Οταν ο Βίκτορ Ουγκό άκουσε, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, τον Ριγκολέτο, την όπερα του Βέρντι που γράφτηκε προσαρμόζοντας το έργο του «Ο βασιλιάς διασκεδάζει», είπε ενθουσιασμένος (για το περίφημο κουαρτέτο): «Ας μπορούσα κι εγώ να κάνω να μιλούν μαζί τέσσερα πρόσωπα, έτσι ώστε το κοινό να καταλαβαίνει τα αισθήματά τους!». Σε ένα άλλο επίπεδο υπάρχουν κάποια έργα με διττή φύση, συνδυάζοντας λογοτεχνία και κοινωνικοπολιτική ανάλυση.
Η ανάδειξη αυτού του διπλού στοιχείου αποτέλεσε το κεντρικό θέμα της παρουσίασης του νεοεκδοθέντος μυθιστορήματος «Εγκελαντ» της Αννας Αθανασιάδου που έκαναν την Κυριακή 15 Δεκεμβρίου ο ομότιμος καθηγητής της Σχολής Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ Νίκος Μαρκάτος και η επίσης ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ στην ίδια σχολή, Τώνια Μοροπούλου.
Κατά τον Νίκο Μαρκάτο λοιπόν, το μυθιστόρημα «Εγκελαντ» της Αννας Αθανασιάδου αποτελεί ένα φιλόδοξο έργο δυστοπικής φαντασίας αποτελώντας μια σύνθετη, πολυεπίπεδη αφήγηση που παντρεύει τη λογοτεχνία του φανταστικού με στοιχεία κοινωνικής, πολιτικής και φιλοσοφικής ανάλυσης. Με όχημα έναν δυστοπικό κόσμο όπου η τεχνολογία και η βιοπολιτική αναδεικνύονται σε κεντρικούς θεματικούς άξονες, το έργο εκτείνεται πέρα από τη συμβατική επιστημονική φαντασία, υφαίνοντας ένα καλλιτεχνικό σύμπαν που διερευνά τον αντίκτυπο της τεχνολογίας, της μουσικής και της εξουσίας στην ανθρώπινη φύση.
Βασικά στοιχεία της πλοκής του έργου
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την πολιτική, κοινωνική και βιοτεχνολογική σύνθεση της φανταστικής χώρας Εγκελαντ, η οποία καταλαμβάνει τη θέση της σύγχρονης Ελλάδας σε ένα μέλλον όπου οι συνέπειες φυσικών καταστροφών και τεχνολογικών εξελίξεων έχουν διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα.
Η Εγκελαντ βρέθηκε στη θέση της τωρινής Ελλάδας ύστερα από έναν απόλυτα καταστροφικό σεισμό. Οι δύο κομβικές πόλεις της, η Αστυνόα –πόλη των απέθαντων– και τα Εξάστια πόλη των θνητών –, όπως είπαμε, χωρίζονται από ένα θαλάσσιο ρήγμα με μαύρα νερά, ενώ συνδέονται με μια αυστηρά ελεγχόμενη γέφυρα. Η αιωρούμενη στον ουρανό σφαίρα της Ευτέρπης – και βιομουσική Τράπεζα εκτελεί ακατάπαυστα την Αστυνοϊκή βιοσυμφωνία για τέσσερα φωτοχρωμομέρη, με τέσσερις Εναρμονίσεις: Μπλε, κίτρινη, κόκκινη και μαύρη. Μέσα από την αδιάλειπτη μουσική επηρεάζει τις διαθέσεις των εξευγενισμένων κατοίκων της Αστυνόα.
Στη χώρα το βιομοναρχικό καθεστώς συνδυάζει μεσαιωνικά χαρακτηριστικά με εξελιγμένη τεχνολογία. Η κοινωνία διαιρείται σε τέσσερις κάστες: θνητούς, νεοευγενείς – δηλαδή αναβαθμισμένους θνητούς, ρομποτ/τεχνόβιους και τους απέθαντους τεχνοβρικόλακες Λεόαυρους. Ειδικά οι θνητοί, που υπογράφουν συμβόλαιο αφοσίωσης στη δυναστεία και σε έναν από τους τρεις Ομίλους, υποχρεώνονται να πηδούν από την Εξέδρα Εξόδου στο ρήγμα, όταν κλείνουν τα 40, αν δεν έχουν επιλεχθεί ως εξαιρετικά δημιουργικά όντα, κατάλληλα για Εξευγενισμό.
