Oταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος στήριξε τον Βενιζέλο
Oταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος στήριξε τον Βενιζέλο
Από τους έξι βασιλείς της δυναστείας των Γκλύξμπουργκ που βασίλεψαν στη χώρα μας, σίγουρα ο λιγότερο γνωστός είναι ο Αλέξανδρος. Ο βασιλιάς που πέθανε από δάγκωμα μαϊμούς έχει εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη για τον λάθος λόγο: τον αδόκητο θάνατό του. Και όμως, ο Αλέξανδρος κατάφερε μέσα σε μόλις έξι μήνες όσα δεν κατάφερε ποτέ ο τυλιγμένος με την αίγλη του στρατηλάτη και λατρεμένος από τον ελληνικό λαό πατέρας του: να γίνει ένας σωστός συνταγματικός βασιλιάς.
Ως δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Α’, ο Αλέξανδρος δεν προοριζόταν να ανέβει στον θρόνο. Στα τέλη Μαΐου του 1917, όμως, κλήθηκε να κάνει ακριβώς αυτό, και μάλιστα σε μια από τι χειρότερες περιόδους της ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Ο 24χρονος Αλέξανδρος ανέλαβε τα καθήκοντά του όταν ο πατέρας του αναγκάστηκε από τις δυνάμεις της Αντάντ – κυρίως από τους Γάλλους– να φύγει από τη χώρα, μαζί με τον διάδοχο Γεώργιο και την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια. Ο εντελώς απροετοίμαστος Αλέξανδρος έμεινε πίσω μόνος, και μάλιστα με νέο πρωθυπουργό της χώρας τον μισητό αντίπαλο του πατέρα του, τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Η πρώτη συνάντηση Βενιζέλου και Αλέξανδρου έγινε τον Ιούνιο του 1917, λίγες μέρες μετά την ανάρρηση του τελευταίου στο θρόνο και την ορκωμοσία της κυβέρνησης. Το κλίμα που επικρατούσε ανάμεσά στους δύο άνδρες ήταν ξεκάθαρα εχθρικό. Να πώς διηγήθηκε ο ίδιος ο Αλέξανδρος αυτή τη συνάντηση στον καλύτερό του φίλο και μετέπειτα βιογράφο του, Χρήστο Ζαλοκώστα:
«Ηρθε κρύος, τυπικός. Καθώς δεν του ‘δωσα κατά την ορκωμοσία το χέρι, φάνηκε σαν να μην το περίμενε ούτε και σήμερα. Χαιρετηθήκαμε με το κεφάλι. Του έδειξα μια καρέκλα μακριά μου, όπου και κάθισε. Οταν του είπα ότι είμαι έτοιμος να τον ακούσω, άρχισε να μιλάει με κακία:
“Θα κάμετε τούτο, θα κάμετε το άλλο, ή δεν θα κάμετε αυτό, δεν θα κάμετε εκείνο”.
Δοκίμασα να συζητήσω μερικές απόψεις του, μα με διέκοψε:
“Εγώ θα κανονίζω τα πάντα, Μεγαλειότατε. Σεις είσθε ανεύθυνος. Δε θα έρχονται οι υπουργοί μου να συζητούν μαζί σας, αφού δεν έχετε ευθύνη. Θα σας στέλνει καθένας τους τα διατάγματα που ετοιμάζει, και σεις θα τα υπογράφετε. Αν ποτέ τύχει, όπως δεν εύχομαι, να ‘χετε αντιρρήσεις, θα φωνάζετε εμένα, όχι τους υπουργούς, να τις εξετάζω μαζί σας. Εννοείται ότι δεν υπάρχει λόγος να με φέρνετε στο παλάτι για ασήμαντα ζητήματα. Το σύστημα αυτό συνεργασίας είναι όχι μόνο κατάλληλο για τις περιστάσεις που περνάμε, αλλ’ είναι γενικώς το καλύτερο. Ετσι κάνουν στην Αγγλία”.
