Σχεδόν αμέσως μετά την άνετη επικράτησή του στην εκλογική αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τη δυνατότητα εξαγοράς της Γροιλανδίας από τη Δανία. Στη συνέχεια άρχισε να χλευάζει τον Καναδά, αποκαλώντας υποτιμητικά τον απερχόμενο Τζάστιν Τριντό «κυβερνήτη» αντί για πρωθυπουργό, και απειλώντας, αόριστα, ακόμη και με προσάρτηση της χώρας στις ΗΠΑ. Μετά έβαλε στο στόχαστρό του και τον Παναμά, συγκεκριμένα τη Διώρυγά του, απαιτώντας την επανεκχώρηση του ελέγχου της στις ΗΠΑ.
Και την Τρίτη 7 Ιανουαρίου, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που έδωσε στην έπαυλή του στο Μαρ-α-Λάγκο, λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν αναλάβει και επίσημα τα προεδρικά του καθήκοντα, ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να μετονομάσει τον Κόλπο του Μεξικού σε Κόλπο της Αμερικής!
Ερωτηθείς από έναν δημοσιογράφο εάν θα μπορούσε να καταφύγει σε στρατιωτική ή οικονομική βία στο πλαίσιο των προσπαθειών του να τεθούν η Γροιλανδία και η Διώρυγα του Παναμά υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, απάντησε πως «δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω (…) Δεν πρόκειται να δεσμευτώ επ’ αυτού. Ισως χρειαστεί να κάνουμε κάτι».
«Από τότε που κέρδισε τη δεύτερη προεδρική θητεία, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε μια περίεργη στροφή προς ένα είδος θεατρικού ή θεατρινίστικου ιμπεριαλισμού», σχολιάζει σε ανάλυσή του ο Τζόναθαν Τσέιτ του The Atlantic. «Οταν ένας αυταρχικός ηγέτης που ετοιμάζεται να ελέγξει τον πιο ισχυρό στρατό του κόσμου αρχίζει απροκάλυπτα να εκτοξεύει απειλές κατά γειτόνων, το πιο προφανές και σημαντικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι εάν σκοπεύει να περάσει από τα λόγια στις πράξεις», προσθέτει, σημειώνοντας, ωστόσο, πως «αυτή η ερώτηση, δυστυχώς, είναι δύσκολο να απαντηθεί».
Από τη μία πλευρά, ο Τραμπ είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν σχεδιάζει να αρχίσει έναν πόλεμο. «Η κατάληψη των εσχατιών της βορειοαμερικανικής ηπείρου έχει νόημα στο επιτραπέζιο παιχνίδι Risk, αλλά έχει ελάχιστη λογική σε οποιοδήποτε πραγματικό σενάριο», σημειώνει ο Τζόναθαν Τσέιτ.
Από την άλλη μεριά, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του ο Τραμπ είχε συχνά πυκνά διάφορες «τρελές» ιδέες (πρώτη φορά την επιθυμία του για εξαγορά της Γροιλανδίας την εξέφρασε το 2019). Αλλά οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί που τον περιστοίχιζαν, κατάφερναν είτε να του αποσπούν την προσοχή με άλλα ζητήματα είτε να τον αποτρέπουν από τα όποια σχέδιά του. Ετσι, όμως, ο κόσμος δεν έμαθε πότε κατά πόσο ο πρώην και επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ σοβαρολογούσε ή απλώς επιδιδόταν σε λεονταρισμούς – παραλογισμούς.
Αυτήν τη φορά, ωστόσο, αμέσως μετά την επικράτησή του στις εκλογές, ο Τραμπ βάλθηκε να εξασφαλίσει πως στη νέα του κυβέρνηση δεν θα μετέχουν πρόσωπα των οποίων ο επαγγελματισμός ή η πίστη στο Σύνταγμα θα μπορούσε να τα κάνει να «προδώσουν» την αφοσίωσή τους σε εκείνον. Οπότε, όπως προειδοποιεί ο αρθρογράφος του The Atlantic «δεν μπορούμε απλώς να υποθέσουμε ότι τα πιο απερίσκεπτα σχέδια του Τραμπ θα ξεφουσκώσουν».
Οσον αφορά τις απειλές αυτές καθαυτές –ανεξάρτητα από το αν θα τις πραγματοποιήσει τελικά– φαίνεται να πιστεύει ειλικρινά ότι οι ισχυρές χώρες έχουν το δικαίωμα να εκφοβίζουν τις πιο αδύναμες: «Ο Τραμπ επιμένει εδώ και καιρό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποσπούν φυσικούς πόρους μικρότερων χωρών και ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα πρέπει να μας πληρώνουν για προστασία τους, ωσάν εκείνοι να ήταν καταστηματάρχες και η Αμερική αρχιμαφιόζος».
