Η ιστορία είναι καλή, έχει «πόλεμο» ΗΠΑ-Κίνας σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όμως δεν είναι καινούργια (όπως, άλλωστε, μπαγιάτεψαν πια και οι κωμωδίες κατασκοπείας του γερο-αίλουρου Τζάκι Τσαν). Ωστόσο υπήρξε όντως μια φρέσκια εξέλιξη: το κεντρικό πρόσωπο του θέματός μας παραδέχθηκε στο FBI ότι εργαζόταν ως κινέζος κατάσκοπος. Το νερό μπήκε στο αυλάκι και ο πράκτορας θα δικαστεί. Πάντως δεν έκλεβε αμερικανικά μυστικά. Απλώς… διηύθυνε γραφείο πληροφοριών για λογαριασμό της κινεζικής κυβέρνησης, το οποίο «παρακολουθούσε δημοκράτες που μετανάστευσαν στην Αμερική».
Ατυχέστατα, η εποχικότητα μάλλον τορπιλίζει τη δεδομένη σοβαρότητα του θέματος, διότι το κάνει να ακούγεται σαν χριστουγεννιάτικο παραμύθι με δράκο, αλλά και με αίσιο τέλος: οι κακοί ξένοι προσπάθησαν να εισβάλουν στα πολυτελή αμερικανικά σπίτια των προαστίων για να ρημάξουν τα ασημικά, ωστόσο έχασαν τη μάχη από ένα πιτσιρίκι-Σούπερμαν. (Συν ότι ο «σινοφάγος» Τραμπ ορκίζεται πρόεδρος αμέσως μετά τις γιορτές.) Αλλά δεν είναι έτσι. Εδώ υπάρχουν πειστήρια. Ακόμη και το επώνυμο του σινοαμερικανού δράστη παραπέμπει στον «νέο μεγάλο τιμονιέρη»: τον λένε Τσεν Τζινπίνγκ!
Το γραφείο του ο μικρός Τζινπίνγκ το είχε ανοίξει στο Μανχάταν κατ’ εντολήν του μεγάλου Τζινπίνγκ, στη φημισμένη από το Χόλιγουντ συνοικία Τσαϊνατάουν και ακριβώς πάνω από ένα μαγέρικο που τάιζε νουντλς τους πεινασμένους περαστικούς. Οι Αμερικανοί λένε ότι είχε συνεργό κάποιον άλλον σινοαμερικανό, τον Λου Τζιανγουάνγκ, και ότι από κοινού έστελναν στο κινεζικό υπουργείο Δημοσίας Τάξης τα σχετικά ραπόρτα για τους «δημοκράτες» συμπατριώτες τους. Το πατάρι των κατασκόπων έκλεισε το φθινόπωρο του 2022, όταν το FBI ξεκίνησε έρευνα.
Η ιστορία σήμερα έχει ως εξής – πέρα από την παραδοχή του εγκλήματος από πλευράς Τσεν Τζινπίνγκ: παράγοντες της Γενικής Εισαγγελίας των ΗΠΑ διαβεβαιώνουν άπαντες ότι το γραφείο ήταν μέρος παγκοσμίου δικτύου που περιλαμβάνει τουλάχιστον 100 τέτοια «μαγαζιά» κατασκοπείας σε 53 χώρες, επιφορτισμένα με την παρακολούθηση της κινεζικής διασποράς. Η επίσημη Κίνα, βέβαια, έχει διαψεύσει αυτές τις καταγγελίες: η θέση της είναι ότι δεν πρόκειται για «αστυνομικά τμήματα», αλλά για «σταθμούς εξυπηρέτησης» που παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες στους κινέζους εμιγκρέδες.
Από την άλλη, οι αμερικανοί υπάλληλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI θεωρούν ότι η δράση του Τζινπίνγκ στο Μανχάταν συνιστά «ξεκάθαρη προσβολή για την κυριαρχία των ΗΠΑ και κίνδυνο που δεν μπορεί να γίνει ανεκτός». Αλλα πειστήρια, όμως, δεν έχουν στα χέρια τους οι σερίφηδες, διότι οι δύο μαγαζάτορες κατέστρεψαν τα γραπτά μηνύματα που είχαν ανταλλάξει με το αφεντικό τους στο κινεζικό υπουργείο. Η ομολογία του Τζινπίνγκ έγινε την περασμένη Τετάρτη. Θα δικαστεί το 2025 και μάλλον θα καταδικαστεί σε πέντε ετών φυλάκιση.
Το BBC και τα υπόλοιπα Δυτικά media που μετέδωσαν τα καθέκαστα, όπως η Corriere della Sera, θύμισαν ότι «τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Λίντα Σαν, συνεργάτις του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, κατηγορήθηκε πως χρησιμοποίησε τη θέση της για να εξυπηρετήσει κινεζικά κυβερνητικά συμφέροντα», ότι «πέρυσι 34 κινέζοι αξιωματικοί του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως κατηγορήθηκαν για χρήση ψεύτικων λογαριασμών στα social media, για παρενόχληση αντιφρονούντων στις ΗΠΑ και για διάδοση της κινεζικής προπαγάνδας», καθώς και ότι «το ίδιο κάνει και το Κρεμλίνο, ελέγχοντας τους ρώσους πολίτες στο εξωτερικό, κάτι που εξηγεί τη σιωπή τους»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News