Υστερα, ο Βενιζέλος πλησίασε το κάθισμά του κοντύτερα και μου έδωσε μάθημα για τον αγγλικό κοινοβουλευτισμό και τη συνταγματική βασιλεία. Με μεταχειρίστηκε σαν μαθητούδι. Πίσω από τα γυαλιά, τα μάτια του έδειχναν έχθρητα. Τι να κάμω; Αυτός έχει τη δύναμη, εγώ δεν έχω τίποτα».
Η συνάντηση συνεχίστηκε σε αυτό το τεταμένο κλίμα. Στη συνέχεια της αφήγησής του ο Αλέξανδρος περιγράφει την αντίδραση του Βενιζέλου όταν αρνήθηκε να υπογράψει κάποιες επιστολές που του επέδωσε :
«“Βλέπω”, μου είπε, “πώς προτιμάτε τον ρόλο του πράκτορος του Κωνσταντίνου. Εχετε μήπως μυστική συμφωνία μαζί του;” Του απάντησα δυνατά όχι, μέσα μου όμως έλεγα “Ναι, ναι! Υπακούω στον Πατέρα. Πώς αλλιώς φαντάζεσαι του λόγου σου ότι πρέπει να φερθεί ένας γιος;”».
Ετσι ξεκίνησε, λοιπόν, η σχέση τους. Oι κωνσταντινικοί επιχείρησαν να προκαλέσουν συνταγματική κρίση χρησιμοποιώντας τον Αλέξανδρο. Σε μια μυστική συνάντηση που είχαν το 1918 ο νεαρός βασιλιάς με τον Νικόλαο Στράτο, έναν από τους Εξι που θα εκτελούνταν τέσσερα χρόνια αργότερα ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο Στράτος επιχείρησε να ωθήσει τον Αλέξανδρο να συγκρουστεί ευθέως με τον Βενιζέλο.
Ο Αλέξανδρος δίστασε λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εμφύλιο. Στη διευκρίνιση του Στράτου ότι δεν θα έφταναν τα πράγματα μέχρι εκεί, αφού θα αρκούσε να απειλήσει τον Βενιζέλο, ο Αλέξανδρος αποκρίθηκε: «Αμφιβάλλω. Ξέρετε τι μου είπε μια μέρα που μαλώσαμε; “Εγώ δεν φοβήθηκα”, μου είπε, “τον Βασιλέα Κωνσταντίνο με την τόση δημοτικότητα και θα φοβηθώ εσάς;” Δεν θέλω, κύριε Στράτο, να αναλάβω την ευθύνη να διαιρέσω το στράτευμα την ώρα που πολεμάμε. Θα κινδυνεύσει ο τόπος».
O Αλέξανδρος, λοιπόν, κόντρα σε όσα τον συμβούλευαν αντιβενιζελικοί αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του, που του έγραφαν να κρατήσει την Ελλάδα πάση θυσία εκτός του πολέμου, είχε πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του και αντιλαμβανόταν ότι, αν έκανε αυτό που του ζητούσαν, θα κινδύνευε η Ελλάδα. Και αυτό δεν το διακινδύνευε. Αντίθετα, ο πατέρας του δεν σκέφτηκε ποτέ με τον τρόπο που σκεφτόταν ο Αλέξανδρος.
Το σημείο καμπής στη σχέση Βενιζέλου-Αλέξανδρου είχε έρθει λίγες μόλις εβδομάδες πριν τη συνάντηση με τον Στράτο. Στις 19 Ιανουαρίου 1918 ξέσπασε η λεγόμενη Στάση της Λαμίας, όταν το 2ο Σύνταγμα Πεζικού στασίασε εναντίον της κυβέρνησης μόλις κηρύχθηκε μερική επιστράτευση και πρόβαλε ξεκάθαρα ο κίνδυνος να σταλούν στο μέτωπο.