Επιπλέον ο Τραμπ καταφεύγει στον εκφοβισμό γειτόνων και συμμάχων, επιδιώκοντας τρόπον τινά να ψυχαγωγεί τον βασικό πυρήνα των οπαδών του. Οι διάφορες, πολλές, ρυθμιστικές και φορολογικές «χάρες» που έχει δεσμευτεί να κάνει σε εύπορους χορηγούς και πανίσχυρους επιχειρηματίες απασχολούν ελάχιστα τους περισσότερους από τους ψηφοφόρους του. Οπότε επιλέγει να κάνει ντόρο και στη διεθνή σκηνή, ώστε να τους διασκεδάζει και να τους πωρώνει.
«Τα παιχνίδια κυριαρχίας παίζουν σημαντικό ρόλο στο πολιτικό προφίλ του Τραμπ», γράφει ο Τσέιτ. Αναφέρει ενδεικτικά το σύνθημα «Build the wall» το οποίο έριξε στην εγχώρια πολιτική σκηνή ο Τραμπ τον Ιανουάριο του 2019: το «μεγάλο, όμορφο τείχος» του –όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος– κατά μήκος των νότιων συνόρων των ΗΠΑ δεν ανεγέρθηκε ποτέ, ωστόσο οι οπαδοί του δεν του το καταλογίζουν, ακριβώς επειδή το ζήτημα δεν ήταν το τείχος αυτό καθαυτό, ως ένα φυσικό εμπόδιο, αλλά η ιδέα του τείχους ως «έκφρασης ισχύος (…) όταν ο Τραμπ απαντούσε στις επικρίσεις, λέγοντας πως “το τείχος μόλις υψώθηκε κατά δέκα πόδια” έδινε μια παράσταση κυριαρχίας. Το πραγματικό τείχος ήταν οι απειλές που εκστόμιζε», εξηγεί ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Οι πραγματικές προθέσεις του Τραμπ αποκαλύφθηκαν όταν οι Δημοκρατικοί νομοθέτες προσφέρθηκαν να εγκρίνουν τη χρηματοδότηση του έργου με αντάλλαγμα ορισμένες τροποποιήσεις της μεταναστευτικής πολιτικής. Ομως το ενδιαφέρον του Τραμπ για το τείχος είχε εξασθενίσει, κυρίως επειδή οι Δημοκρατικοί ήταν διατεθειμένοι να συνεργαστούν μαζί του, γεγονός που του στερούσε τη δυνατότητα να συνεχίσει να παρεκτρέπεται.
Οι πρόσφατες απειλές του Τραμπ θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να σημαίνουν πως οι προθέσεις του είναι και αυτήν τη φορά περισσότερο συμβολικές: το σκεπτικό για μια διεθνή διευθέτηση, για κάποιου είδους συμφωνία με τη Γροιλανδία σίγουρα δεν είναι παράλογο αυτό καθαυτό: «Αλλά υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο Τραμπ ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε είδος πρακτικής συμφωνίας. Θέλει να απειλεί συμμάχους. Δεν στέλνεις τον Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, του οποίου η επαγγελματική εξειδίκευση […] έγκειται στο να δημιουργεί έσοδα εκμεταλλευόμενός την επωνυμία Τραμπ, για να προωθήσει μια πραγματική διπλωματική ή στρατιωτική στρατηγική. Στέλνεις τον Ντον Τζούνιορ για να διασκεδάσεις τη βάση. Εν τω μεταξύ, η μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού δεν σχετίζεται καν με κάποιον οικονομικό ή εδαφικό στόχο. Είναι μια καθαρή συμβολική ανοησία», εξηγεί ο Τσέιτ.
Το ενδεχόμενο ο «θεατρικός ιμπεριαλισμός» του Ντόναλντ Τραμπ να οδηγήσει σε πραγματικό πόλεμο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σύμφωνα, όμως, με τον αναλυτή του The Atlantic, «το πιθανότερο είναι ότι θα εξοργίσει τους συμμάχους και θα ωθήσει τους ψηφοφόρους σε αυτές τις χώρες να αναδείξουν τους δικούς τους εθνικιστές ηγέτες οι οποίοι θα εναντιωθούν στις ΗΠΑ αντί να συνεργαστούν μαζί τους».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News