Πίσω από αλλόκοτα πλάσματα που λειτουργούν σε κάθε επίπεδο της καθημερινότητας ως (εφιαλτικά) μυθικά όντα, καμουφλάρεται η εξελιγμένη αλλά και ελεγχόμενη τεχνολογία, η οποία συνδυάζει την έμβια και ανόργανη Τεχνητή Νοημοσύνη. Μέσω αυτών και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λεοσαυρικής δυναστείας, η Εγκελαντ λειτουργεί ως βιοθεατρική πολιτική σκηνή. Επίσης κυρίαρχο ρόλο παίζουν και οι τρεις επιχειρηματικοί Ομιλοι, που ανήκουν στους τρεις βαρόνους – Αρχόβιο, Λυκόφιλο και Αντιλέοντα– μέλη της ίδια δυναστείας.
Υφος και θέματα του έργου
Το έργο χαρακτηρίζεται από έναν «ρεαλισμό του απίθανου», καθώς αποδίδει έναν τεχνολογικά και βιολογικά πολυεπίπεδο κόσμο με φυσικότητα και λεπτομέρεια. Οι περιγραφές, οι επινοημένες λέξεις και οι πολιτιστικές αναφορές (π.χ. Σαίξπηρ) πλουτίζουν το κείμενο, ενώ η θεατρικότητα των διαλόγων ενισχύει τη βιοθεατρική διάσταση της πλοκής.
Το «Εγκελαντ» εξετάζει ζητήματα όπως:
- Η βιοπολιτική εξουσία και η τεχνολογική κυριαρχία.
- Οι κοινωνικές διακρίσεις και οι ηθικές συνέπειες της τεχνολογίας.
- Η αντιπαράθεση οργανικής και ανόργανης ζωής.
- Ο ρόλος της μουσικής και της τέχνης ως εργαλεία εξουσίας.
Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα πολυεπίπεδο έργο που προκαλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί το μέλλον της ανθρωπότητας μέσα από μια δυστοπική και αισθητικά προκλητική οπτική.
Η αρχιτεκτονική της διαιρεμένης πόλης
Η Αστυνόα και τα Εξάστια συμβολίζουν την απόλυτη κοινωνική και υπαρξιακή διάσπαση. Οι πλούσιες περιγραφές της Αθανασιάδου δίνουν στην Αστυνόα μια σχεδόν παραδεισένια υφή, με τους αυγόμορφους οίκους, τους κήπους και τη βιομουσική συμφωνία που καθορίζει τις διαθέσεις των κατοίκων. Από την άλλη, τα Εξάστια σκιαγραφούνται μέσα από εικόνες σήψης, ένδειας και θανάτου. Το θαλάσσιο ρήγμα που τα χωρίζει γίνεται μεταφορά για την αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα σε θνητούς και απέθαντους, φυσικούς και τεχνολογικούς κόσμους.
Η επιλογή να πλαισιωθεί η διαιρεμένη πόλη με στοιχεία από τη βυθισμένη και υπέργεια Ακρόπολη δημιουργεί έναν πολυδιάστατο διάλογο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, φυσικού και τεχνητού. Οι επαναλαμβανόμενες εικόνες της διδυμότητας) εντείνουν την αίσθηση της αντίφασης που χαρακτηρίζει αυτόν τον κόσμο.
Η γλώσσα και οι συμβολισμοί
Η γλώσσα του έργου χαρακτηρίζεται από τον πλούτο και την ακρίβεια στην κατασκευή εικόνων, με πρωτότυπες λέξεις που αντανακλούν την υβριδική φύση του κόσμου της Εγκελαντ. Ο «ρεαλισμός του απίθανου» που διατρέχει το ύφος της Αθανασιάδου προσφέρει στον αναγνώστη έναν κόσμο αναγνωρίσιμο, αλλά ταυτόχρονα απόκοσμο. Η χρήση της μουσικής, τόσο ως αφηγηματικού μοτίβου (με την Ευτέρπη και τη μουσική συμφωνία) όσο και ως εργαλείου χειραγώγησης, τονίζει την έννοια της αρμονίας και της διάσπασης.
Η διπλή κωδικοποίηση του έργου –με απτές φιλοσοφικές και πολιτικές αναφορές για τον μυημένο αναγνώστη, αλλά και μια συναρπαστική ιστορία που μπορεί να εκτιμήσει και ο μη εξοικειωμένος– αναδεικνύει το λογοτεχνικό του βάθος.
