Στο νουάρ «Η Λεωφόρος της Δύσης» (1950) του Μπίλι Γουάιλντερ, ο Μαξ φον Μάγερλινγκ (Εριχ φον Στρόχαϊμ), μπάτλερ της Νόρμα Ντέσμοντ (Γκλόρια Σουάνσον), μιας πρώην σταρ του βωβού κινηματογράφου, ακούγεται να λέει ότι «Η μαντάμ είναι η μεγαλύτερη σταρ από όλες».
Τα λόγια αυτά ωστόσο θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να ειπωθούν από τον Φερούτσιο Μετζάντρι, μπάτλερ επί 20 χρόνια της Μαρίας Κάλλας, η οποία, αφότου αποσύρθηκε από τη σκηνή της όπερας, έζησε απομονωμένη στο Παρίσι μαζί του, γράφει στον Guardian, ο Ντέιβιντ Σμιθ, επικεφαλής του γραφείου της βρετανικής εφημερίδας στην Ουάσινγκτον, με αφορμή την βιογραφική ταινία «Μαρία», που είναι ήδη διαθέσιμη στo Netflix στις ΗΠΑ
Ο Μετζάντρι παρέμεινε αφοσιωμένος και έμπιστος υπηρέτης της ντίβας μέχρι το τέλος, και όχι μόνο. Σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατο της Κάλλας, δεν μίλησε ποτέ άσχημα για εκείνη, ούτε αποκάλυψε τα μυστικά της. Ζει μια ήσυχη ζωή στην Ιταλία σε ένα σπίτι γεμάτο αναμνηστικά, που μοιάζει με ιερό για την αείμνηστη σοπράνο. Αλλά τώρα, στα 93 του, βρίσκεται απροσδόκητα και πάλι στο προσκήνιο.
Ο Μετζάντρι μοιράστηκε τις αναμνήσεις του από την Κάλλας με τον βρετανό σεναριογράφο Στίβεν Νάιτ για τη «Μαρία», μια βιογραφική ταινία του Netflix, που εξερευνά τις τελευταίες ημέρες της Κάλλας στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο του 1977, καθώς εκείνη αναλογίζεται το παρελθόν της και προσπαθεί να ανακτήσει τη φωνή της. Και απεικονίζει τον μοναδικό δεσμό της Κάλλας και του Μετζάντρι, ο οποίος σε μια σκηνή επιτίθεται σε έναν δημοσιογράφο, στην προσπάθειά του να την υπερασπιστεί.
Σε μια άλλη σκηνή, η Αντζελίνα Τζολί, η οποία υποδύεται την Κάλλας, λέει: «Οταν γράψω την αυτοβιογραφία μου, θα της δώσω τον τίτλο “Η μέρα που ο Φερούτσιο μού έσωσε τη ζωή”». Ο Μετζάντρι (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο) ρωτά: «Και ποια ημέρα ήταν αυτή, μαντάμ;» Η Κάλλας απαντά: «Κάθε μέρα. Γι’ αυτό σας μισώ. Πέφτω σε ένα ποτάμι και εσείς πάντα με “ψαρεύετε”». Ο Μετζάντρι απαντά γλυκά: «Μάλιστα, μαντάμ». Και τότε η Κάλλας ζητάει: «Κλείστε μου ένα τραπέζι στο καφέ στο οποίο οι σερβιτόροι ξέρουν ποια είμαι. Εχω όρεξη για θαυμασμό».
Το «Μαρία» είναι το τρίτο μέρος μιας ανεπίσημης τριλογίας που περιλαμβάνει τα προηγούμενα έργα του χιλιανού σκηνοθέτη Πάμπλο Λαρέν, «Jackie» (2016), για τις τραγικές στιγμές της Ζακλίν Κένεντι, που ακολούθησαν μετά τη δολοφονία του συζύγου της Τζον Κένεντι το 1963, και «Spencer» (2021), που εστιάζει στην πριγκίπισσα Νταϊάνα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε ένα από τα εξοχικά κτήματα της βασίλισσας Ελισάβετ. Αλλά ενώ αυτές οι γυναίκες αναδείχθηκαν μέσω του γάμου τους, η Κάλλας, η απόλυτη ντίβα –λέξη που σημαίνει «θεά» στα ιταλικά– συχνά ήταν μόνη της, παρατηρεί ο Ντέιβιντ Σμιθ στον Guardian.
Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από έλληνες μετανάστες γονείς το 1923. Στα 13 της και αφότου οι γονείς της χώρισαν, η Μαρία μετακόμισε στην Αθήνα με τη μητέρα και την αδελφή της, και γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο, όπου έλαβε αυστηρή φωνητική εκπαίδευση στην ιταλική παράδοση του «bel canto». Και σε ηλικία 17 ετών άρχισε να εμφανίζεται επαγγελματικά στη Λυρική Σκηνή.
Η καριέρα της Κάλλας άνθησε στην Ιταλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η φήμη της, δε, στο διεθνές οπερατικό στερέωμα ξεκίνησε το 1947 με την «Τζοκόντα» του Πονκιέλι, σε μια παράσταση της οποίας στη Βερόνα, γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο, ιταλό βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, και τον παντρεύτηκε το 1949. Και εδραιώθηκε με παραστάσεις στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης.
Γνωστή στους θαυμαστές της ως «La Divina» (η Θεία), η Κάλλας έγινε διάσημη για τη φωνητική της ευκινησία, την ικανότητά της να μεταφέρει ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων και την προσήλωσή της στον δραματικό ρεαλισμό. Υπήρξε η πρωτοπόρος υψίφωνος που κατέρριψε τα εμπόδια για τις γυναίκες στην όπερα, διεκδικώντας ίσες αμοιβές και αμφισβητώντας το status quo. Ηταν επίσης μια έντονα ανεξάρτητη και συχνά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, γνωστή για τις εκρήξεις της και τα απαιτητικά της πρότυπα. «Θα είμαι πάντα τόσο δύσκολη όσο χρειάζεται για να πετύχω το καλύτερο», είχε δηλώσει.
Αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισε να αντιμετωπίζει φωνητικές δυσκολίες, που οδηγούσαν σε ακυρώσεις παραστάσεων. Στην ταινία, η Μαρία Κάλλας επιπλήττει έναν θαυμαστή που τόλμησε να την αμφισβητήσει λέγοντας ότι προσποιήθηκε ασθένεια. Οι θεωρίες σχετικά με την αιτία της παρακμής της, γράφει ο Guardian, κυμαίνονταν από την υπερκόπωση μέχρι τη δραστική απώλεια βάρους. Τα ιατρικά στοιχεία δείχνουν, δε, ότι μπορεί να έπασχε από δερματομυοσίτιδα, ένα αυτοάνοσο που μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των μυών, συμπεριλαμβανομένων των φωνητικών χορδών.
Σε σημειώσεις από την παραγωγή, που έδωσε στη δημοσιότητα το Netflix, ο σεναριογράφος Στίβεν Νάιτ παρατηρεί: «Η Μαρία είχε την πιο τρελά περίπλοκη σχέση με τη φωνή της. Ηταν σαν να ένιωθε ότι η φωνή της δεν διαχωριζόταν από την ψυχή της. Με άλλα λόγια, χωρίς φωνή, δεν είχε εαυτό ή ίσως ο εαυτός της έγινε αόρατος».
»Κρινόταν πάντα για τη φωνή της και, το πιο σκληρό, για την εξωτερική της εμφάνιση. Ηταν στην κυριολεξία μια πραγματική τραγωδία, με την έννοια ότι όταν η εμφάνισή της ήταν αποδεκτή από τον εαυτό της, η φωνή της εξασθενούσε. Οταν ένιωθε άσχημη, η φωνή της ήταν πιο δυνατή. Πώς μπορεί να το αντιμετωπίσει κανείς αυτό όταν η φωνή του είναι ο εαυτός του;».
