998
| Shutterstock / CreativeProtagon

«Ο άνθρωπός μου», μωρέ!

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 17 Δεκεμβρίου 2024, 10:03
|Shutterstock / CreativeProtagon

«Ο άνθρωπός μου», μωρέ!

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 17 Δεκεμβρίου 2024, 10:03

Οσο μεγαλώνει ο πληθυσμός στη Γη, τόσο απλώνει η μοναξιά των ανθρώπων. Ενα περίεργο πράγμα. Στα 8,025 δισεκατομμύρια των ανθρώπων… Πόσα, είπες, Ρέα; 8,025 δισεκατομμύρια πληθυσμός Γης! Με μαγεύει, με «στέλνει», να αξιωθεί η ψυχή σου να εντοπίσει αυτόν που τον νιώθεις «ο άνθρωπός μου». Τι άλλο έχει περισσότερη αξία από αυτό; Μα θέλουν χρόνο οι σχέσεις. Θέλουν ενσυναίσθηση, τετελεσμένη απόφαση, θέλουν, θέλουν, θέλουν.

Ρώτησα κάποτε έναν εξαιρετικό ψυχαναλυτή «Τι προσδιορίζει ένα ζευγάρι με ουσιώδη σχέση;» – «Το ζευγάρι που εκλαμβάνει την αλήθεια τού άλλου ως πληροφορία» – «Μα, η αλήθεια μπορεί και να σακατέψει αδιόρθωτα» του αντέτεινα. «Αναφέρομαι στην αλήθεια που βρίσκει έδαφος να λεχθεί πριν από την “αιματηρή” αλήθεια ενός αποτελέσματος μιας αλήθειας, που δεν την άκουγε ο άλλος ή που έκανε ότι δεν τη βλέπει». Πόσες και πόσες φορές έρχεται στη σκέψη μου η φράση του. Σωστή. Ολόσωστη. Κι έτσι συνηθίζω να εύχομαι σε ζευγάρια «Να τσακώνεστε έξυπνα». Συχνά, βέβαια, χαμένα λόγια… Τόσο που αγωνίζονται οι άνθρωποι για καριέρα, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τη μόνη σοβαρή «καριέρα», αυτή των σχέσεων.

Προχθές πέθανε η Ιουλία, η Ιουλίτσα μου. Η γειτόνισσά μας στο χωριό που επιλέξαμε για χωριό μας: 1981 το έτος που κτίστηκε το σπίτι μας εκεί. Δηλαδή; Πέρασαν 43 χρόνια; Θεέ μου! Η Ιουλία ήταν το πρώτο τηλέφωνο με το που φτάναμε «Ηρθατ;», ήταν το πιάτο που βρίσκαμε στο τραπέζι της κουζίνας με χορτόπιτα ή με κοκοτάκια (δίπλες) ή με κουραμπιέδες (ανάλογα με την εποχή),  ήταν για όλα όσα έκανε φροντίζοντάς μας η φράση «Τι φχαριστάς, μωρέ; Σιγά το πράγμα». Την Ιουλία την είχα και με είχε αγαπήσει κεραυνοβόλα. Η ψυχή μου την ένιωθε μάνα. Περίεργο ήταν. Τόσο, μα τόσο διαφορετική από τη μαμά μου-μαμά μου.

Και οι κουβέντες μας λίγες και λίγο-πολύ ίδιες. Μα είχαν μια ζεστασιά απίστευτη. Ηταν αεικίνητη και πάντα χαμογελαστή, ποτέ δεν μιζέριασε για τίποτα, και αρκούνταν σε λίγες, στοιχειώδεις ερωτήσεις, λες και δεν προλάβαινε για πολλά πολλά. Ηταν ερωτευμένη με τον Νικολέλη της αιώνια. Δυο άνθρωποι, εκ διαμέτρου αντίθετοι πλανήτες. Επρεπε να τη βλέπατε, με τι χαρά έφευγε μαζί του, με εκείνο τον «ματρακά» αυτοκίνητο (που έλεγες ότι αποκλείεται να βγάλει τον δρόμο αλλά τον έβγαζε) για τις ελιές. Ή για τα μελίσσια. Εργαζόταν αγόγγυστα.

Ο Νικολέλης της ήταν απελπιστικά λιγομίλητος, βαριά μονόχνοτος, αχώνευτα λιγόφαγος ενώ εκείνη λιχούδω, κάπνιζε ως φουγάρο και επαγγελλόταν φορτηγατζής, άρα έπρεπε κάθε μέρα να ξυπνάει στις 4 αξημέρωτα και να επιστρέφει στις 6 το απόγευμα με ακρίβεια Γκρίνουϊτς. Αν τον φαντάζεστε να περπατάει στα νύχια μην και την ξυπνήσει, κάνετε λάθος. Δεν μπορούσε να φύγει αν εκείνη δεν του έκανε καφέ και δεν τον αποχαιρετούσε. Και το έκανε με χαρά έφηβης.

Οι δυο τους με διακτίνιζαν σε σκηνές ενός παρελθόντος θαμμένου τόσο βαθιά, που με ξάφνιαζε ως μνήμη… Για παράδειγμα,  επιστρέφαμε νύχτα καλοκαιριού που έσκαγε ο τζίτζικας από κάποιο ταβερνάκι… Ησυχία, ησυχία στο δρομάκι μας, όλοι πίστευες ότι κοιμούνταν. Αντε το πολύ να σε τρόμαζε μια σβέλτη γάτα… Και ξαφνικά, άκουγες από μια βεράντα «Γυρσατ;», «Ωπ! Πού είσαι, βρε Ιουλίτσα;», «Στρώσαμε με το αφεντικό στη βεράντα να κοιμηθούμε γιατί είχε ζέστα». Και ταξίδευα μεμιάς σε ένα παρελθόν, μιας ατμόσφαιρας ενός βαθιού «κάποτε»… Διακτινιζόμουν, για παράδειγμα, στα Παγουρτζέϊκα της Λαμίας… Οπως και όταν την έβλεπα με ρόλεϊ στο κεφάλι γιατί «αύριο θα πάω εκκλησία» να τρέχει με ένα ταψί για τον φούρνο… Ελληνική επαρχία. Σκηνές που χάθηκαν στον χρόνο. Τέλος έργου.