Ο Βενιζέλος πήγε ξημερώματα στα Ανάκτορα και ζήτησε να ξυπνήσουν επειγόντως τον Αλέξανδρο. Του ανακοίνωσε τα γεγονότα και του είπε ξεκάθαρα: «Εχω την απαίτηση, Μεγαλειότατε, να μου απαντήσετε εάν είστε μαζί μου ή με τους επαναστατημένους βασιλικούς».
«Συμφωνώ μαζί σας ότι τον πόλεμο, αφού τον αρχίσαμε, πρέπει να τον συνεχίσουμε με όλα τα μέσα. Είμαι διατεθειμένος να βοηθήσω την προσπάθειά σας. Θα πάω στο μέτωπο και στις επαρχίες».
Με αυτή του την επιλογή ο Αλέξανδρος έθεσε έμπρακτα το καλό της Ελλάδας πάνω από τα μίση και τα πάθη του Διχασμού, τη σήκωσε ψηλότερα.
Οταν έφτασε στη Λαμία, λίγες μέρες αργότερα, ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε τους άνδρες του 2ου Συντάγματος Πεζικού και της 2ης Μοίρας Πυροβολικού και τους είπε:
«Αξιωματικοί και οπλίται,
Είμαι βαθύτατα τεθλιμμένος από το τελευταίον στασιαστικόν κίνημα, το οποίον υπήρξε απολύτως ολέθριον και εις το οποίον φαίνεται ότι δυστυχώς έλαβον μέρος και τίνες αξιωματικοί. Συνιστώ εις πάντας υμάς να αφοσιωθείτε εις το παρόν καθεστώς, το οποίον έχετε υποχρέωσιν ν’ αναγνωρίσετε δεδομένου ότι Εγώ ο Βασιλεύς σας και αρχηγός του Στρατού το έχω αναγνωρίσει. Η Ελλάς, η Πατρίς σας, οφείλει να εκτελέσει το καθήκον της και να βοηθήσει τας Προστάτιδας Δυνάμεις εν τω μεγάλω αγώνι των και να πολεμήσει μετ’ αυτών δια τον μέγαν τελικόν σκοπόν. Προδότης δεν είναι μόνον εκείνος ο οποίος παρεμβάλλει προσκόμματα εις τον αγώνα αυτόν αλλά προδότης είναι επίσης και όστις απλώς συλλαμβάνει την ιδέαν να στασιάσει. Οφείλετε πάντες να υποταχθείτε εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, ήτις απολαύει της απολύτου Μου εμπιστοσύνης. Ζήτω το Εθνος».
Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος, ο βασιλιάς που βενιζελικοί και κωνσταντινικοί κάνουν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Οι μεν επειδή δεν έπαυε να είναι γιος του Κωνσταντίνου, οπότε τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Οι δε επειδή είχε υποστηρίξει τον μισητό τους Βενιζέλο. Οταν ήρθαν οι νίκες του στρατού μας στη Μακεδονία εναντίον των Γερμανοβουλγάρων, τον Σεπτέμβριο του 1918, ο Αλέξανδρος αναγνώρισε με ανακούφιση ότι η πολιτική που υποστήριζε εξαρχής ο πρωθυπουργός αποδεικνυόταν σωστή.
Ενδεικτικό του πόσο ανοιχτό μυαλό είχε ο Αλέξανδρος είναι το γεγονός ότι στις 25 Σεπτεμβρίου 1918, που ο Βενιζέλος γύρισε από το μέτωπο, ο νεαρός βασιλιάς τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου, ως αναγνώριση των υπηρεσιών που πρόσφερε στην πατρίδα.
Βαθειά υπόκλιση σε ένα πλάσμα που υπήρξε κάτι εξαιρετικά σπάνιο: ένας πραγματικά σπουδαίος βασιλιάς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Oταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος στήριξε τον Βενιζέλο
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.