Η επιβολή της τεχνολογίας σε μια πόλη χωρίς μνήμη
Αντίστοιχα, η Τώνια Μοροπούλου έδωσε έμφαση στον κόσμο χωρίς μνήμη τον οποίο στήνει στο βιβλίο της η Αννα Αθανασιάδου. Σύμφωνα με την εισηγήτρια, λοιπόν, η ιδέα στο Εγκελαντ, ότι ύστερα από μια μεγάλη οικολογική καταστροφή που έρχεται από έναν σεισμό, η Ελλάδα μένει πίσω και μαζί καταστρέφονται και τα κτίρια που θα μπορούσαν να φέρουν μνήμες στους θνητούς αυτής της χώρας, είναι μια πρωτοφανής και ακραία επινόηση της Αννας Αθανασιάδου: για να μπορεί να υπάρχει στο επέκεινα, σε έναν νέο Μεσαίωνα όπου η τεχνολογία γίνεται όργανο επιβολής μιας πολιτικής, κοινωνικής αλλά ακόμη και αισθητικής εξουσίας, όπως αυτό εκφράζεται με τη χειραγώγηση ακόμα και της μουσικής, βλέπουμε ότι καταργείται η μνήμη.
Το επέκεινα λοιπόν του μεσαιωνικού σκοταδισμού, που χαρακτηρίζει την υπερβολική χρήση της τεχνολογίας, συνδέεται με την ακύρωση της μνήμης. Η τεχνολογία, η Αrtificial Ιntelligence, η Τεχνητή Νοημοσύνη, έτσι όπως την επινοεί και την αναπτύσσει η Αννα Αθανασιάδου, περνάει από τη φάση της επιτήρησης του ανθρώπου όπου στην ουσία μεταφέρει στη ζωή τις οδηγίες εκείνων που τη χρησιμοποιούν, σε ένα σύστημα που μπορεί από μόνο του να αναπαράγεται, και να αναπαράγει πολιτικές, κοινωνικές και αισθητικές εξουσίες.
Αυτή ακριβώς η υπερβολή, που αποκτά και μία νομοτέλεια, συνδέεται με τη μεγάλη πρόκληση της εποχής μας: το πώς θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία της Τεχνητής Νοημοσύνης. Πώς θα μπορούμε να τα κάνουμε να ανταποκρίνονται σε εκείνες τις οδηγίες και προδιαγραφές που συνδέονται με την πρόοδο της ανθρωπότητας, μια λέξη πολύ παρεξηγημένη. Πρόοδος χωρίς απελευθέρωση του νου αλλά και του υποσυνείδητου δεν υπάρχει.
Αυτή είναι και η μοναδική ελπίδα που ανθίζει στο τέλος, στο επίμαχο τέλος, όταν η Διονυσία –η Διονυσία, το μόνο επικούρειο όνομα έξω από αυτό το τεχνομεσαιωνικό δημιούργημα– ετοιμάζεται να πηδήσει από τη γέφυρα στα μαύρα νερά σε μια κίνηση εξόδου από τον εφιάλτη που καθορίζει ακόμη και τις μνήμες της. Αυτή λοιπόν είναι η ελπίδα. Είναι η ελπίδα μετά τον ρεαλισμό της φαντασίας, του υπερρεαλισμού της πραγματικότητας, δηλαδή είναι η αναφορά και η επίκληση στο υποσυνείδητο που οδηγεί στην απελευθέρωση.
Εκεί αρχίζει και ένας διάλογος. Σε αυτόν τον διάλογο καλούμαστε σήμερα να διατυπώσουμε εκείνα τα ερωτήματα, εκείνες τις θέσεις, τον τρόπο με τον οποίο εμείς προσλαμβάνουμε αυτό το φοβερό βιβλίο. Κι εγώ έχω να πω, κλείνοντας, ότι εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που η Αννα Αθανασιάδου, γράφοντας λογοτεχνία, μπόρεσε να αποδώσει με τόσο στιβαρό τρόπο τους μηχανισμούς ενός συστήματος, ενός αδήριτου συστήματος, αλλά να αποδώσει ταυτόχρονα και την απελπισία που γεννά αυτό το σύστημα. Γι’ αυτό θα μείνω στην έξοδο και ελπίζω στο επόμενο βιβλίο τα σπαράγματα του υπερρεαλισμού να οδηγήσουν στην απελευθέρωση.
Η παρουσίαση του «Εγκελαντ» πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ επιστημονικής φαντασίας των εκδόσεων «Συμπαντικές Διαδρομές» στις 15 Δεκεμβρίου 2024.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News