Κάποια στιγμή ο Νικολέλης της αρρώστησε. Καρκίνος του πνεύμονα. Τόσο τσιγάρο, λες πήγε γυρεύοντας. Στάθηκε δίπλα του φρουρός ακοίμητος. Τον φρόντιζε δεξιοτεχνικά. Κατέφθαναν κάθε απόγευμα και συντρέχτρες γειτόνισσες και έπιαναν καναπέ. Αγόγγυστα και πάλι, γελαστή, με βαθιά ενσυναίσθηση για το κάθε τι, τον νοιαζόταν. Μια νύχτα κάτι έπαιζε η τηλεόραση, ένα ελληνικό σίριαλ με θέμα κάποια απιστία. Θυμάμαι ότι τον ρώτησε «Νικολέλη’μ, εσύ έχεις κάνει τίποτα από αυτά που κάνουν μερικοί άνδρες;..». Τον εξομολόγησε η άτιμη! «Ποτέ, κυρά’μ» της είπε εκείνος κοφτά. Γριά γυναίκα, γέρος άνδρας, πλην αιωνίως θηλυκό.

Και όταν ήρθαν από το γραφείο κηδειών να τον παραλάβουν, Τούρκος έγινε η Ιουλία για το γεγονός ότι της είπαν να βγει από το δωμάτιο να τον ντύσουν. Ποιον; Τον δικό της άνθρωπο; Πάτε καλά; Δική της ήταν δουλειά. Εκτοτε, τη θυμάμαι να έρχεται επίσκεψη στο σπίτι μας, πίναμε καφεδάκι, μα έξι η ώρα «νταν» κοίταζε το ρολόι της, να γυρίσει σπίτι της. «Κάτσε λίγο ακόμα, βρε Ιουλίτσα! Είναι κανένας στο σπίτι;». Τι τη ρωτούσα; Και οι δυο της γιοι ήταν φευγάτοι σε άλλα μέρη. Χρυσά παιδιά. Τα καμάρωνε. «Τι βιάζεσαι, λοιπόν;», «Ε… Είναι ώρα να γυρίσω». Τι κι αν ο Νικολέλης ήταν στον ουρανό; Το ωράριο ίδιο. Εκουσίως αφοσιωμένη.

Κάποτε ήρθαν σημάδια άνοιας. Μια μέρα χάθηκε και στον δρόμο. Λίγη ώρα κράτησε το κακό, μεγάλη ευλογία τα χωριά τέτοιες ώρες, οι άνθρωποι νοιάζονται, γνωρίζονται. Σκέψου να είχε συμβεί αυτό στην Αθήνα… Εκτοτε στα ματάκια της και στη φωνούλα της διάβαζα αγωνία. «Ολα καλά, Ρεάκι’μ, αλλά κάτι με το μυαλό’μ δεν πάει καλά». Μάστιγα αρρώστια. Προχθές με ειδοποίησε ο γιος της «Πάει η Ιουλίτσα», μου το ανήγγειλε. Μάτωσε η καρδιά μου. «Θα βρει τον Νικολέλη της» σκέφτηκα. Αυτόν τον δρόμο δεν τον χάνει με τίποτα.

Εννοείται ότι σπεύσαμε στον αποχαιρετισμό της. Μέσα στην εκκλησία σκεπτόμουν, σκεπτόμουν, γιατί είμαι τόσο συνδεδεμένη μαζί της; Τι σόι ένωση είναι αυτή; Τόσο, που μια ζωή μελετάω λέξεις, δική της δεν έχω ούτε μια που να ενέχει κάποια αξία. Μα η Ιουλία αντιπροσωπεύει εκείνες τις αρχέγονες μανάδες. Τις αγράμματες. Που ενείχαν μια υπόγεια άσοφη σοφία. Δεν «έχω» τα χέρια της να χαϊδεύουν. Δεν έχω την αφή της. Πάντα, θυμάμαι, την αμήχανη χειραψία της σε ξένους. Δεν έχω λόγια σπουδαία. Ολη της η παρουσία εντός μου, είναι μια αφηρημένη έννοια τρυφερής αγάπης σαν αεράκι ευεργετικό. Είναι οι μανάδες που απλώς έλεγαν «Σώπα, σώπα, πουλάκι μου» στο κλάμα. Γιατί δεν ήξεραν και τι άλλο να σου πουν. Και όμως, με κάποιον μαγικό τρόπο, σου έδιναν το άπαν. Τουλάχιστον έτσι νομίζω.

Οσο μεγαλώνει ο πληθυσμός στη Γη, τόσο θερίζει άγρια η μοναξιά στους ανθρώπους: 8,025 δισεκατομμύρια, μωρέ, πληθυσμός Γης. Τι έχει μεγαλύτερη αξία από το να αξιωθείς «Ο άνθρωπός μου»; Κοίτα τι αξιώθηκε μια Ιουλία… Και ένας Νικολέλης. (Ελον Μασκ, φάε τη σκόνη τους).

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...