Ο γάμος της Κάλλας με τον Μενεγκίνι έληξε το 1959 και τότε άρχισε η σχέση της με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Η παθιασμένη, θυελλώδης σχέση τους τροφοδοτούσε για χρόνια τα ταμπλόιντ και κατέληξε να ραγίσει η καρδιά της όταν ο Ωνάσης παντρεύτηκε τη Ζακλίν Κένεντι το 1968.
Ο Λαρέν σχολιάζει μέσω του Netflix: «Νομίζω ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ο έρωτας της ζωής της και ότι είχαν διαφορετικές στιγμές κατά τη διάρκεια της σχέσης τους. Τη δεκαετία του 1970, αφού χώρισε με την Τζάκι, ήταν πάλι πολύ συχνά κοντά, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν και μια τοξική σχέση, νομίζω.
»Μπορούσε απλώς να αποσυνδέεται από τον κόσμο και να αφήνει τα πάντα στον δικό του έλεγχο. Νομίζω ότι υπήρχαν στιγμές στη σχέση τους που δεν ήταν πολύ υγιείς. Αλλά νομίζω επίσης ότι στο τέλος της ζωής τους έφτασαν και οι δύο σε μια ειρηνική κατανόηση του ποιοι ήταν ως άτομα και ως ζευγάρι».
Η Μαρία Κάλλας δεν βρήκε ποτέ έναν άνδρα τόσο πιστό σε εκείνη όσο ο Φερούτσιο Μετζάντρι, ο οποίος μεγάλωσε σε συνθήκες φτώχειας και, λόγω ενός καρδιακού προβλήματος, δεν μπορούσε να υπηρετήσει στον στρατό. Αντ’ αυτού υποχρεώθηκε να κάνει κοινωνική υπηρεσία και κατέληξε να εργάζεται για τη σύζυγο ενός κορυφαίου συνθέτη. Σύντομα, ο δρόμος του διασταυρώθηκε με αυτόν της Κάλλας στο Μιλάνο και εκείνη τον προσέλαβε. Στη συνέχεια την ακολούθησε στο Παρίσι, όπου έμαθε να μιλάει γαλλικά.
Ο Μετζάντρι έχει ήδη αποτελέσει το αντικείμενο του θεατρικού μονολόγου «Maria Callas, the Black Pearl», της Φεντερίκα Ναρντάτσι, τον οποίο ερμήνευσε ο Μάρκο Γκαμπίνο. Η Ναρντάτσι και ο Γκαμπίνο τον συνάντησαν στο σπίτι του το 2018. Μάλιστα, ο ιταλός ηθοποιός παραμένει σε επαφή μαζί του και λέει ότι εξακολουθεί να είναι ένθερμα πιστός στην Κάλλας.
Μιλώντας τηλεφωνικά στον δημοσιογράφο του Guardian από το σπίτι του στο Λονδίνο, ο 67χρονος Γκαμπίνο εξηγεί: «Εχει αυτή την προστατευτική στάση απέναντί της και έτσι κατά κάποιον τρόπο χτυπούσε όποιον προσπάθησε να αλλάξει τη θεϊκή της υπόσταση, ξεκινώντας από τον Ωνάση και καταλήγοντας στη Ζακλίν Κένεντι. Κάθε φορά που αρχίζεις να μιλάς για αυτούς τους ανθρώπους, λέει: “Οχι, όχι, όχι, όχι, όχι, ήταν κακοί, ήταν κακοί. Η κυρία μου ήταν πολύ ευαίσθητη και την κατέστρεψαν”».
Αφού αποσύρθηκε από την όπερα, η Κάλλας παρέδιδε masterclasses στη σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και επιχείρησε μια σύντομη επάνοδο με συναυλίες και έναν κινηματογραφικό ρόλο. Ωστόσο, η φωνή της δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως. Εζησε σε ένα εξαιρετικό διαμέρισμα στο Παρίσι μέχρι τον θάνατό της από καρδιακή προσβολή το 1977 σε ηλικία 53 ετών. Και τότε ξαφνικά ο Μετζάρντι έπρεπε να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή.
