λαϊκισμός», χωρίς προσκολλήσεις στο ιστορικό παρελθόν- είτε της χώρας, είτε ακόμα περισσότερο της παράταξης. «Η κυβέρνηση υπάρχει για να διαμορφώνει μια καλύτερη κοινωνία. Με λέξεις- κλειδιά το “σχέδιο” και τη “συγκυρία”», είπε μεταξύ άλλων στη Μητρόπολη ο Μητσοτάκης, αποδίδοντας στο περίφημο μπλοκάκι του Σημίτη την ιδιότητα της μετατροπής των διακηρύξεων σε πράξεις.
Ήταν όλα καλώς καμωμένα επί κυβερνήσεων Σημίτη; Φυσικά και όχι- μπορεί τα φαινόμενα της διαφθοράς, η αδυναμία επίτευξης των απαραίτητων συγκλίσεων με την ευρωζώνη, το Χρηματιστήριο ή και τα Ίμια να υποφωτίστηκαν τις πρώτες ώρες στη σκιά της απώλειας, αυτά όμως που μένουν πίσω είναι τα μεγάλα άλματα της εποχής του. Η είσοδος στην ΟΝΕ, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα έργα υποδομών, η συμπερίληψη της Ελλάδας στον στενό πυρήνα της ευρωπαϊκής ηγεσίας.
Είναι, αντιστοίχως, όλα καλώς καμωμένα στην εποχή του Μητσοτάκη; Και πάλι, η απάντηση είναι προφανώς όχι. Αν υποθέσουμε πως ο Σημίτης γνώριζε ότι προκειμένου να πραγματοποιήσει τους μεγάλους στόχους του θα έπρεπε να συμβιβαστεί με ορισμένες από τις ελληνικές κακοδαιμονίες, είναι πιθανό ότι κάτι αντίστοιχο έχει εμπεδώσει και ο Μητσοτάκης. Ανεξαρτήτως, πάντως, των υποθέσεων, αυτό που πλέον μοιάζει βέβαιο είναι ότι ο νυν πρωθυπουργός θα ήθελε να ενδυθεί στο μέλλον μια υστεροφημία αντίστοιχη με του Σημίτη. Ως μεταρρυθμιστής πολιτικός με παρακαταθήκη έμπρακτη, όχι απλώς θεωρητική. Πρόκειται για μια κληρονομιά του βενιζελισμού. Ακόμα και αν είναι πολλοί αυτοί που δυσαρεστήθηκαν, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στο τέλος της ημέρας είναι αν ωφελήθηκε η χώρα. Αν επετεύχθησαν οι στόχοι που ετέθησαν. Άραγε, πόσοι από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης πέτυχαν κάτι τέτοιο;
Ευλόγως θα αναρωτηθεί κανείς αν ξαφνικά ΝΔ- ΠΑΣΟΚ έγιναν φίλοι- δεν είναι πια οι αιώνιοι αντίπαλοι; Και πάλι οι απαντήσεις είναι προφανείς. Εξίσου προφανές είναι όμως το γεγονός ότι αμφότερα τα κόμματα τέμνονται οριζοντίως- και ορισμένα από τα μέρη που προκύπτουν μετά τις τομές εφάπτονται ή ακόμα και επικαλύπτονται. Το όποιο μεταρρυθμιστικό κομμάτι της Νέας Δημοκρατίας, με το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ. Κάτι, άλλωστε, που αποτυπώνεται στη σημερινή κυβέρνηση και ειδικότερα στη σύνθεση του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Ουδείς, όμως, θα μπορούσε επίσης να παραβλέψει ότι χωρίς τις κομματικές βάσεις, τις ευρείες μάζες των ψηφοφόρων ούτε ο Σημίτης, ούτε ο Μητσοτάκης θα κυβερνούσαν πλειοψηφικά. Και αν το εκκρεμές που βγάζει κυβερνήσεις είναι στο Κέντρο, εξίσου αυταπόδεικτη είναι η παραδοχή ότι η πολιτική εκτός από «τέχνη του εφικτού» είναι και η τέχνη των συμβιβασμών. Άραγε, τι πραγματικά πιστεύει ο νυν πρωθυπουργός για τη χρεοκοπία της Ελλάδας το 2010; Σε ποιον θα απέδιδε μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, στην κυβέρνηση Σημίτη ή σε αυτήν του Καραμανλή; Και διαφορετικά: Με ποιον από τους δύο έχει εκλεκτικές- πολιτικές- συγγένειες σήμερα ο Μητσοτάκης;
Δεν θα ήταν κανείς κακεντρεχής αν απέδιδε στη στάση του πρωθυπουργού και πολιτικά κίνητρα. Η ανάδειξη του Σημίτη από τον Μητσοτάκη ως ενός εκ των πλέον επιδραστικών πρωθυπουργών της Μεταπολίτευσης ασκεί αφόρητη πίεση στο σημερινό ΠΑΣΟΚ και την ηγεσία του. Προσεταιρίζεται κεντρώους ψηφοφόρους και κυρίως αναγκάζει τον Ανδρουλάκη να απαντήσει στο καίριο ερώτημα: «Μήπως τελικά είστε ο πράσινος ΣΥΡΙΖΑ;».
Κατά ειρωνεία ή σαν παιχνίδι της τύχης, ο θάνατος του Σημίτη ήρθε εν μέσω της μακράς συζήτησης για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Τώρα πια, οι πιθανότητες να εγκλωβιστεί ο Μητσοτάκης σε μια «δεξιά» πρόταση ελαχιστοποιούνται. Καθώς η συγκεκριμένη επιλογή αναπτύσσεται στο πεδίο των συμβόλων και κυρίως επειδή εκφράζει την ευρύτερη πολιτική λογική του εκάστοτε πρωθυπουργού, αν ο Μητσοτάκης δεν υποδείξει ξανά την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τότε μάλλον ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα συμβολίζει τη συμπόρευση με το εκσυγχρονιστικό κέντρο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News