Ο Γκαμπίνο συνεχίζει: «Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που είπε ήταν για τον εαυτό του και για το πώς τα 20 χρόνια που είχε περάσει με αυτή την κυρία έκαναν τη ζωή του ξεχωριστή, αλλά ήταν δύσκολο να συνεχίσει όταν εκείνη πέθανε. Πέθανε ουσιαστικά στην αγκαλιά του και μετά από αυτό, όταν περνάς 20 χρόνια με μια τέτοια προσωπικότητα, πού πας, τι κάνεις;
»Ηταν 40 ετών, δηλαδή σχεδόν στη μέση της ζωή του. Προσπάθησε να γίνει μπάτλερ για κάποιον ηθοποιό αλλά δεν τα κατάφερε. Με τα χρήματα που του άφησε –δεν νομίζω ότι ήταν πολλά– αγόρασε αυτό το νέο σπίτι στην ίδια περιοχή όπου ζούσαν οι γονείς του σε ένα μικρό σπιτάκι, κοντά στην Πιατσέντζα, και έκτοτε ζει εκεί», λέει ο Γκαμπίνο στον Guardian.
Η ταινία του Λαρέν είναι η τελευταία προσθήκη στον μύθο της Κάλλας. Οι δραματικές ερμηνείες της, η φωνητική της ευελιξία και η εντυπωσιακή σκηνική παρουσία της άλλαξαν το πρόσωπο της όπερας. Οι ηχογραφήσεις της, συμπεριλαμβανομένων των ερμηνειών της «Νόρμα», «Λα Τραβιάτα» και «Τόσκα», εξακολουθούν να τιμώνται μέχρι σήμερα.
Ο Γκαμπίνο αναλογίζεται: «Από εκείνη ξεκίνησαν όλα: τώρα οι τραγουδιστές της όπερας πρέπει να ξέρουν να παίζουν και όχι μόνο να τραγουδούν. Είναι σημαντικό και κάνει την όπερα πολύ πιο ελκυστική, γιατί πηγαίνεις στην όπερα επειδή βλέπεις και λίγη υποκριτική πέρα από το τραγούδι. [Η Κάλλας] ήθελε να γίνει και ηθοποιός, εκτός από τραγουδίστρια.
»Για τις νέες γενιές, πάντα σκέφτομαι ότι κάποια σαν τη Μαρία Κάλλας θα μπορούσε να είναι ένα όχημα για να γνωρίσουν την όπερα με έναν διαφορετικό και πιο συναρπαστικό τρόπο, επειδή είναι σαν ροκ σταρ. Είδα αποσπάσματα όταν επέστρεψε στη Μετροπόλιταν τη δεκαετία του 1950 και ο κόσμος έκανε ουρές για 24 ώρες. Ο μέσος όρος ηλικίας αυτών των ανθρώπων ήταν περίπου 15-16 ετών γιατί ήταν ντίβα αλλά όχι μόνο αυτό. Ηταν μια τεράστια ερμηνεύτρια», λέει.
Και προσθέτει: «Η φωνή της δεν ήταν η όμορφη φωνή του ανθρώπου που θα σου εξασφάλιζε μια καταπληκτική εκτέλεση. Η φωνή της ήταν στην πραγματικότητα ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από αυτό, επειδή μπορούσε να αποτύχει. Αυτό που μου αρέσει στη Μαρία Κάλλας είναι το απρόβλεπτο, τα ελαττώματα που εναλλάσσονται με τις υπέρτατες στιγμές της θεϊκότητάς της. Οταν είσαι έτσι, αυτές οι στιγμές υπεροχής δεν μπορούν να συγκριθούν με καμία άλλη ερμηνεία. Είσαι μοναδική».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News